Γιώργος Θέμελης : «Επίλογος»
Έρχονται νύχτες,
που βιάζονται
να γεννήσουν.
Έρχονται μέρες
που θέλουν ν? αλλάξουν,
και να φορέσουν
Αιώνες.
Printable View
Γιώργος Θέμελης : «Επίλογος»
Έρχονται νύχτες,
που βιάζονται
να γεννήσουν.
Έρχονται μέρες
που θέλουν ν? αλλάξουν,
και να φορέσουν
Αιώνες.
ΗΣΥΧΑΣΕ ΠΟΙΗΣΗ (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Πρώτα πρέπει να ζήσουμε. Όσο να βρω
την άλλη μου στέγη, εκείνη του αγέρα,
μες στη σιωπή, που είναι για όλα,
μού χρειάζονται: αυτό το τζάμι που τρίζει,
το λίγο ψωμί, η φωτιά, το πουκάμισο.
Προσπαθώ να το κλείσω αυτό το νερό
που κλονίζει τη στέρνα του σαν ένας χρυσός
σπασμός ήλιου μέσα μου.
Προσπαθώ, αλλ΄αυτό
θυμώνει, αναβρύζει, χτυπά τα τοιχώματα,
βουίζει. Δεν κάνω άλλο τίποτα, φράζω,
πιέζω, λυγάνε να σπάσουν τα δάχτυλα. Είναι
ασύλληπτη η δύναμη αυτού του νερού
που τινάζεται μέσα μου νάβγει στον κόσμο.
Αυτού του νερού. Αυτού που αγαπώ.
Quote:
Originally posted by NADINE
ΗΣΥΧΑΣΕ ΠΟΙΗΣΗ (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Πρώτα πρέπει να ζήσουμε.
Ναι...
Οδυσσέας Ελύτης ("Μικρά έψιλον")
Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας,
που μας πνίγει από παντού,
παρηγοριέμαι ότι κάπου,
σε κάποιο καμαράκι,
κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται
να εξουδετερώσουν τη φθορά.
Οδυσσέας Ελύτης («Πρώτα-πρώτα»)
Κι όμως, από το τι είναι στο τι μπορεί να είναι, περνάς μια γέφυρα που σε πάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο φτιαγμένον από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η Κόλαση. Δεν είναι παρά η αντίληψη για τη διάταξη των υλικών που διαφέρει ―ας την φαντασθεί κανένας επάνω στην αρχιτεκτονική της ηθικής και των αισθημάτων για να καταλάβει―, αλλά που είναι αρκετή ωστόσο για να προσδιορίσει την απροσμέτρητη διαφορά. Εάν η πραγματικότητα, που την διαμορφώνουν με το ήμισυ του δυναμικού των αισθήσεων και των αισθημάτων τους οι άνθρωποι, δεν επιτρέπει για την ώρα και ίσως δεν επιτρέψει ποτέ την άλλη αρχιτεκτονική ή, αλλιώς, την επαναστατική ανασύνθεση, το πνεύμα μένει ελεύθερο και, για την αντίληψή μου, παραμένει το μόνο που μπορεί να την αναλάβει.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω, βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ
(Μελοποιημένο από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου)
Γιατί δεν μπορούμε να φάμε μόνο ένα πατατάκι;
Της Ελισάβετ Στάμου
Τεχνολόγος τροφίμων
Είναι πολύ δύσκολο να φάει κανείς μόνο ένα πατατάκι!! Το γιατί το εξηγεί μια πρόσφατη έρευνα. Η Danielle Piomelli και ο Nicholas DiPatrizio της Ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Irvine, και οι συνεργάτες τους, ύστερα από έρευνα συμπέραναν ότι όλα οφείλονται σε μια χημική ουσία, τα ενδοκανναβινοειδή.
Η ομάδα αυτή σχεδίασε ένα έξυπνο πείραμα. Ποντίκια ακολούθησαν διάφορες δίαιτες, όπως υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα, σε πρωτεΐνες καθώς επίσης και σε λιπαρά από καλαμποκέλαιο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόνο οι λιπαρές τροφές ενεργοποίησαν τον CB1 υποδοχέα, ο οποίος συνδέεται με τις εξαρτίσεις. Σε αυτόν προσδένονται τα κανναβινοειδή όπως το TCH (κύριο συστατικό της κάνναβης) και τα ενδοκανναβινοειδή που σχηματίζονται από τον ίδιο τον οργανισμό. Η γεύση των λιπαρών τροφών όπως τα chips, αρχικά ενεργοποιεί τον εγκέφαλο, ο εγκέφαλος στη συνέχεια στέλνει ένα μήνυμα στο έντερο, όπου οι εντερικοί υποδοχείς κινητοποιούνται και παράγουν τα ενδοκανναβινοειδή, κάνοντας τη «λαχτάρα» μας για τα τρόφιμα αυτά ακόμα πιο ισχυρή!
