Ο κατά φαντασίαν ετοιμοθάνατος
'Κωμωδία ίσον τραγωδία συν χρόνος', είχε πει σοφά η Αμερικανίδα ηθοποιός Κάρολ Μπερνέτ. Και πράγματι, όσο απομακρυνόμαστε απ’ τον πόνο του παρελθόντος, τόσο πιο εύκολη γίνεται η διακωμώδησή του. Αρκεί να σκεφτούμε νεανικά μας γκομενιλίκια, που μας είχαν φιλετάρει την καρδιά σα βακαλάο, που κλαίγαμε και χτυπιόμασταν και πέφταμε στα μωσαϊκά και σφαδάζαμε – εμένα συγκεκριμένα το πατρικό μου είχε ξύλο και μάρμαρο, όπου κυλιόμουν αντιστοίχως χειμώνα και καλοκαίρι – και πώς, πέντε-δέκα χρόνια μετά, γελάμε με το αλλοτινό μας ποθοπλάνταγμα, και κραζόμαστε με τους φίλους μας για τα ερωτοχτυπημένα μας χάλια, τόσο γελοία κι εξωφρενικά που φαντάζουν σχεδόν ξένα.
Το παρόν ντελίριο, ωστόσο, γράφεται με αφορμή την κατάθλιψη, μια νόσο που δεν είναι διόλου για γέλια, και που στην εποχή μας τείνει να λάβει διαστάσεις μάστιγας. Διότι το πιο ύπουλο χαρακτηριστικό αυτής της σκατοαρρώστιας, είναι η βεβαιότητα που δημιουργεί στο άτομο που πάσχει ότι το μαύρο σύννεφο δε θα ξεκατσικωθεί ποτέ απ’ την ψυχή του. Και η πρώτη χαρά που σου κλέβει, είναι το γέλιο – αυτή η απελπισία πως δε θα ξαναγελάσεις ποτέ.
Κι όμως. Έχοντας περάσει την τελευταία δεκαετία τρεις περιόδους κλινικής κατάθλιψης, μπορώ να σας εγγυηθώ ότι, με την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική βοήθεια και την αγάπη των οικείων μας, όχι μόνο περνάει, αλλά – όπως και με τα γκομενιλίκια που έλεγα παραπάνω – με την πάροδο του χρόνου απορείς με τη βλακεία σου, και μπορείς να δεις την ιδιωτική σου τραγωδία ως κωμωδία.
Έτσι λοιπόν θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές απ’ τις πλέον γελοίες στιγμές της τραγελαφικής καταθλιπτικής μου εμπειρίας, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…
Σωτήριον έτος 2006, μήνας Ιούνιος. Ένα βράδυ, έπειτα από ένα οχτάωρο μετάφρασης που έβλεπα όχι μόνο πουλάκια αλλά και τα συνοδά αρχιδάκια τους απ’ την ντάγκλα, όπως άπλωνα την κορμάρα μου την απέθαντη στον καναπέ για να ξαποστάσει η μεταφραστική μου καμπούρα, ένιωσα το μικρό δάχτυλο του αριστερού μου χεριού να μουδιάζει. Τώρα ο κάθε λογικός άνθρωπος θα σκεφτόταν πως, άμα βαράς γκασμά στο πληκτρολόγιο ολημερίς, μπορεί να μουδιάσει όχι μόνο το δαχτυλάκι σου, αλλά να σου ξεραθεί το χέρι ολόκληρο όπως η συκιά που καταράστηκε ο Χριστός. Ωστόσο, όπως πιθανώς έχετε διαπιστώσει απ’ τα πλήρη συγκρότησης και νηφαλιότητας κείμενά μου, ως άνθρωπο μπορείς να με πεις ένα σωρό πράγματα, λογικό όμως με τίποτα. Επιπλέον, έχοντας σπουδάσει Ιατρική (άλλο που δεν πήρα πτυχίο κι έμεινα απτυχίωτος και δεν έχω το ‘βραχιόλι’ που μας λέγαν οι γονείς μας, να κάνει ντρούνγκου-ντρουν και να στέκονται σούζα οι ασθενείς), είχα αποκομίσει ένα κάρο μισοχωνευμένη γνώση, η οποία καθότανε ταμάμ στο εκάστοτε υποχονδριακό μου επεισόδιο. (Καθ’ ότι, εξόν από πάλαι ποτέ χονδρός, είμαι κι εξ απ’ ανέκαθεν υποχόνδριος. Λ.