Η ιστορία της ζωής μου ... και πως έφτασα ως εδώ
Καλημέρα σε όλους...
Είμαι ο Νίκος, 28 ετών. Βρήκα αυτό το site από ένα φίλο μου που πριν από αρκετό καιρό πέρασε μια δύσκολη φάση στη ζωή του και μάλιστα έχει γράψει την ιστορία του και δημοσιεύει αρκετές απαντήσεις προκειμένου όπως μου είπε να μην αφήσει, όσο βέβαια περνάει από το χέρι του, κανέναν να περάσει ξανά αυτό που πέρασε αυτός. Θα κρατήσω την ανωνυμία του γιατί έτσι και αλλιώς δεν έχει σημασία. Όταν διάβασα την ιστορία του ένιωσα πραγματικά αυτό που καμμιά φορά λέμε: Ρε συ, είναι δυνατόν ο φίλος μου να περνάει τέτοιο πράγμα και εγώ να μην έχω καταλάβει τίποτα? Κρίσεις πανικού και σημάδια κατάθλιψης? Αυτά είναι για άλλους όχι για εμάς, εμείς είμαστε \"καλά\", είμαστε \"φυσιολογικοί\", δεν μας αγγίζουν αυτά...
Φράσεις τόσο ψεύτικες όσο τελικά και η: \"Κατάθλιψη και δυσθυμία? Χαχα, αυτά είναι για τρελούς, δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί κάτι σε μένα, εγώ είμαι μια χαρά, έχω δυνατό χαρακτήρα, αυτοπεποίθηση ...\"
Αποφάσισα σήμερα να γράψω ένα πολύ μεγάλο μήνυμα, γιατι πνίγομαι, νιώθω για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν μπορώ να βρώ την άκρη μου, νιώθω ότι ο χρόνος δεν με βοηθά όπως στο παρελθόν, αδυνατεί να σβήσει αυτό που νιώθω, με τσακίζει χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα του πως θα βγώ από αυτή την κατάσταση. Είμαι σε μια φάση που νιώθω ότι τίποτα δεν μπορεί να με βοηθήσει, ότι όποια κουβέντα και να μου πεί κάποιος απλά θα με κάνει να νιώσω καλύτερα για λίγο, μέχρι να ξαναπνιγώ και να μπώ στο ίδιο μίζερο ταξίδι όπου το μυαλό σου κολλάει, βασανίζεται και παρακαλάς να μπορούσες να σβήσεις τις σκέψεις που περνάνε από το μυαλό σου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το αίσθημα μετάνοιας σε μια πράξη που έκανες έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση, νιώθεις τόσο λάθος που κάποτε είπες: \"Δε βαριέσαι, θα το κάνω, τι έχω να χάσω, δεν με ενδιαφέρουν οι συνέπειες, κάποια στιγμή θα το ξεπεράσω...\". Αμ δε...
Ας μην προχωρήσω όμως τώρα άλλο στις σκέψεις μου, ας πώ την ιστορία μου για να καταλαβαίνετε για τι μιλάω και μετά θα πώ το \"δια τάυτα\"... Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για το μέγεθος, αλλά πιστέψτε με, αν δεν προσπαθούσα να είμαι σύντομος θα μπορούσα να γράψω ... βιβλίο. Θα μιλήσω σε τρίτο πρόσωπο, γιατί θέλω να το δείτε σαν ιστορία παρά σαν εξομολόγηση.