Η Danielle Piomelli εκτιμά ότι ο μηχανισμός αυτός έχει τις ρίζες του στην εξελικτική ιστορία των θηλαστικών, όταν τα λίπη σπάνιζαν στη φύση, ήταν όμως ζωτικά για την επιβίωση του είδους. Οπότε ο οργανισμός κατά κάποιον τρόπο ενθάρρυνε την κατανάλωση και άλλων ποσοτήτων.
Συμπερασματικά οι ουσίες αυτές επηρεάζουν την αίσθηση της πείνας και του κορεσμού και αυξάνουν την όρεξη μας για περισσότερο λιπαρές τροφές.
Επίσης οι ερευνητές βρήκαν ότι αν μπλοκάρουν τους CB1 υποδοχείς, τα ποντίκια χάνουν το ενδιαφέρον τους για κατανάλωση επιπλέον λίπους και αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας και της άμετρης κατανάλωσης ανθυγιεινού φαγητού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: http://healthland.time.com/2011/07/0...-binge-eating/
πηγη: http://trofimos.blogspot.com/2011/07/blog-post_21.html
Νικος Εγγονοπουλος
"ΤΟ ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ"
η αγαπη
σαν τη ζωη
ειναι ενα ονειρο
μια χουφτα αμμο
οσο σφιχτα-γερα-κι αν την κρατας
σου ξεγλυστρα απο τα δαχτυλα
ξεφευγει και πεφτει
κατα γης
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΑΣΕ (Αρθούρος Ρεμπώ)
Φθινοπώριασε?
Προς τι όμως η ανάγκη για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένη στην ανακάλυψη του θείου φωτός?
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές?
Φθινόπωρο?
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας?
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη?
Κουρέλια που σαπίζουν?
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί?.
Μέθη? Μέθη? Μέθη?
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν?
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση?
Ο εαυτός μου?
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου?
Κοιτάζομαι ξανά?
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα?
Τα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια ?
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς
αισθήματα...
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ?
Τι φριχτή ανάμνηση?;;
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει?
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές?
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά?
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα?
Επινόησα όλες τις γιορτές?
Έζησα όλους τους θριάμβους? Όλα τα δράματα?
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούργια λουλούδια?
Καινούργια άστρα? Καινούργια σώματα? Καινούργιες γλώσσες?
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις?
Και λοιπόν;;;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις
αναμνήσεις μου?
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο?
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε?
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι?.
Ούτε ένα..;
Πουθενά βοήθεια?
Πουθενά..;
--->ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ : ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΑΣΕ
υ π έ ρ ο χ α δραματικός ο Ρεμπώ..
«Η Σατραπεία» (Kωνσταντίνος Π.Καβάφης)
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα,
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ? επιτυχία να σε αρνείται·
να σ? εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ? ενδίδεις),
[...]
και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
ʼλλα ζητεί η ψυχή σου, γι? άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ? ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ? τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στην σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
«Μονοτονία» (Kωνσταντίνος Π.Καβάφης)
Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι―
οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Εγώ, μία εκ των διαρκώς καθυβριζόμενων Δημοσίων Υπαλλήλων, της Σοφίας Λαμπίκη
Το Σύνδρομο του Πάγκαλου
Ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος, μιλώντας το βράδυ της Τετάρτης στην επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, είπε ότι «το ένα εκατομμύριο δημοσίων υπαλλήλων, που ταλαιπωρούν δέκα εκατομμύρια πολίτες με την βεβαιότητα ότι ο δημόσιος τομέας είναι ισόβιος, μας έφτασαν εδώ που μας έφτασαν».(από τον Τύπο)
Είμαι μία εκ των διαρκώς καθυβριζόμενων Δημοσίων Υπαλλήλων. Υπηρετώ την Εκπαίδευση 12 χρόνια. Έχω αξιολογηθεί πολλάκις από τους μαθητές μου, τους συναδέλφους, τους προϊσταμένους μου, τις τοπικές κοινωνίες, όπου δούλεψα, ως τουλάχιστον επαρκής. Δεν είναι δική μου ευθύνη που το Κράτος είναι ανίκανο, ως αμιγώς κομματικός μηχανισμός που είναι, να θέσει αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης και μάλιστα αδικούμαι απ ´ αυτήν τη πρακτική.