χ., το καλοκαίρι του 2001, όταν η κατάθλιψη μου πρωτοχτύπησε την πόρτα σαν κακός δοσατζής του ’50 κι εγώ της άνοιξα ο τρόμπας, το βασανιστικό μου ‘σύμπτωμα’ ήταν ο λεγόμενος υστερικός κόμβος – τουτ’ έστιν, η ψευδαίσθηση ότι δεν μπορούσα να καταπιώ κι ότι πνιγόμουν, και είχα αλωνίσει όλους τους ωριλάδες και τους αλλεργιολόγους της Σαλονίκης, μέχρι που κάποιος Χριστιανός μου επεσήμανε ότι, για να είμαι σαν τη σκούνα Βαγγελή, όχι απλώς κατάπινα, αλλά κατάπινα γατοκέφαλα – και μ’ έστειλε σούμπιτο στον τρελογιατρό).
Επιστροφή στο ’06 όμως. Με το που νιώθω το δαχτυλάκι να μουδιάζει, παίρνω επί τόπου τηλέφωνο την καλή μου μητριά (που τυγχάνει γιατρός με διαγνωστική δεινότητα Gregory House) και τη ρωτάω κατά πόσον το μούδιασμα μπορεί να είναι σύμπτωμα ήπιου εγκεφαλικού. Η απάντηση που έλαβα, αν και ενδεδυμένη πέπλον μητρικής αβρότητος, ήταν χονδρικά, «Δεν τραβάς καμιά μαλακία να στρώσει η γκλάβα σου;» Ωστόσο εγώ απόλυτα δεν επείσθην.
Την επομένη το βράδυ που λέτε, έχουμε μαζευτεί με το Κουτάβι, τη Ρουάλα, και το Αρνί στον καναπέ, και βλέπουμε το Περηφάνεια και Προκατάληψη, αυτό με την Κίρα Νάιτλι, και για να είμαι ειλικρινής καλή-χρυσή η Τζέιν Όστεν αλλά ρε παιδί μου είναι σαν ταινία του Ρομέρ ένα πράμα, όλο μπούρου-μπούρου και φλερτ και ματοτσίνορο-τουρμπίνα, που σου’ ρχεται να αλαλάξεις: «Πότε θα πέσει επιτέλους ο πούτσος, γαμώ τις δαντέλλες και τις καούκες σας;» Κι όσο έβλεπα, έριχνα: κάτι ντονέρια, κάτι παστουρμαδόπιτες ωραίο πράμα, και πατάτες, και στα καπάκια μια σοκολάτα γάλακτος ΙΟΝ (αυτή με την καρδάρα στο περιτύλιγμα, που όταν τα σανιδώσω θέλω να με φυτέψετε μαζί με τρία κασόνια σοκολάτες ως κτερίσματα), χώρια το μισόλιτρο το κόκκινο κρασί και το πακέτο τα Μάλμπουρα, διότι η ταινία εποχής το σηκώνει το τσιγάρο της. Ε, και κάποια στιγμή γύρω στη μία-δύο που κόντευε να τελειώσει το υπερθέαμα, νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος. Θα μου πεις, μόνο άνθρωπο δεν είχες φάει, κι όσο για το ντουέτο σκωταριά-πλεμόνια είναι να απορείς πώς δεν είχαν κατέβει σε απεργία να μου κλείσουν το άντερο σαν την Πανεπιστημίου και να πρέπει να πάει το φαΐ μέσω Νεάπολης για να φτάσει στον προορισμό του. Μόνο που εγώ ήμουν πεπεισμένος ότι ψυχορραγούσα από καρδιακό επεισόδιο – οπότε και παίρνω το Κουτάβι (που δεν ήξερε το έρμο πόσα καντάρια τρέλα κουβαλούσα και είχε κλάσει μαλλί μοχέρ απ’ την τρομάρα του), μπαίνουμε σ’ ένα ταξί και βουρ στο Αλεξάνδρα.
