Από τότε έχω κουραστεί αφόρητα. Δεν κάνω απολύτως τίποτα, δεν έχω ανοίξει πάλι ούτε ένα μήνυμα από εφαρμογή, δεν μιλάω σε κανέναν, και σε ποιον να μιλήσω δηλαδή; Είναι όλα απίστευτα κουραστικά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αντί να θυμώσω, κάνω ώρες να σηκωθώ από τον καναπέ. Ήθελα να πέσω. Λέω με την τύχη που έχεις, θα ζήσεις, αλλά παράλυτη. Βλέπω τα κουτιά σαν να είναι σωτήρας, και μετά θυμάμαι πόσο υπέφερα. Θυμάμαι πώς κατέληξα την τελευταία φορά που πήρα. Που έτρεμα συνέχεια, που έβλεπα διπλά, που δεν μπορούσα ούτε να σταθώ από το τρέμουλο, που ήθελα να στείλω μήνυμα και δεν έγραφα σωστά ούτε συλλαβή, που με πήγαν σηκωτή τουαλέτα. Θυμάμαι τα σωληνάκια και τους εμετούς. Τις νοσηλείες και τους ιμάντες. Θυμάμαι το πάτωμα. Και δεν τα παίρνω. Εσύ δεν πέφτεις σε κώμα, εσύ μένεις να υποφέρεις πιο πολύ. Δεν ξέρω, δεν έχω μέλλον. Αλλά έχω παγιδευτεί σε μια ζωή (και ένα σώμα) που δεν έχει κανένα μέλλον παρά μόνο αρρώστιες. Θέλω να φύγω. Θέλω πάρα πολύ να φύγω.
Είχα θέληση, άλλο που πήγε κατρακύλα. Τώρα δεν θέλω τίποτα.