-
Ανθολόγιο ανεκδοτων....
Μετά το σεξ
Ρωτάει ο άνδρας μετά από το σεξ την γυναίκα του:
- Αγάπη μου, αυτή τη φορά προσποιήθηκες;
- Όχι, αγάπη μου. Αυτή τη φορά κοιμόμουνα πραγματικά.
Ανδρόγυνο κάθεται στον καναπέ.. Ο άνδρας λέει στη σύζυγο:
- Πάω στοίχημα πως δεν μπορείς να μου πεις μια φράση που
να με κάνει ταυτόχρονα ευτυχισμένο και δυστυχισμένο!
Και η γυναίκα:
- Την έχεις μεγαλύτερη από τον υδραυλικό...
-Γιατρέ, βλέπω μπλέ και πράσινους κόκους.
- Οφθαλμίατρο έχετε δεί;
-Όχι, μόνο μπλέ και πρασινους κόκους!
-Γιατρέ μου, μερικές φορές θέλω να σκοτώσω τον εαυτό μου.
-Αφήστε το αυτό σε μένα! Θα παίρνετε όλα τα χάπια που σου έδωσα, από τo πρωί:
Το κόκκινο χάπι με ένα ποτήρι νερό,το μεσημέρι το πράσινο χάπι με ένα ποτήρι νερό και το βράδυ το μπλέ χάπι με ένα ποτήρι νερό.
-Μα τι έχω γιατρέ μου;
-Δε πίνεις πολύ νερό!
-
Καλά τόσοι συνδικαλιστές του Π ΑΜ Ε μαζεμένοι και να μην μπορούν να πείσουν δέκα όργανα για την κοινή ταξική "καταγωγή" τους, τα κοινά συμφέροντα και ιδεώδη, το ότι αμοίβονται και αυτοί με 700€ και λοιπές παρλαπίπες που εκστομίζει το Κ ΚΕ κατά καιρούς όταν τρώνε ξύλο "οι άλλοι"; Έπρεπε να περάσουν είκοσι+ χρόνια για να μάθει το ΚΚΕ τη λέξη "καταστολή" και να βρει τον δρόμο προς τη Γ ΑΔ Α και τα Δικαστήρια για να εκφράσει την αλληλεγγύη του προς...τον εαυτό του.
-
- Βάλ'το στην COM1 να δουλέψει... Βάλ'το στην COM1 να δουλέψει!
- Ποιά γκόμενα καλέ? τι του λές του ανθρώπου?
χαχαχά!!
-
Να ανεβασω κανα ποντιακο?? Λοιπον ξεκιναω!!
Τη νύφες το κλάσιμον
Έναν καιρόν ’ς σ’ έναν χωρίον είνας νύφε χωρίς να θέλ’ ατο έκλασεν εμπροστά ’ς σην πεθεράν ατ’ς. Πολλά εντράπεν η νύφε και επαρακάλεσεν την πεθεράν ατ’ς:
-«Γουρπάντς κυρά, ωράσον εβγάλτς ατο ας σο στόμα σ’, γιατί ας σο στόμαν ’ς σο στόμαν, θα ρούζ’ και ’ς σου πεθερού μ’ το στόμαν».
-
Ο Γιωρίκας σο ξενοδοχείον
Ο Γιωρίκας σο ξενοδοχείον
Ο Γιωρίκας επήεν σ’ έναν ξενοδοχείον με την γαρήνατ και επέμνεν τρία βράδας. Έρθεν η ώρα να φεύνε και ψαλαφούν ασόν ξενοδόχον την λογαρίαν.
— Τρία χιλιάρικα για το δωμάτιον που εκοιμέθετε, δακόσαι φράγκα για το μπάνιον που επήκετε.
— Μα εμείς κι επήκαμε μπάνιον, λέατον ο Γιωρίκας
— Εκέκα έτον το μπάνιον ας επήνετε. Άλλα δακόσαι φράγκα για τα βόλτας που επήκετε απές σο κεπήν.
— Μα εμείς κι επίμαμε βόλτας απές σο κεπήν!
— Εκέκα έτον το κεπήν ας επήνετε, λέατον ο ξενοδόχον.
Ούλαι αντάμαν εφτάνε τρία χιλιάδες τετρακόσα φράγκα.
— Να εγάλτς σίλαι, λέατον ο Γιωρίκας, γιατί εσέγκες σερ την γαρήμ.
— Πότε εγώ εσέγκα σερ την γαρήσ; Λέατον ο ξενοδόχον.
— Εκέκα έτον, λέατον ο Γιωρίκας, ας εβάλνεσατην σερ!
-
Φάκελλα...
Ο Ευγένιον, ο αρχιερατικόν επίτροπον ‘σ σήν Κερασούνταν, είχεν καβάζ την αντίκαν τόν Πάντζον. Έναν ημέραν απάν ‘σ σό μεσημέρ’ είπεν άτον: «Πάντζο, πήγαινε νά φέρης τρία φάκελλα.». «Καλά», είπεν και ο Πάντζον, και έδεβεν πλάν. Επήγεν έφαγεν ‘σ σό σπίτιν άτ και έπεσεν κ’ εκοιμέθεν, άμον ντ’ εποίνεν πάντα. Ασ’ σά τρία ώρας κ’ υστερνά επήγεν ‘σ σόν αρχιμανδρίτην.
-Ευλογημένε, του λέγει, τί έγινες τόσες ώρες; .
