Χαιρετώ όλα τα μέλη.
Είμαι καινούρια στο forum και γράφτηκα επειδή θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου για μια κατάσταση που με βασανίζει εδώ και αρκετό καιρό, και να μου δώσετε τη γνώμη / συμβουλή σας.
Ζητάω από την αρχή την υπομονή σας γιατί έχω την κακή συνήθεια να γράφω πολλά, θέλοντας να δώσω όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες, έτσι ώστε να μπορέσει ο τρίτος να καταλάβει τι ακριβώς θέλω να πώ.
Αν αντέξετε λοιπόν να διαβάσετε όλο το post, σας παρακαλώ κάντε τον κόπο να μου πείτε τη γνώμη σας, για την οποία σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Εγώ ήμουν 42, εκείνος 44. Χωρισμένοι από πρώτο γάμο με παιδιά και οι δύο. Γνωριστήκαμε, ταιριάξαμε, δέσαμε σαν ζευγάρι, συζήσαμε.
Τον πρώτο χρόνο δεν βρέθηκε τίποτα ικανό να διαταράξει τη γαλήνη και την ευτυχία της σχέσης μας. Αφού την ημέρα που γιορτάζαμε την πρώτη μας επέτειο, το συζητήσαμε αυτό, γιατί είχε κάνει εντύπωση και στους δυό μας.
Λίγες μέρες μετά, εκείνος έπαθε ένα πολύ άσχημο έμφραγμα. Γλίτωσε κυριολεκτικά «από του χάρου τα δόντια», την τελευταία στιγμή κι αυτό συνέβη χάρη στη δική μου γρήγορη και σωστή αντίδραση. Αυτό όμως δεν το εξετάζω, γιατί πιστεύω ότι όποιος και αν βρισκόταν στη θέση μου εκείνη τη στιγμή, έχοντας λίγο παραπάνω ή έστω τις βασικές γνώσεις πρώτων βοηθειών, θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο.
Όταν λοιπόν βγήκε από την εντατική, και πήγε σε δωμάτιο άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Έλεγε σε όλους τους συγγενείς και φίλους οι οποίοι είχαν αρχίσει να του λένε ότι πρέπει επιτέλους να πάρει απόφαση να παντρευτούμε μεταξύ σοβαρού και αστείου- ότι χρωστάει τη ζωή του σε μένα και γι αυτό το λόγο θα μου κάνει ένα μεγάλο δώρο. Θα μου χαρίσει την ελευθερία μου.
Δεν τον πίστεψα, γιατί πάντα έκανε χονδροειδή αστεία.
Πέρασε ο καιρός, βγήκε από το νοσοκομείο, και πήγε να μείνει στο σπίτι της μητέρας του, γιατί εγώ έλειπα πολλές ώρες την ημέρα, είχα και διάφορα ταξίδια λόγω της δουλειάς μου, και στο σπίτι μας δεν θα υπήρχε κανείς να τον φροντίζει μέχρι να αναλάβει πλήρως τις δυνάμεις του.
Πέρασε έτσι κανένα δίμηνο, όπου εγώ κάθε μέρα μετά τη δουλειά, πήγαινα στο σπίτι της μητέρας του (οι συγγενείς του με λάτρευαν και με λατρεύουν ακόμα και φυσικά τους λατρεύω κι εγώ), καθόμασταν παρεούλα μέχρι αργά το βράδυ και μετά έφευγα.
Κάποια στιγμή άρχισε η μητέρα του, βλέποντας ότι πάει καλά πλέον κι έχει αρχίσει να βγαίνει, να κυκλοφορεί, να οδηγεί αυτοκίνητο και μηχανή ξανά να του λέει «άντε να φύγεις πια από εδώ και να γυρίσεις στη γυναίκα σου» (εννοώντας εμένα).
Ήρθε λοιπόν πίσω στο σπίτι μας. Αλλά ήταν εντελώς αλλαγμένος.
Απόμακρος, νευρικός, αφηρημένος, κακόκεφος, αρνητικός σε όλα. Τον έβλεπα να προσπαθεί να δημιουργήσει καυγά από το τίποτα.
Δεν ήθελε να βγαίνουμε, δεν ήθελε να έρχονται παρέες στο σπίτι, δεν ήθελε να συζητάμε, δεν ήθελε να βλέπουμε ούτε τηλεόραση μαζί!!!
Δεν ήθελε ούτε και τους συγγενείς του τους ίδιους. Ούτε να πηγαίνουμε, ούτε να έρχονται. Κάποια στιγμή τόλμησα να πω να καλέσουμε την αδερφή του και το υπόλοιπο σόι να κάνουμε ένα τραπέζι και μας άκουσε όλη η γειτονιά από τις φωνές του.
Ένοιωθα ότι αυτή η αλλαγή στο χαρακτήρα του, οφειλόταν στο έμφραγμα και ίσως- και στα φάρμακα (που ήταν πάρα πολλά) τα οποία του είχαν δώσε μετά. Έτσι έκανα υπομονή, δεν αρπαζόμουν για καυγάδες και του έκανα όλα τα χατίρια για να είναι ήρεμος.
