σημειώσεις στο τετράδιο μου
Στην κόρη μου. Σοφία.
Στην κόρη μου , Έλενα. Σύντομα θα γεννηθείς, και η θάλασσα θα είναι το σπίτι σου. Θα μεγαλώσεις όπως μεγάλωσα, να προ-ωθείς το καλό μέσω της κοινής ψυχιατρικής. Το δυναμικό αυτής της πόλης είναι αμέτρητο. Ελεάνα, ακόμα όμως τα ιδανικά μας δεν είναι καλοδεχούμενα. Η ζωή θα είναι δύσκολη. Αλλά και το κόστος της επανάστασης αυτό είναι καλή μου.
αν δείξουμε υπομονή, η θάλασσα θα έρθει κοντά μας καλή μου.
Γέφυρα. Επιστροφή.
Είμαι πίσω στη θάλασσα, μετά από τόσα χρόνια. Τα μικρά που έσωσα έχουν μεγαλώσει και δεν με σκέφτονται πια. Μετά από όσα τους έκανα ήταν μια ακόμα ευχαρίστηση για να ξεχαστεί.
Τώρα όμως παντού στον κόσμο τα παιδιά εξαφανίζονται στη θάλασσα. Απάγονται. Και έτσι επιστρέφω, με τον φόβο όσων γνωρίζω.
Κάποιος φτιάχνει καινούργια μικρά, συνεχίζοντας την εργασία μου, τα αμαρτήματα μου.
Ακόμα και αν πεθάνω για αυτό, πρέπει να τους σταματήσω.
Μάρκος, το ονόμασαν παράδεισο.
Με δυσκολία έφτασα εδώ κάτω ζωντανός, όμως εδώ είναι και είναι αληθινό.
Αυτό το πράγμα, αυτός πήρε τη φτωχή μου κόρη. Από ότι είδα στον υπόνομο, η πόλη είναι συντρίμμια αλλά με μερικά φώτα από εδώ και από εκεί. Και σχήματα, κινούνται .. τρέμω. Φοβάμαι, μαντεύω. Αλλά ίσως αν βρω έναν γιατρό θα βρω και την Έλενα.
Ανδρέα Γένεσις
Η Νατιάνα επέμενε να περάσουμε μια ολόκληρη εβδομάδα στου Αντώνη και ήδη βρίσκω τον εαυτό μου να αποστρέφεται από τις διακοπές. Όταν το βρίσκει απαραίτητο να με νταντεύει στη δουλειά μου, τα λόγια διαλύονται σε ένα ατελείωτο ζωικό βέλασμα.
Βρήκα την έκστασις, την αγαλλίασις, απελευθερωμένη από νόμους, και Θεό, να ζω ανάμεσα σε αυτούς που η δουλειά τους είναι ο μισθός μας.
Ακόμα, όταν η Νταιάνα μιλάει για να θάψει το παιδί μου, παύω. Έως τώρα, δεν είχα διανοηθεί τον νόμο της κληρο-δότησης. Ίσως μετά τη Νέα χρονιά.