Ο Νικολάκης λοιπόν, εγώ. Πάντα καλό παιδί, διστακτικό, ήσυχο, φιλικότατο, ευγενικό, το \"καλό παιδί\", δεν έπαιρνε τα ρίσκα του. Πολύ ώριμο, πολύ περισσότερο για παιδί της ηλικίας του, με το μυαλό του να είναι \"μπροστά\" σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, που πολλά από αυτά τον ζήλευαν για αυτό και φρόντισαν να του κάνουν τη ζωή μαρτύριο πολλές φορές και για πολλά χρόνια. Η οικογένειά του ιδανική, με τον πατέρα του και τη μητέρα του να τον αγαπούν πολύ και αυτός το ίδιο. Από μικρό παιδί όχι ιδιαίτερα κοινωνικό, προτιμούσε λίγους και καλούς φίλους. Μεγάλωσε στην επαρχία, σε μια μικρή, πανέμορφη πόλη, αλλά με όλη τη φρίκη που μπορεί να προκαλέσει η λεγόμενη \"κλειστή κοινωνία\" σε ένα παιδί που δεν έμαθε ποτέ να τα \"γράφει\" κανονικά, που αν κάποιος έλεγε κακή κουβέντα για αυτόν δεν τον έστελνε στο διάολο όπως θα έπρεπε αλλά στεναχωριόταν και έκλαιγε μόνος και κρυφά, και έψαχνε το \"γιατί;\" ενώ στην πραγματικότητα δεν έφταιγε σε τίποτα. Και πιστέψτε με, όσοι δεν έχετε ζήσει επαρχία, αυτό που ονομάζουμε \"κλειστή κοινωνία\" δεν έχει καμμία, μα καμμία σχέση με αυτό που σας έχουν βάλει στο μυαλό σας. Είναι πολύ διαφορετικό και πολύ χειρότερο. Θα το εξηγήσω κάποια άλλη στιγμή, δεν έχω το κουράγιο τώρα. Απλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι φεύγει από αυτή την πόλη στα 17,5 του χρόνια να σπουδάσει μακριά από το σπίτι του.
Φεύγει μακριά. Δεν έχει, όπως είναι λογικό, ξαναφύγει από το σπίτι του. Μαζί του κουβαλάει μια λύτρωση, που φεύγει σε έναν ξένο τόπο (έστω και αν ήταν στην Ελλάδα) και που κανείς δεν πρόκειται να ασχοληθεί μαζί του χωρίς λόγο. Μια αλλαγή βέβαια φοβερή για παιδί της ηλικίας του και του χαρακτήρα του: Σαββάτο πηγαίνει, οι δικοί του μένουν δύο μέρες γιατί δούλευαν και δεν μπορούσαν να καθήσουν άλλο και τον αφήνουν μόνο του σε μια ξένη πόλη, να ξεκινήσει πλέον τη ζωή του από την αρχή. Δεν θα μπώ σε λεπτομέρειες της φοιτητικής μου ζωής, δεν έχει σημασία τώρα. Απλά στα 9,5 χρόνια που έκατσε, και πήρε πτυχίο έκανε μεταπτυχιακά και δούλεψε πριν πάει στρατό, πέρασε πολλές φάσεις. Λογικό είναι καθώς στην ουσία μεγάλωσε εκεί, και οι περισσότεροι αν όχι όλοι θα συμφωνήσετε πως αυτά τα χρόνια έχουν τόση διαφορά μεταξύ τους όσο τίποτε άλλο... Ωρίμασε, ενηλικιώθηκε, πέρασε πολλά στάδια, από φίλους πολλούς σε λίγους και πάλι σε πολλούς, από μια μπυρίτσα με το τζινάκι του και το ψιλολερωμένο μπλουζάκι μέχρι το μπουκάλι σε μαγαζί με την κουστουμιά του, από το μηχανάκι με το δερμάτινο μπουφάν μέχρι το αυτοκίνητο με το πουκαμισάκι του, από τις μπύρες στην παραλία χειμώνα με τον κολλητό του μέχρι το παραλιακό κλαμπ όπου θαμώνας πέρναγε την ουρά και έμπαινε χωρίς είσοδο, από τα μαθήματα με σκονάκι, με διάβασμα, με άγχος, με γέλιο, με απ\' όλα. Με ξενοιασιά, πάμε βόλτα, φύγαμε, γιατί