Σήμερα το σπίτι στάζει.
Μήτε το βουνό δεν μπορώ να αντικρίσω πίσω από την ομιχλώδη και ζοφερή ατμόσφαιρα.
Τις προάλλες πληρώθηκα και πήγα σεινάμενη -κουνάμενη στην λαϊκή και πήρα μερικές πετσέτες. Ο μαύρος με τσίμπησε απαλά στο μάγουλο και μου της έκανε όλες δώρο. Με θυμόταν από παλιά. Τότε που έμενα πριν 8 χρόνια στο υπόγειο της οδού Καπ. Τότε που έσταζαν οι σοβάδες από την υγρασία στο κεφάλι μου. Αλλά φαίνεται τα ξέχασα αυτά. Είναι έτσι μάλλον ο εγκέφαλος καμωμένος, ώστε να παραγράφει τα θλιβερά και δυσάρεστα γεγονότα της ζωής σε μιαν προσπάθεια να συνεχίσει ο άνθρωπος τον ακάθεκτο σκληρό αγώνα της επιβίωσης.
Επομένως, σήμερα τα νερά που στάζουν από το ταβάνι δεν τρέχουν στα πλακάκια και το σπίτι δεν πλημμυρίζει. Έχω τις πετσέτες του Μπίλι κι αυτές συσσωρεύουν όλο το νερό. Ανά δύο ώρες τις στραγγίζω στην μπανιέρα. Και είναι όλα μια χαρά! Θέρμανση δεν ανάβω. Φοράω το παλτό και το κασκόλ. Δεν κατάλαβα δηλαδή πως το καλοκαίρι αντέχω με ευχαρίστηση την τρελή ζέστη που μου θολώνει το εγκέφαλο; Που με κάνει να παραπατάω και να μην μπορώ να φάω; Με το κρύο τι; Δεν θα το αντέξω; Κι εγώ σου λέω ότι θα το αντέξω. Στο σπίτι τις ώρες που δεν δουλεύω παραμιλάω μόνη. Έτσι, για να μην ξεχνάω την φωνή μου. Η αναπνοή μου αχνίζει και πιάνω τον αχνό με την παλάμη μου και τον συνθλίβω κι έπειτα γελάω. Όλομόναχη. Το σπίτι είναι σχεδόν άδειο, και δημιουργεί έναν απόηχο σε κάθε μου έκφραση.
Ξέχασα να σας πω, τι συνέβη τις προάλλες. Πέρασα τα χείλη μου δύο στρώσεις από κραγιόν. Διάλεξα το σκούρο μπορντό. Ανέβασα το φερμουάρ από την μπότα και στα αριστερά μου, ξήλωσα έναν πόντο από το καλσόν. Έβαλα μαύρο βερνίκι από πάνω για να σταματήσω το ξήλωμα. Πήρα το ομπρελίνο μου και χώθηκα σε ένα μπαράκι. Αφού επέδειξα το πιστοποιητικό μπάνισα ένα ραμολιμέντο κοντά στα 65 στην άκρη του μπαρ που έπινε και φαινόταν σαν να έχει νταλκάδες. Κάθισα δίπλα του σαν κότα και του χαμογέλασα. Με προσοχή όμως. Μην φανεί πως η οδοντοστοιχία μου έχει θαμπώσει από την χρόνια χρήση χασίς. Παρήγγειλα ένα κονιάκ εφτάρι που μ’ αρέσει. Πλησίασε την καρέκλα του και με κέρασε αμέσως το κονιάκ μου. Δόξα το Θεό! Είχα λεφτά μόνο για δύο ποτά. Το κατέβασα με δύο γουλιές και παρήγγειλα στα καπάκια ακόμη ένα. Το κέρασε κι αυτό. Τον άγγιξα στο γόνατο, μιας και ήταν τόσο καλός και τόσο γέρος!