Μπουκάρω λοιπόν στα επείγοντα τρεκλίζοντας, ασθμαίνοντας, και πασχίζοντας να σκεφτώ κάτι πνευματώδες ως famous last words, για να μην περάσω στην αιωνιότητα με τα λόγια «Νιώθω μια πίεση στην κοιλιά αλλά φοβάμαι να κλάσω,» κι ενημερώνω τους εφημερεύοντες ιατρούς ότι μια διασημότης αγγελοκρούεται ενώπιόν τους και να σπεύσουν μπας και τη σώσουν και δε φτωχύνει η ανθρωπότητα. Όπου ο ταλαίπωρος ειδικευόμενος, προσπαθώντας να κρύψει το μορφασμό ‘Γαμώ τους τρελούς μου νυχτιάτικα,’ με ακροάζεται, μου κάνει ένα καρδιογράφημα (τζιτζί φυσικά), και τέλος με ρωτάει τι έχω φάει κι αν είχα ιστορικό ψυχικής νόσου. Ε, δεν μπορούσα να του πω μπαλαμούτια του ανθρώπου, οπότε ομολογώ ότι έχω φάει τη φάγουσα, έχω πιει σα νεροφίδα κι έχω φουμάρει τον μισό Παπαστράτο, α, κι ότι παρεμπιπτόντως πριν πέντε χρόνια είχα αλωνίσει ούλα τα νοσοκομεία της συμπρωτεύουσας τέσσερις το πρωί με κρίσεις πανικού επειδή νόμιζα ότι ο λαιμός μου είχε φράξει και δεν κατέβαινε το δίπιτο το αμάσητο. Οπότε κι ο άνθρωπος, ως όφειλε, μου’ δωκε ένα Στεντόν και μια στον κώλο, που’ λεγε η γιαγιά μου.
Κατόπιν τούτου κοιμήθηκα σαν το πουλάκι. Έλα όμως που την επομένη αναχωρούσαμε για Σέριφο με το Κουτάβι και τον κολλητό μας το Θανάση…
Με το που ξυπνάω λοιπόν, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι θα πάθω έμφραγμα στη Σέριφο, κι ότι μέχρι να’ ρθει το ελικόπτερο να με μαζέψει θα’ χω μεταβεί εις τόπον χλοερόν ένθα ουκ έστι πόνος, δυσκοιλιότης και ραγάδες. Το Κουτάβι με συνεφέρνει όπως-όπως, με χαπακώνει κιόλας για να’ ναι σίγουρος, και μία ώρα αργότερα επιβιβαζόμαστε στο πλοίο της αγάπης και του λάγνου έρωτα. Μόνο που, σαν να μην έφταναν οι φοβίες που μου’ χει δώσει ο Ύψιστος, ένα απ’ τα πράγματα που αδυνατώ να κάνω, είναι να χαλαρώσω σε πλεούμενο – διότι είμαι βέβαιος ότι, με το που θα σφαλίσω τα μάτια μου, το παπόρι θα βυθιστεί άυτανδρο και θα βρεθώ να κάνω παρέα με αυτά τα αβυσσαλέα ψάρια με τις δοντάρες, που είναι μισό πορτατίφ και μισό πρίγκηπας Κάρολος. Μα για κακή μου τύχη, και παρά τον πανικό και την πρεμούρα μου – που μέχρι να αναχωρήσει το πλοίο είχα ξεχαρβαλώσει δύο σκάλες απ’ το πέρα-δώθε – το ηρεμιστικό αρχίζει να με πιάνει. Που σημαίνει ότι τα ψωμιά μου είναι μετρημένα, διότι έτσι και ξεχαστώ και καθίσω και με πάρει ο ύπνος, το πλοίο προσκρούει σε παγόβουνο και δεν έχω και τις βυζάρες της Κέιτ Γουίνσλετ που επιπλέει και με δώδεκα μποφώρια. Η λύση; Πέρασα κι εγώ δε θυμάμαι πόσες ώρες γερμένος στα κάγκελα του καταστρώματος, ρίχνοντας κάθε τόσο στα μούτρα μου εναλλάξ νερό και σκαμπίλια, που μέχρι να φτάσουμε στη Σέριφο είχα κάνει κάτι μαγουλάκια κόκκινα και φουσκωτά σαν της Χάιντι όταν την κυνηγούσε ο Πέτερ για να της δείξει το εντελβάις του.