όχι, ας γυρίσουμε το πρωί, σάμπως έχουμε δουλειά, έχουμε άγχος, έχουμε καμμιά υποχρέωση; Πάντα όμως οι φίλοι είναι η πρώτη προτεραιότητα, έστω και αν τον πούλαγαν, έστω και αν τον ήθελαν μόνο για βόλτα, έστω και αν τον ήθελαν μόνο για σάκο του μποξ να ξεσπούν πάνω του. Όχι, οι φίλοι πάνω από όλα, μετά τα υπόλοιπα, ακόμα και να βρεί κοπέλα, όπως θα έπρεπε και να τους γράψει όλους κανονικά και να αφήσει να κάνουν παρέα μαζί του μόνο όσοι πραγματικά ήθελαν να βρίσκονται. Όχι. Υπέρβαρος πάντα, δεν φρόντισε ποτέ τον εαυτό του, να αφήσει έστω την τύχη να του φέρει κάποια κοπέλα δίπλα του και να τον βγάλει από αυτό το μονόδρομο, να τον κάνει να δει τη ζωή με άλλα μάτια. Μια χρυσή ψυχή, πίστευε ότι μόνο αυτό θα αρκούσε κάποτε, ότι έτσι αόριστα κάποια θα το έβλεπε και ότι δεν χρειάζεται να ανησυχήσει για αυτό, το φροντίζει η τύχη. Γι\' αυτό ας ψάξουμε για φίλους, μας παράτησε
και αυτός για μια γκόμενα, πάμε να βρούμε άλλον, δεν πειράζει...
Τελείωναν τα φοιτητικά χρόνια αλλά το ένιωθε βαθιά ότι δεν είχε ζήσει όσα θα ήθελε. Ακόμα δεν είχε κάνει σχέση, δεν είχε βρει κοπέλα. Ξεκινάει μεταπτυχιακά περισσότερο για να παρατείνει το χρόνο, για να δώσει μια παράταση ζωής στον εαυτό του να ολοκληρώσει όσα θα ήθελε. Τα πράγματα δεν πάνε στο καλύτερο. Όσοι φίλοι είχαν μείνει τον πουλάνε με το χειρότερο τρόπο, κλαίει, κάτι που δεν είχε κάνει για πολλά χρόνια και που έμελε σε κάποια φάση δυστυχώς να του γίνει κακό καθημερινό συνήθειο. Μένει μόνος του, τόσο μόνος, κλεισμένος σε ένα σπίτι σαν το λιοντάρι στο κλουβί, μετανιωμένος. Πάντα όταν ανέβαινε στην πόλη του, που πλέον αγαπούσε γιατί είχε καταφέρει να σβήσει το παρελθόν του και του θύμιζε μόνο τις καλές στιγμές, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δακρυά του όταν το τρένο ξεκινούσε. Δεν ήθελε να γυρίζει. Ορκίστηκε να κατέβει, να τελειώσει τις υποχρεώσεις του και να φύγει όσο το δυνατόν πιό γρήγορα, να πάει φαντάρος και να αλλάξει πόλη, προς Αθήνα μεριά, και εκεί να ξεκινήσει για άλλη μια φορά τη ζωή του από την αρχή, ελπίζοντας πως θα είναι η τελευταία, τουλάχιστον από πλευράς πόλης. Σίγουρα πιό ώριμος, αλλά με ένα τεράστιο κενό μέσα του, την αβάσταχτη μοναξιά που παραμόνευε, σε λήθαργο, και που θα αρκούσε κάτι να την ξυπνήσει και να τον κάνει κομμάτια, μια αφορμή σαν τρύπημα που θα έκανε μια τεράστια πληγή να αιμορραγήσει... Το ρίχνει στη δουλειά, κάνει 4 δουλειές ταυτόχρονα και τα λεφτά του δίνουν την ψευδαίσθηση ότι περνάει καλά και κοιμίζουν ακόμα πιό πολύ τη φρίκη που παραμονεύει μέσα του. Λίγο πριν φύγει η τύχη τον ταρακουνά λίγο, γνωρίζει μια κοπέλα, του μπαίνει στο μυαλό ότι κάτι μπορεί να γίνει, αυτή του γράφει σε ένα χαρτί ότι τον αγαπά (!) αλλά μόλις τη συναντά και της λέει και αυτός το ίδιο, αυτή τρομάζει και φεύγει... Ξεχνάει το περιστατικό γρήγορα.
