"...Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."
"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".
Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"
"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."..."
Νίκος Καβαδίας "η βάρδια" (απόσπασμα)