-Κιά εσύ είπες με, «άμε φά κ’ έλα». Εγώ πα επήγα έφαγα, εκοιμέθα κι’ ολίγον κ’ έρθα. το κουσούρι μ’ ποιον έν;
Όνταν εγροίξεν ντ’ εγέντον «Δέσποτα, είπεν, όνταν θέλτς «Πιλίκους» το φαΐν μή ταράεις... και σασουρεύς με. . . Φά κ’ έλα είπες με, εγώ πά‚ έφαγα κ’ έρθα...»
Ο Γιωρίκας κυνηγός
Ο Γιωρίκας εν κυνηγός και λέατον η γαρήατ:
— Νέπε κι εντρέπουστουν να σκοτώνετε τα πουλία τη Θεού; Εγώ σ’ όλον τη ζωήμ κι εσκότωσα ουτ έναν πουλόπον, λέει ατέ.
— Ουτ εγώ, λέατην ο άντρασατς.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα
Ίνας κλέφτες λέει σον γιόνατ:
— Κι τιμωρώσε επειδή έφαες την μαρμελάδαν αλλά γιατί εφέκες απάν σο βάζον τα δικτυλικάσ αποτυπώματα.
Τα παράδας τη σέρας
— Τον πρώτον άντραμ επήρατον για τα παράδασατ! Λέει η σέρα. Όνταν επέθανεν επέρα τον δεύτερον ασόν έρωταν.
— Ώστε ατώρα είσαι ευτυχισμέντσα; Λέατην σ Γιωρίκας.
— Όχι ατόσον. Γιατί ο πρώτον άντραμ ο μακαρίτης, επήρεμε ασόν έρωταν, ενώ ο δεύτερον επήρεμε για τα παράδας που εφέκεμε ο πρώτον!...
-
Έτρεσεν το κρασίν
Σο τραπέζ ο μικρόν κατ θελ να λέει:
— Μη λες τίποτα, λέατον ο πατέρασατ. Τα παιδία κι καλατσεύνε προτού τελειώνε το φαήνατουν.
Ο μικρόν κι εκαλάτσεψεν και αφού έφαεν καλά καλά ο πατέρασατ λέατον:
— Αρ ατώρα επορείς να καλατσέβς. Ντο εθέλνες να λες;
— Να, όνταν εκατήβα αφκά σην αποθήκην για να βάλω κρασίν, αφού εγόμωσα το πουκάλ, ύστερα κι’ επόρεσα να έκλεινα την κάνουλαν!
Τα ψέματα τη Γιωρίκα και Κωστίκα
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, λένε ψέματα.
— Εγώ έναν ημέραν, λέει ο Κωστίκας, επήγα σο κυνήγ κ’ εσκότωσα έναν ζαρκάδ που έτον τετρακόσαι κιλά.
— Και εγώ εσκότωσα, λέει ο Γιωρίκας έναν ζαρκάδ που έτον οχτακόσαι κιλά.
— Μα πως ίνεται αήκον τρανόν ζαρκάδ; Λέει ο Κωστίκας.
— Έτον η μάνα τη ζαρκαδί που εσκότωσες εσύ, είπενατον ο Γιωρίκας.
Μετάλλιον διασώσεως φουρκισμένων
Ίνας ερούξεν σην θάλασσαν και τσαήζ:
— Βοήθειαν! Βοήθειαν!
Ο Γιωρίκας περάν στεκ και τερείατον και λέατον:
— Λυπούμαισε, αλλά κι πρεπ να σώνωσε εγώ, γιατί επήρα οπέρτς το μετάλλιον διάσωσης φουρκισμένων. Οφέτος ας παίρετο ίνας άλλος!
Ελευθέρας
Ο Γιωρίκας ασό χωρίον πάει σην πολ. Εμπέν απές σ’ έναν λεωφορείον και ελέπ έναν άνθρωπον να δεκνίζ έναν χαρτίν σον εισπράκτοραν και να λέατον «ελευθέρας» και να μην πλερών. Εσκέφτεν ο Γιωρίκας να φερ κι ατός έναν χαρτίν ασό χωρίονατ για να μην πλερών εισιτήριον. Επήρεν μαζίατ το στεφανοχάρτ. Εσέβεν απές σο λεωφορείον και ο εισπράκτορας ψαλαφάτον το εισιτήριον.
Ο Γιωρίκας λέει «ελευθέρας» και δεκνίζ το στεφανοχάρτ σον εισπράκτοραν.
Ο εισπράκτορας τερεί το στεφανοχάρτ και λέατον:
— Με τατό το στεφανοχάρτ επορείς να καβαλκέφς δωρεάν την γαρήσ, αλλά όχι και το λεωφορείον!
-
-
Είναι 3 γειτόνισσες και λέει η μια:
- Εγώ όταν απλώνω, βρέχει και πάει τσάμπα ο κόπος μου.
- Κι εγώ μια από τα ίδια, λέει η άλλη.
- Εγώ όταν απλώνω έχει ήλιο, λέει η άλλη.
- Πως το κάνεις; την ρώτησαν οι άλλες.
- ...λοιπόν πιάνω το πέ@ς του άντρα μου και αν πάει αριστερά, σημαίνει πως θα βρέξει. Αν πάει δεξιά, σημαίνει πως θα έχει ήλιο.
- Κι αν μείνει όρθιο; ρωτάει η πρώτη.
- Αν μείνει όρθιο με τον καιρό θα ασχολούμαι;