Έχει κόψει την αναβολή και πάει στρατό σε περίπου 6 μήνες. Του μένουν μόνο 6 μήνες ξένοιαστης ζωής αλλά δεν τον νοιάζει, έχει
απελπιστεί πλέον, δεν προσπαθεί, δεν ελπίζει, δεν επιδιώκει τίποτα.
Εκεί η τύχη ίσως σα να προσπαθεί να του πεί κάτι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αποφασίζει να ξεκινήσει γυμναστήριο και ταυτόχρονα μπαίνει σε μια παρέα με κοπέλες μέσω ενός γνωστού του. Η ζωή του αρχίζει να αλλάζει. Χάνει 30 κιλά μέσα σε 4 μήνες, αλλάζει το ντυσιμό του, τη διαθεσή του και μπαίνει σε ένα τριπάκι ότι \"τι έχανα τόσο καιρό\"... Γνωρίζει μια κοπέλα την οποία και ερωτεύεται πολύ, φοβάται να της το πεί, φοβάται ότι δεν έχει χρόνο να της αποδείξει πόσο θαυμάσιος είναι, πόσα πολλά μπορεί να δώσει, πόσα έχει κρατήσει στην ψυχή του τόσα χρόνια και λαχταρά να μοιραστεί. Ένα βράδυ δεν αντέχει, η καρδιά του πάει να σπάσει, της γράφει ένα γράμμα, το πετά κάτω από την πόρτα της. Αυτή, τουλάχιστον με ειλικρίνια, του απαντά ότι δεν μπορεί να ανταποδώσει τα αισθήματα. Δεν την ξαναείδε από τότε, κλείστηκε σπίτι για 2 εβδομάδες ώσπου έβαλε όλο του το σπίτι στο αυτοκίνητό του και έφυγε κλαίγοντας μια για πάντα από έναν τόπο που έζησε τα τελευταία 9,5 πιό σημαντικά χρόνια της ζωής του. Με ένα αίσθημα πικρίας, που έφτασε τόσο κοντά σε αυτό που πραγματικά ζητούσε, που ένιωσε ότι μετά από 9,5 χρόνια αδράνειας δεν είχε το χρόνο που ήθελε, και που ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό να σπάσει το απόστημα που κοιμόταν μέσα του. Στο στρατό πέρασε καλά, ξεχάστηκε, το μυαλό του έπεσε σε αδράνεια, ξέρετε πως είναι. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τροπή όταν γύρισε Αθήνα με μετάθεση. Ο στρατός είχε τυπικά τελειώσει, ήταν σε ένα πολύ προνομιούχο σημείο, έκανε 1 υπηρεσία την εβδομάδα και τα Σαββατοκύριακα ήταν σπίτι του είτε ταξίδευε προς την πόλη που μεγάλωσε. Κάτι άρχισε να τον τρώει όμως, η απίστευτη μοναξιά του άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά. Ήταν συνέχεια κακοδιάθετος, εκνευρισμένος, χαμένος, κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και έπιανε τον εαυτό του να του μιλάει, όπως κάνουν οι τρελλοί στα ψυχιατρεία. Όταν καταλάβαινε τι έκανε, πεταγόταν και άκουγε μια φωνή μέσα του: \"Δεν είσαι καλά, κάνε κάτι αλλιώς θα χαθείς...\". Την αγνοούσε. Τελείωσε το στρατό και άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Μυστηριωδώς, ενώ είναι από τις πιό αγχωτικές φάσεις, δεν τον ανησυχούσε, περισσότερο αγχωνόταν για αυτή την περίεργη φωνή που ακόμα αυτά που έλεγε ήταν ασαφή. Βρισκόταν για πρώτη φορά Αθήνα, σε μια ζούγκλα για αυτόν, χωρίς κανένα μα κανένα φίλο ούτε γνωστό, χωρίς να ξέρει τους δρόμους, που να πάει, τι, απίστευτα μόνος και ανήμπορος να βγεί από το σπίτι μόνο για τα βασικά. Έλεγε, άστο, κάτι θα γίνει, υπομονή, έχει ο Θεός για σένα. Καθόταν στο κρεββάτι κοιτάζοντας το ταβάνι σε μάυρο χάλι, και αναρωτιόταν \"Τι έχω; Γιατί είμαι έτσι;\". Βρίσκει δουλειά, και πολύ καλή για τις προσδοκίες του. Υποσυνείδητα η φωνή καταπιέζεται, για λίγο βέβαια, και αφιερώνεται στη δουλειά του που του αρέσει πολύ.