Μου είπε την πονεμένη ιστορία του κι εγώ έδειξα πως συναινώ σε ό,τι κι αν έλεγε. Πόσο θλιβερή ιστορία. Μαλακίες σκέτες. Τον ρώτησα κοφτά, αν θέλει να βρισκόμαστε. Έγνεψε συγκαταβατικά. Του πρότεινα ένα μηνιαίο ποσό και το δέχτηκε. Τον μέθυσα τον γέρο. Τον έκανα πίτα. Μήτε τα πόδια του δεν μπορούσε να πάρει. Αργότερα μπήκαμε στο αμάξι του και ανέλαβα να το οδηγήσω εγώ μιας κι εκείνος με 7 ποτά είχε γίνει τύφλα. Πρώτα σταματήσαμε στο ATM και μου «δάνεισε» 150 ευρώ. Δόξα το Θεό. Θυμόταν τον κωδικό, σταυροκοπήθηκα νοερά. Του έδωσα το τηλέφωνο μου και ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα και τον ανέβασα σπίτι μου για να τον ταίσω κάτι και να πιεί λίγο νερό. Είμαι καταβάθος καλός άνθρωπος. Ο θείος Σωτήρης , όπως λέγονταν, ταβλιάστηκε στο κρεβάτι. «Ρε λες να τα τινάξει εδώ χαμώ;» αναρωτιόμουν σιωπηλά. Ψαχούλεψα την τσέπη του ενόσω κοιμόταν βαθιά. Βρήκα ένα μπλε.
Το πήρα και κατέβηκα με τα τακούνια εφτά ορόφους. Περπάτησα μέσα στον ψοφόκρυο και πήγα στην κάβα στην γωνία. Ήταν κλειστή. Δεν πτοήθηκα. Κατευθύνθηκα προς την Αγία Τριάδα. Ο Παναγιώτης θα ήταν ανοιχτός. Και πράγματι ήταν! Μπήκα μέσα και πήγα κατευθείαν στα ουίσκι. Δίπλα μου ήταν μια τσιγγάνα. Πήρα ένα Ballantines που ήταν φθηνό και σε προσφορά γιατί ένιωθα τύψεις που τον έκλεβα. Βέβαια όταν ξυπνούσε θα του το έλεγα και δεν πιστεύω πως θα θύμωνε. Βγαίνοντας έξω η τσιγγάνα με ακολούθησε και μου ζήτησε αν έχω κάτι να της δώσω. Άνοιξα την τσάντα μου και έπιασα ένα 2ευρώ. Το στήριξα στον αντίχειρα και έπειτα το εκσφενδόνισα φωνάζοντας της «Πιάσ’ το στον αέρα» εκείνη το άρπαξε στον αέρα και γελάσαμε μαζί. Ήμασταν και οι δύο μεθυσμένες. Εγώ με ψηλοτάκουνες μπότες κι εκείνη με παντόφλες και κάλτσες. Ήταν πιο νέα και πιο όμορφη από μένα. Η κοιλία της τέντωνε κάτω από το μακρύ φουστάνι της. Μάλλον ήταν έγκυος. Κατευθύνθηκα ανατολικά και εκείνη δυτικά. Την αποχαιρέτησα κλείνοντας της το μάτι. Κάτι μου φώναξε στη γλώσσα της! Κάτι της φώναξα στην γλώσσα μου! Χαθήκαμε.
Πήγα σπίτι. Ο Θείος κοιμόταν. Ήθελα να ξέρα τι θα του έλεγα το πρωί. Και το πρωί παιδιά ήταν κοντά. Πήρα ένα ποτήρι με βαρύ πάτο και το γέμισα έως πάνω με ουίσκι. Έβαλα και ηχείο στα δυνατά. Mahler 5η συμφωνία. Άναψα ένα καρέλι , τράβηξα την κίτρινη κουρτίνα και αφέθηκα να περιμένω το φως του ήλιου μέχρι να φωτίσει την πόλη…
Ο ήχος από τις σταγόνες που έσταζαν από το ταβάνι στις πετσέτες αναμοχλεύονταν με την 5η συμφωνία και εγώ χαμογελούσα νωχελικά, βυθίζοντας ολοένα και πιο πολύ τον νου μου στο ποτό.