Ήξερα (και ήξερε) επίσης ότι μετά το έμφραγμα δεν θα μπορούσε ποτέ να ξαναγυρίσει στη δουλειά του (ήταν πιλότος) και αυτό τον πείραζε πολύ.
Οι δικοί του είχαν παρατηρήσει όλη αυτή την κατάσταση και την αλλαγή της συμπεριφοράς του απέναντί μου, γιατί πολλές φορές μου μιλούσε πάρα πολύ άσχημα και απότομα, ακόμα και μπροστά τους.
Συζητώντας λοιπόν με την αδερφή του, προσπαθούσαμε να του εξηγήσουμε ότι όλα αυτά τα νεύρα που έχει πιθανώς να οφείλονται στο έμφραγμα και στο σόκ που πέρασε φτάνοντας τόσο κοντά στο θάνατο, έτσι ώστε να τον κάνουμε να πάει να μιλήσει με έναν ψυχολόγο.
ʼρχισε να μας μιλάει για φοβίες που του είχαν δημιουργηθεί. Δεν ήθελε να βγαίνει από το σπίτι, δεν ήθελε να φεύγουμε μακριά από την Αθήνα (στο μεταξύ είχε φτάσει καλοκαίρι και δεν είχαμε πάει πουθενά, ούτε για ένα μπάνιο).
Πήρα την άδειά μου κι εκείνος είχε ακόμα αναρρωτική. Του πρότεινα να πάμε κάπου κοντά για λίγες μέρες. Έστω μέχρι το Σούνιο ή τη Χαλκίδα, για να μείνουμε λίγες μέρες μόνοι μας, να χαλαρώσουμε και να ξαναβρούμε τη σχέση που είχαμε.
Οι φίλοι μας όλοι θα έφευγαν για την Πάρο και εκείνος με προέτρεπε να πάω με τους φίλους μας και να μη μείνω μαζί του.
Δεν πήγα φυσικά . Και το επόμενο πρωί, αφότου έφυγε η παρέα, μου είπε καθαρά και ξάστερα ότι θα ήταν καλύτερα να είχα φύγει μαζί τους γιατί ήθελε να μείνει λίγο μόνος του να σκεφτεί. Έτσι, αποφάσισε να φύγει εκείνος από το σπίτι μας και να ξαναγυρίσει στη μητέρα του.
Λίγες μέρες μετά μου είπε ότι θέλει να χωρίσουμε γιατί νοιώθει πιεσμένος από τη σχέση μας. Ότι είναι τόσο όμορφη που τον έχει κάνει να σκέπτεται να παντρευτούμε, αλλά δεν θέλει να ξαναπαντρευτεί.
Το δέχτηκα και εξαφανίστηκα από τη ζωή του.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, επιδίωξε μια συνάντηση πάλι όπου μου είπε ότι του λείπει η συντροφικότητα που είχαμε. Και να κάνουμε μια προσπάθεια να βλεπόμαστε, να μην τον αφήσω, να κάνω λίγο υπομονή μέχρι να τα ξαναβρεί με τον εαυτό του.
Το δέχτηκα και πάλι γιατί τον αγαπούσα (και τον αγαπώ ακόμα) πάρα πολύ.
Πέρασαν έτσι κάποιοι μήνες πάλι, μεσολάβησαν διάφορα, βλεπόμασταν και κυκλοφορούσαμε σαν ζευγάρι αλλά δεν μέναμε πιά μαζί.
Όταν τον ρώταγα γιατί δεν γυρίζει στο σπίτι μας, μου απαντούσε ότι θα έρθει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Ήρθε η επόμενη επέτειός μας, και τη γιορτάζαμε σε ένα club μαζί με τους φίλους μας. Μου έκανε έκπληξη δίνοντας «παραγγελιά» να παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι «Όλα σε σένα τα βρήκα» του Πλούταρχου, ενώ μου έφερνε μια τεράστια ανθοδέσμη.
Λίγες μέρες μετά, ήταν η γιορτή μου, και μου έστειλε ένα τεράστιο καλάθι με 39 κόκκινα τριαντάφυλλα στη δουλειά.
Κινήσεις στις οποίες δεν με είχε συνηθίσει και μου είχαν κάνει τρομερή εντύπωση.
Μετά ήρθαν τα Χριστούγεννα, ήρθε στο σπίτι, με βοήθησε να στολίσουμε τα λαμπάκια στις βεράντες και μου είπε ότι του αρέσει πολύ «να βλέπει το σπίτι ΜΑΣ στολισμένο» κι ότι του χρόνου θα βάλουμε ακόμα περισσότερα λαμπάκια στα φυτά του κήπου.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας παλιός, ξεχασμένος φίλος του που ζούσε στη Βουλγαρία και ήταν διευθυντής ενός ιατρικού κέντρου εκεί. Τον ξεσήκωσε να πάει να κάνει κι εκεί εξετάσεις, κι έτσι έφυγε την επομένη των Χριστουγέννων.