Το κακό δεν άργησε να γίνει. Μέσα από τη δουλειά του ερωτεύεται μια κοπέλα. Στην αρχή μιλούσαν φιλικά, αλλά κάποια στιγμή του μπήκε στο μυαλό η εμμονή και, όπως και πριν, για να ηρεμήσει έπρεπε να τη βγάλει από το μυαλό του, ακόμα και αν δεν γινόταν τίποτα. Άρχισε να έχει προβλήματα, ξυπνούσε το βράδυ ιδρωμένος, με την καρδιά του να χτυπάει πολύ δυνατά, και έμενε ξύπνιος για ώρες. Δεν μπορούσε πλέον να φάει, να δουλέψει, και στο μυαλό του περιστρεφόταν μόνο αυτή η ιδέα, η κοπέλα. Βασανιζόταν απίστευτα, χανόταν, θλιβόταν, υπέφερε. Φοβόταν να προχωρήσει, είχε ξαναπάρει στο στρατό τα περριτά κιλά και η αυτοπεποίθησή του είχε χαθεί. Έβλεπε φιλικά σημάδια από πλευράς της και δεν μπορούσε να καταλάβει εαν θα υπήρχε τύχη για κάτι περισσότερο. Οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει σε θέματα σχέσεων, φίλων κτλ και είχε ανοίξει την καρδιά του σε αυτήν για φίλους που τον πούλησαν, για σχέσεις που έμειναν στη μέση, είχε ξαναπιάσει απ\' έξω τη μοναξιά του μετά από πολύ καιρό.
Μια μέρα δεν άντεξε. Μια Παρασκευή η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που την ένιωσε να πάει να σπάσει. Αύπνος για εβδομάδες, τρώγωντας χάλια, ένα ερείπιο που ίσα ίσα το κρατούσαν τα πόδια του. Με την αμφιβολία του τι θα γινόταν, με την αβεβαιότητα να τον βασανίζει αλλά με τον εαυτό του να σπαρταρά και να μην αντέχει τη θλίψη και την απόγνωση που ένιωθε αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν λάθος η κίνηση που θα έκανε, αλλά στην κατάστασή του δεν το υπολόγιζε, έπρεπε να σωθεί από το μαρτύριο. Ήλπιζε ότι θα εισέπραττε στη χειρότερη ένα μεγαλοπρεπές όχι ντυμένο με μια ωραία και αφελή δικαιολογία και θα είχε το Σαββατοκύριακο που ακολουθούσε το διάστημα να το ξεπεράσει και να γυρίσει όσο γινόταν στην παλιά του ζωή. Δυστυχώς λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Προσφέρθηκε να την γυρίσει σπίτι της όπου στη μέση της διαδρομής το άφησε να φύγει από τα χείλη του. Εκείνη τη στιγμή μια απίστευτη ανακούφιση γέμισε την ψυχή του, ένα τεράστιο βάρος είχε φύγει, ένιωσε την καρδιά του πολύ ελαφριά, είχε κάνει την κίνησή του, δεν έλπιζε τίποτα πλέον. Περίμενε την απάντηση, και ειλικρινά δεν τον ένοιαζε, θα πληγωνόταν από μια απόρριψη αλλά θα το ξεπερνούσε, έτσι πίστευε. Τι ματαιοδοξία! Έλα που καμμιά φορά υπάρχουν περισσότερες απαντήσεις και αντιδράσεις από αυτές που περιμένουμε... Η κοπέλα δεν του λέει τίποτα. Μόλις την αφήνει σπίτι του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και του λέει \"Θα τα πούμε από Δευτέρα..\". Δεν του δίνει τηλέφωνο, δεν του λέει να κανονίσουν κάτι, δεν τον απορρίπτει. Τον αφήνει στον αέρα. Αυτό τον μπρεδεύει απίστευτα, περνάει ένα Σαββατοκύριακο αναρωτιώντας τι έχει γίνει. Και λογικά περιμένει ότι τη Δευτέρα θα πάρει την απάντησή του, ναι ή όχι. Τουλάχιστον υπομονή δύο μέρες, θα ξεμπέρδευε η κατάσταση.
