TextText
Καλησπέρα φιλαράκια.
Έχω τη διάθεση να σας μιλήσω, να με ακούσετε. Πίνω whisky, καπνίζω και ακούω παλιά λαϊκά. Και είναι ακόμα απόγευμα. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες!
"...είπα να φύγω, να αλλάξω δρόμο στην καρδιά...μα που να πάω, που σ'αγαπώ τόσο πολύ, μα που να πάω, αφού είσαι όλη μου η ζωή.". Έτσι νιώθω, έτσι ένιωθα σε όλες μου τις σχέσεις. Ερωτεύτηκα παράφορα, αγάπησα και στο τέλος πόνεσα. Και ήταν κάτι, που το ήθελα! Ναι! Τώρα το καταλαβαίνω. Πρέπει να μου αρέσει η μιζέρια, η μελαγχολία. Να με λυπάμαι και να με λυπούνται, για το πως κατάντησα. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε αυτό. Ήμουν ένα πολλά υποσχόμενο παιδί. Οι άλλοι περίμεναν πολλά από εμένα. Πάντα πρώτος, ή τουλάχιστον, προσπάθεια να είμαι πρώτος, σε όλα. Κάτω από δέκα εννέα, αδιανόητο. Να μην είμαι ο καλύτερος στο μπάσκετ, το ποδόσφαιρο, την κολύμβηση...αδιανόητο. Έπρεπε να είμαι ο αρχηγός της παρέας, ο πιο δημοφιλής στο σχολείο, πρόεδρος της τάξης και του σχολείου, αλλά και σε όλα μέσα. Και κάπνισμα και ξενύχτια και αλητοπαρέες και...γκομενάκια. Τρέλες με τη μηχανή, προκαλούσα την τύχη μου στα λιμανάκια, πάντα στην τσίτα για κόντρα και για καβγά. Κι όμως φοβόμουν. Κι όμως δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ τίποτα. Μόνιμος σύντροφος η αδρεναλίνη, η ένταση, το άγχος. Και πάνω απ'όλα, σφίγγα! Δεν μιλούσα σε κανέναν. Όταν είχα πρόβλημα, απλώς ήθελα να φεύγω. Να καβαλάω τη μηχανή μου και να κοντράρω τον εαυτό μου στην Εθνική. Θυμάμαι ότι έφευγα απόγευμα από Αθήνα και οδηγούσα μέχρι την Θεσσαλονίκη, χωρίς λόγο, και γύριζα χαράματα πίσω, κρυφά, κατάκοπος, εξαντλημένος, για να πέσω στο κρεβάτι μου και να περιμένω την επόμενη μέρα-πρόκληση. Για κάποιο λόγο, ο Χριστούλης δεν ήθελε να σκοτωθώ. Ήθελε να ζήσω. Κάτι θα ξέρει... Σύντροφος μου, τότε και για πολλά χρόνια μία κοπέλα, που μ'αγαπούσε και την αγαπούσα. Ήταν η πρώτη μου, ήμουν ο πρώτος της. Παντού μαζί, σε όλα. Κι όμως. Ούτε σ'εκείνη δεν άνοιξα ΠΟΤΕ την καρδιά μου. Δεν της είπα, καν, σ'αγαπώ. Τι κι άντρας, που είμαι, φοβάμαι, φοβάμαι. Και τα χρόνια πέρασαν, και ήρθε η ώρα να την παντρευτώ. Όμως δε βάστηξα άλλο. Ο γάμος κράτησε λίγο, με δική μου ευθύνη, κι εγώ χάθηκα μέσα στην μελαγχολία, τη φίλη μου, που έγινε κατάθλιψη, νοσοφοβία, πανικός. ʼρχισα ξανά ν'αναζητώ τη χαρά, τον ενθουσιασμό, τη ζωή στην αγκαλιά των γυναικών. Τη μεγάλη μου αγάπη, αλλά και το μεγάλο δέος. Στο μυαλό μου ήταν και είναι Θεές! Και αυτό είναι πρόβλημα, γιατί τις Θεές δεν τις γαμάμε. Συγγνώμη για την έκφραση, αλλά έτσι είναι. Μόνο όταν έρθει η οικειότητα, τις κατεβάζω από το εικονοστάσι, και χαίρομαι τον έρωτα ή τουλάχιστον προσπαθώ. Όμως, στάθηκα τυχερός και γνώρισα ΓΥΝΑΙΚΕΣ με καρδιά, με σπιρτάδα, που μ'αγάπησαν. Το πιο μεγάλο μου ταξίδι, ήταν αυτές. Κι όμως, τις εγκατέλειψα, όταν πίστεψαν, ότι θα μπορούσαν να βασιστούν σ'εμένα, ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί.
Δε ξέρω γιατί η αγάπη δεν είναι αρκετή, για να σώσει μία σχέση. Δε ξέρω τι περισσότερο χρειάζεται. Τι περισσότερο να ζητήσεις, από μία "όμορφη" γυναίκα, που σ'αγαπάει και σε καταλαβαίνει. Που πονάς και πονάει. Που χαίρεσαι και χαίρεται. Που της λες σ'αγαπώ και νιώθει, ότι της δίνεις τον κόσμο όλο. Δε ξέρω για σας, αλλά για μένα, δεν έχει νόημα η ζωή, χωρίς την αγάπη μιας γυναίκας. Χωρίς το χάδι της, το χαμόγελο της, την αγκαλιά της.