Εγώ έμεινα πίσω, άνεργη (γιατί στο μεταξύ με είχαν απολύσει από την εταιρεία που εργαζόμουν) και έγκυος (αλλά δεν του είχα πει ακόμη τίποτα), γιατί ήθελε να πάει μόνος του.
Εκεί γνώρισε μια Βουλγάρα, βοηθό του φίλου του κι αντί για 5 μέρες, έμεινε 20.
Κάποια κοινή μας φίλη μου απέδειξε ότι δεν έμενε στο σπίτι του φίλου του αλλά στο σπίτι της Βουλγάρας.
Γύρισε και του είπα ότι ήμουν έγκυος. Πρότεινε να παντρευτούμε και να κρατήσουμε το παιδί, αν και δεν το ήθελε.
Του είπα ότι ξέρω για τη Βουλγάρα και του έδειξα και τις αποδείξεις.
Τα αρνήθηκε όλα.
Δεν κράτησα το παιδί.
Η σχέση μας άλλαξε δραματικά μετά από αυτό. Δεν βλεπόμασταν ούτε μια φορά στις 15 μέρες πιά.
Ένα μήνα μετά ξαναέφυγε για τη Βουλγαρία δήθεν για άλλη δουλειά τώρα.
Δεν με πήρε τηλέφωνο, και όταν προσπάθησα να τον πάρω εγώ έκλεισε το κινητό του.
Μίλησα με την αδελφή του, η οποία μου είπε ότι τον έχει ακούσει να μιλάει στο τηλέφωνο με τη Βουλγάρα, και με άλλη μία εδώ στην Αθήνα. Ότι ντρέπεται για τον αδελφό που έχει, κι ότι δεν μου αξίζει μια τέτοια τύχη.
Να κοιτάξω να τον παρατήσω και να φτιάξω τη ζωή μου.
Έτσι κι έγινε. Δεν τον ξαναπήρα τηλέφωνο, δεν απάντησα 1-2 φορές που με πήρε, και ξεκίνησα μια καινούρια σχέση με έναν άνθρωπο που με λατρεύει.
Λίγους μήνες μετά, συναντηθήκαμε όλοι μαζί, εγώ με τον καινούριο άνθρωπο δίπλα μου, κι εκείνος με την καινούρια του σχέση, σε κάποια κοινωνική εκδήλωση που έπρεπε να πάμε.
Τον είδα πολύ χάλια. Μαραζωμένο, πανικόβλητο, δυστυχισμένο θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω. (Έχω ένα video από την εκδήλωση που με κοιτάζει λοξά ενώ βρίσκομαι στην αγκαλιά του άλλου, έχει ένα βλέμμα πικραμένο και προσπαθεί να σερβίρει μπύρα στο ποτήρι ενώ τα χέρια του τρέμουν και του χύνεται έξω τελικά.)
Το ίδιο βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μιλήσαμε. Αρνήθηκε ξανά την ύπαρξη της Βουλγάρας, παραδέχτηκε την ύπαρξη της καινούριας (αφού την είχα δεί) λέγοντας όμως ότι δεν είναι τίποτα σοβαρό.
Είπε επίσης ότι είχε ξαναβρεί τον εαυτό του, ότι ήθελε να ξαναγυρίσει στο σπίτι μας και να είμαστε «καλύτερα από πρώτα» αλλά πρόλαβαν οι φίλεςκαλοθελήτριες να μας διαλύσουν τη σχέση.
Αυτή η επικοινωνία συνεχίζεται ακόμα.
Αφήνει να εννοηθούν διάφορα τα οποία μου δίνουν ελπίδες επανασύνδεσης.
Μου στέλνει μηνύματα και e-mail που υπόσχονται πολλά. Λέει ότι έχουμε πολλά να πούμε «από κοντά», αλλά αυτή τη συνάντηση συνεχώς την αναβάλουμε. Πότε εγώ και πότε εκείνος.
Φοβάμαι. Τον θέλω και τον αγαπώ ακόμα.
Δεν περνάει μέρα που να μην τον σκεφτώ αμέτρητες φορές. Ακόμα και στις διακοπές που πήγαμε, δεν βγήκε καθόλου από το μυαλό μου.
Έρχονται στιγμές που ενώ κοιμάμαι με τον καινούριο μου σύντροφο, βλέπω στον ύπνο μου τον προηγούμενο.
Δεν θέλω να πληγώσω τον καινούριο μου σύντροφο . Έχω εκτιμήσει αφάνταστα τη συμπεριφορά και τη στάση του, που έζησε από κοντά όλη αυτή τη θύελλα και με βοήθησε να την ξεπεράσω.
Που με σέβεται και με εκτιμά σαν άνθρωπο.
Που στέκεται δίπλα μου και με στηρίζει σε ένα σωρό αναποδιές που μου έχουν τύχει στο μεταξύ.
Που προσπαθεί να με κάνει ευτυχισμένη και τόχει καταφέρει σε μεγάλο βαθμό.
Που νοιώθω ότι έχω αρχίσει να τον αγαπώ .
Τι μου συμβαίνει;
Τι θα κάνατε στη θέση μου;