Και πάλι όχι. Τη Δευτέρα αυτή αρχίζει να του συμπεριφέρεται να να μην υπάρχει. Στην αρχή σταματάει να του μιλάει. Μιλάει συνεχώς σε διάφορα άτομα με προκλητική διαχυτικότητα, σαν γνήσια θεατρίνα που θέλει να σε τσακίσει, να σε κάνει λιώμα. Αναρωτιέται ΓΙΑΤΙ; Γιατί αν δεν τον θέλει δεν του το λέει ξεκάθαρα, δεν είχε τα κότσια ούτε αυτο να κάνει; ΤΙ ΚΑΚΟ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ; Γιατί τέτοια συμπεριφορά σε ένα άτομο που έκανε το πιό ειλικρινές πράγμα, να ανοίξει την καρδιά του και που τον έβλεπες και το ήξερες ότι 2 μήνες ήταν χάλια για σένα; Αυτό το τεράστιο ΓΙΑΤΙ ήταν το μαχαίρι που έσπασε το απόστημα και έκανε την πληγή να αρχίσει να αιμορραγεί χωρίς σταματημό. Τα χέρια του ήταν συνεχώς παγωμένα, η πίεση στο αίμα του είχε πέσει, τα μάτια θολά. Το κλάμμα καθημερινό και συνεχώς επαναλαμβανόμενο, η επικοινωνία με το περιβάλλον σε βασικό στάδιο. Ο ομαλός ύπνος παρελθόν. Μα ήταν ακόμα στην αρχή...
Αφού συνειδητοποίησε πλέον μετά από μερικές μέρες ότι η τύχη, και περισσότερο η απόγνωση ψάχνοντας να πιαστεί από κάτι, το
οτιδήποτε, τον είχε οδηγήσει σε μια σκάρτη, μηδαμινή ψυχή που ούτε για φτύσιμο δεν άξιζε, που τόσο έξω είχε πέσει σε αυτά που
περίμενε, η κατάστασή του χειροτέρευε. Πνιγόταν, έκλαιγε αλλά όχι για αυτήν. Ήταν σίγουρος για αυτό. Ξαφνικά πολλές φορές την ημέρα ξεσπούσε σε κλάμματα, χωρίς λόγο συνήθως, και όταν ρώταγε ΓΙΑΤΙ κοίταζε την ψυχή του και έβλεπε ένα τεράστιο κενό μια μαυρίλα, μια θλίψη απίστευτη, ένα χάος. Ένα χάος που ο ίδιος είχε δημιουργήσει αφήνοντας τον εαυτό του να ασχολείται με μαλακίες διαρκώς, με ασήμαντα πράγματα, με ανούσιες παρέες και ποτέ δεν φρόντισε να επιδιώξει την μοναδική γυναικεία συντροφιά, έστω και αν πληγωνόταν. Θα μάθαινε, θα το ξεπερνούσε, θα είχε σκοτώσει μια και έξω από νωρίς αυτό το τεράστιο απόστημα που είχε ξεκινήσει από μικρό παράπονο. Το κρατούσε σε λήθαργο, και αυτό δεν κοιμόταν αλλά μεγάλωνε και περίμενε εκεί, κάποια στιγμή, καλή η κακή να
εκδηλωθεί και να του κάνει την ψυχή σμπαράλια, χίλια κομμάτια που είναι πλέον αδύνατο να μαζέψει.
