Σπάνια βλέπω εφιάλτες, πάρα πολύ σπάνια, ίσως γιατί έχω αρκετούς στην πραγματικότητα; χε.
Ο ουρανός ήταν τσίγκινος είχε αυτό το σκούρο μεταλλικό χρώμα. Σαν ο ουρανός να ήταν από μέταλο. Οδηγούσα κάτω από αυτόν το σκοτεινό ουρανό. Ακολουθούσα ένα πούλμαν. Ήμουνα παράλληλα στο αυτοκίνητο και στο πούλμαν.
Πίσω από το αυτοκίνητο μου ήταν ενα VW σκαθάρι και το οδηγούσε ένας χλεμπονιάρης, εντελώς αντιπαθητικός τύπος.
Κρατούσα απόσταση από το πούλμαν, ως ώφειλα, αλλά ο χλεμπονιάρης είχε κολλήσει τη μούρη του αυτοκινήτου (ήταν άσπρο) πάνω μου. Κάποια στιγμή με ακούμπησε κιόλας!
Βγαίνω και του λέω, λάθος αυτό που έκανες και οι λογικές συνέπειες θα επακολουθήσουν (αυτό σκέφτηκα, αλλιώς το είπα).
Μετά ήταν μια εκδρομή, έγινε μ' αυτό το πούλμαν, είχε τελειώσει. Κάτι έγινε στην εκδρομή, δεν θυμάμαι τι, δεν ήταν καλή εκδρομή.
Μετά γυρίζω σπίτι αλλά δεν ήταν το σπίτι μου. Σαν τα παλιά ισόγεια, τα αθηναϊκά με τους εσωτερικούς κήπους στα πετράλωνα αλλά δεν είχε... κήπο!
Αυτοί που συμμετείχαν στην εκδρομή ήταν μέσα. Ήταν σκοτεινό ήταν όλοι σκοτωμένοι.
Ο οδηγός του πούλμαν τους είχε σκοτώσει, αυτό έκανε.
Μέσα εκεί ήταν κι η μητέρα μου.
Την βλέπω ξαπλωμένη σ'ένα κρεβάτι, το πρόσωπο της στα σκεπάσματα. Το γυρίζω, κρατώντας την αναπνοή μου και τη ψυχραιμία μου και κατατρομαγμένος/πανικόβλητος. Ανοίγει τα μάτια της, ήταν ζωντανή.
Βγαίνουμε από το δωμάτιο σκυμμένοι, της λέω να μη φύγει από δίπλα μου. Το σπίτι είναι σκοτεινό, μεταλλικές αποχρώσεις του καφέ και του γκρι, πάμε προς τη πόρτα, κανείς δεν έρχεται, ξυπνάω.