Η Σέριφος, όπως θα ξέρετε, είναι ένα νησί νωχελικόν και ερημικόν, που προσφέρεται ιδανικά για ζευγαράκια στα ντουζένια τους (που ξεμοναχιάζεσαι και ξεκωλιάζεσαι), ή για ζευγάρια πάνω στα χωρίσματα (που ξεμοναχιάζεσαι και ξεμαλλιάζεσαι). Όμως για μια παρέα τριών ατόμων εκ των οποίων ο ένας είναι για δέσιμο με αλυσίδες που να μην τις σπάει μήτε ο Κουταλιανός, ο συνδυασμός ερημιά-γαλήνη είναι ένα κι ένα για να’ ρθει η παραφροσύνη και να φουντώσει και να μην τη μαζεύεις με τίποτα.
Η πρώτη κατραπακιά (σχεδόν κυριολεκτική) ήταν η θάλασσα, όπου πήγαμε καρφωτοί με το που ξεμπαρκάραμε, διότι το Κουτάβι κι ο Θανάσης θεωρούσαν εύλογα ότι ένα μπανάκι στη δροσιά του Αιγαίου θα με συνέφερνε. Μόνο που, δεν ξέρω αν το’ χετε πάθει κι αλλού, αλλά με το που καθόμαστε στην αμμούδα, πιάνει ένας αέρας άλλο πράμα, που κάθε τόσο σήκωνε ένα σύννεφο άμμου και στο κοπάναγε στα μούτρα λες και είσαι η Παναγία των Παρισίων και σε καθαρίζουν με αμμοβολή. Το δε νερό ήταν τόσο κρύο, που πάθαινες όχι μητρικά αλλά και πατρικά. Έτσι, στο μισάωρο απάνω, χαστουκισμένος και ξεπαγιασμένος, σηκώνομαι και δηλώνω ότι πάω στα ενοικιαζόμενα δωμάτιά μας για να πεθάνω σαν άνθρωπος, σε κρεβάτι, και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος σε ένδειξη παπικού μεγαλείου.
Και για πρώτη φορά, καθώς παραπατάω στο αγιάζι, πιάνω τον αριστερό μου καρπό και παίρνω το σφυγμό μου. Ε, αυτό ήταν! Επί τρεις ημέρες συναπτές, απ’ την ώρα που ξυπνούσα κι έπινα τον ντεκαφεϊνέ μου μέχρι το βράδυ που με πηγαίναν στο ένα απ’ τα δύο μπαρ για να γίνω τύφλα με τα μοχίτο και να σταματήσω να τους πρήζω τα ούμπαλα, κάθε μισό λεπτό το’ να χτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά: έπαιρνα το σφυγμό μου, και θεωρώντας ότι αυτό δεν αρκεί για να ξορκίσει το Χάρο, έβαζα και το Κουτάβι και το Θανάση να μου μετρούν τις σφύξεις, πολλές φορές συγχρόνως και στα δύο χέρια (μα να μην έχω μια φωτογραφία!), μα κι ούτε έτσι ησύχαζα, οπότε οριζοντιωνόμουν κι έβαζα το Κουτάβι να μου αφουγκράζεται την καρδιά με το αυτί του στο στήθος μου, για να βεβαιωθεί ότι χτυπούσε κανονικά σαν το τικ-τακ της Βουγιούκλως όταν έβλεπε τον Παπαμιχαήλ κι όχι σαν τα τούμπανα του Carmina Burana.