Σήμερα; Ένα σαράκι του τρώει την ψυχή καθημερινά. Την βλέπει κάθε μέρα. Του θυμίζει τα χίλια κομμάτια της ψυχής του. Η καρδιά του σφίγγει, όχι για τη συμπεριφορά της αλλά για το ότι βλέπει ότι δεν έχει διέξοδο, δεν έχει ασχολίες στη ζωή του να ξεκολλήσει, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους. Η πόλη του έπεσε πολύ πιό βαριά από ότι περίμενε... Σταμάτησε πλέον να ρωτάει ΓΙΑΤΙ. Το ξέρει το γιατί. Είναι το τίμημα που άφησε να σαπίσει τόσα χρόνια μια υπέροχη καρδιά. Έχει χιλιάδες συναισθήματα, όνειρα, προσδοκίες, νιώθει τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, ότι αν βρεί την κατάλληλη κοπέλα μπορεί να της δώσει τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Δεν τον νοιάζει. Ξέρει ότι αξίζει αλλά πνίγεται ότι δεν έχει πουθενά να το πεί, να το αποδείξει, καθώς όσες έχει δεί τον έχουν απορρίψει χωρίς καν να δοκιμάσουν, έστω για ένα καφέ, μια ώρα, να δούν τι κρύβει αυτό το παιδί. Μια ώρα! Τι είναι, πόσα πολλά ζητάει. Αυτή δεν τον απασχολεί πιά. Τη βλέπει εντελώς αδιάφορα αν και βέβαια πάλεψε τρομερά να το καταφέρει. Ανακουφίζει την ψυχή του προσωρινά, διαβάζοντας βιβλία, πηγαίνοντας βόλτες, ώστε να μην αφήσει τον εαυτό του να παρασύρεται από τις ψυχοφθόρες σκέψεις. Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει, μα πως να περιγράψεις άραγε τα συναισθήματα της ψυχής σου από το τηλέφωνο, μου λέτε; Αλλά πολλά βράδια έρχονται, και του φέρνουν τόσο πόνο που δεν μπορεί να τον αντέξει, νιώθει την ανάσα του να κόβεται, την ψυχή του τόσο λίγη να ανταπεξέλθει στο οτιδήποτε.
Αυτός είμαι εγώ, ο Νικολάκης. Ένα παιδί που πλέον κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και τον λυπάται, που τον άφησε να φτάσει σε αυτό το σημείο. Με την καρδιά του λιώμα, να μην μπορεί να βρεί διέξοδο πουθενά. Που με ψεύτικη υπερηφάνεια τόσα χρόνια κοκορευόταν και έλεγε: \"Είμαι πολύ δυνατός χαρακτήρας και δεν με αγγίζουν τα χτυπήματα και οι αναποδιές, έχω μάθει να τα ξεπερνάω\". Τρίχες. Στον καθένα μπορεί να συμβούν. Ήρθε και η σειρά μου βλέπετε. Και τώρα έχει ανοίξει η πληγή και δεν κλείνει με τίποτα. Περνούν οι μέρες και λέω: Δεν πάει πιο κάτω. Κι όμως, έχει κι άλλο. Ακόμα και ο χρόνος που λένε ότι είναι ο καλύτερος γιατρός είναι ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε τώρα. Για ένα πράγμα λέω ευτυχώς, που το ανακάλυψα και τουλάχιστον το έσπασα, το να το κλείσω είναι μονόδρομος.
Συγγνώμη αν σας κούρασα, αν έχετε φτάσει ως εδώ ίσως να έχετε περάσει κάτι παρόμοιο. Πείτε μου μόνο κάτι που μπορεί να με βοηθήσει τώρα, μην με κατηγορήσετε για αυτά που έκανα, δεν υπάρχει λόγος, έγιναν και πίσω το χρόνο να γυρίσω δεν μπορώ.
Σας ευχαριστώ,
Νίκος