Ημέρα 5η
Απόψε το σμίξιμό μας ήταν απόλυτο σαν ανακοίνωση θανατικής καταδίκης.
Τη ρώτησα γιατί κλαίει.
«Θρηνώ τη μοναδικότητα των στιγμών», απάντησε.
«Είναι ο θρίαμβος της ζωής επάνω στο θάνατο»
«Ποιος θα θρηνήσει για το θάνατο?»…
Ημέρα 4η
Την έψαχνα για ώρες στα στενά της Χώρας. Ακουγα τα βήματά της στο καλντερίμι, μα στην επόμενη στροφή την έχανα.
Το βράδυ με βρήκε καθισμένο στην ακροθαλασσιά. Με πλησίασε.
«Σε πρόδωσε το περπάτημά σου στα χαλίκια», της είπα.
«Με πρόδωσαν τα φτερά που δεν έχω», αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Ημέρα 3η
Ατένισε το πέλαγο. Τα γιορτινά της μάτια γέμισαν σύννεφα.
«Σήμερα δε φάνηκαν οι γλάροι», είπε.
«Πρώτη φορά εστιάζεις στην έλλειψη».
«Το δικό μου τοπίο δεν έχει ελλείψεις». Χαμογέλασε. Από τα μάτια της πέταξαν πουλιά.
Ημέρα 2η
Μπαλκόνι στο Αιγαίο. Η θωριά της ημέρεψε τα κύματα.
«Παρατήρησε το πέταγμα των γλάρων. Δεν έχει τίποτα περιττό. Κι όμως, είναι μια χορογραφία ονείρων που αναζητούν τη χαμένη αθωότητα». Τα μάτια της σκοτείνιασαν.
«Μιλάς σα να θεωρείς μάταιη αυτή την αναζήτηση»
«Όταν την αναζητάς είσαι ήδη ένοχος. Και τότε δεν υπάρχει επιστροφή»
Ημέρα 1η
«Έχετε κλείσει μονόκλινο. Όλα τα δίκλινα είναι πιασμένα». Η ξενοδόχος δεν έκρυψε την ενόχλησή της.
«Ξέρετε, η κυρία που στέκεται δίπλα μου είναι γλάρος. Τη βρήκα πληγωμένη ενώ ερχόμουν. Τι θα κάνατε στη θέση μου…»
«Ότι και τώρα. Θα σας χρέωνα για δίκλινο»
Η συνάντηση.
«Πώς βρέθηκες εδώ?». Τη βρήκα κουλουριασμένη στην άκρη του κρεβατιού, γυμνή και πανέμορφη κάτω από το λεπτό λευκό φόρεμά της. Ήταν ολοφάνερα λαθρεπιβάτης.
«Η καμπίνα έχει μόνο ένα κρεβάτι. Πώς μπήκες?»
«Από εδώ», απάντησε δείχνοντάς μου το φινιστρίνι.
«Α, γιατί δε μου το’ λεγες τόση ώρα πως είσαι γλάρος», είπα.
Ξεσπάσαμε κι οι δυό σε γέλια.
Η αναχώρηση.
«Τελευταία μέρα μας στο νησί. Τι θα ήθελες να κάνουμε?»
Το δωμάτιο είχε τη μυρωδιά της απουσίας της.
Η ξενοδόχος με διαβεβαίωσε πως δεν την είδε να φεύγει.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Θάλασσα και ουρανός. Ψηλά, ένα κοπάδι γλάρων χόρευε στον αέρα. Ένας από αυτούς ξέκοψε. Ήρθε και κάθισε στην άκρη του πέτρινου τοίχου.
«Φεύγεις όπως ήλθες. Από ένα φινιστρίνι», είπα, ακουμπώντας το χέρι στο στήθος μου…