Έζησα και δούλεψα 4 χρόνια στα Ψαρά που ο υπουργός αγνοεί κατά που πέφτουν. Έχω δουλέψει πριν το Δημόσιο 16 χρόνια στον Ιδιωτικό τομέα όπου και σε όλες τις εργασίες που έκανα αξιολογήθηκα θετικά. Πληρώνω κανονικά τους φόρους μου 30 χρόνια, δεν χρηματοδοτήθηκα ως ΜΚΟ, δεν έλαβα κρατική επιδότηση κανενός τύπου όταν έρρεε το χρήμα, δεν πήρα δωράκι από υποβρύχιο ούτε αντάλλαξα λίμνη με τη Μονή Βατοπεδίου. Έχω εργαστεί σε ΟΛΕΣ τις δουλειές από που πέρασα ,εκτός ωραρίου και πέραν αμοιβής, όταν υπήρξε ανάγκη (στο Δημόσιο δεν είχα ούτε καν την ηθική επιβράβευση). Δεν έχω κάνει στη θητεία μου στο Δημόσιο ούτε μία ώρα αμειβόμενου ιδιαίτερου μαθήματος σε μαθητή. Μού έχουν γίνει τους τελευταίους 20 μήνες, 5 περικοπές οριζόντιου τύπου στις αμοιβές μου που ως εκπαιδευτικού είναι οι χαμηλότερες στο Δημόσιο και αυτή τη στιγμή είναι > χαμηλότερες του αντίστοιχου συναδέλφου σε ιδιωτικό σχολείο. Λοιδορούμαι συστηματικά από ανθρώπους που δεν έχουν πληρώσει ποτέ φόρο, ζουν πάμπλουτα και λένε ότι ?δεν γουστάρουν να με πληρώνουν πια?. Ο μόνιμος χαρακτηρισμός που μου αποδίδεται είναι ?κοπρίτης?. Με το νέο μισθολόγιο θα φτάσω στα όρια της εξαθλίωσης και με την εργασιακή εφεδρεία δεν μου επιτρέπεται καν να απολυθώ απευθείας, να πάρω την αποζημίωση μου καθώς και ό,τι έχω αποδώσει για το εφάπαξ μου και να φτιάξω μια δουλειά δική μου έξω, στην αγορά.
Σήμερα ο Λοβέρδος συλλήβδην με έβαλε στους αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για τα πάντα σ´ αυτή τη χώρα.. Ο κος υπουργός δεν έχει αξιολογηθεί ποτέ στην Ελλάδα για το έργο το δικό του και των κυβερνήσεων του κόμματός του που διέλυσαν τη χώρα (παρακαλώ να μην μου φέρετε ως επιχείρημα ότι αξιολογείται δια της ανά τετραετίας ψήφου διότι θα καγχάσω)
Κε υπουργέ είμαι σίγουρη ότι εάν τα μέλη των κυβερνήσεων σας έδιναν στον ΑΣΕΠ η πλειονότης ούτε κλητήρες δεν θα διοριζόσασταν. Όμως , 20 μήνες τώρα, σας αξιολογεί η τρόικα, ο δικός σας ΑΣΕΠ, και σας έχει αξιολογήσει ως άχρηστους αλλά σας διατηρεί στην εξουσία ως βολικούς και ταπεινούς υπαλλήλους. Αγαπητέ υπουργέ που πάσχετε από σύνδρομο αδικημένου καλλιτέχνη μελοδραματικής ταινίας, θα σας έπρεπε μία μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση καθώς και αστική αγωγή για αποζημίωση αλλά οι φοβερές συνδικαλιστικές μας ενώσεις δεν διαθέτουν μήτε τμήμα νομικής υποστήριξης, αφού χρόνια τώρα αποτελούν το αριστερό σας χέρι. Σας παραδίδω στη χλεύη των σκεπτόμενων ανθρώπων και των έντιμων εργαζόμενων γνωρίζοντας ότι όλοι οι μικροαστοί νοικοκυραίοι θα επικροτήσουν με ζητωκραυγές τις iσοπεδωτικές επικοινωνιακές τακτικές. Θα σας έλεγα : Ντροπή σας, αλλά η έννοια της ντροπής προϋποθέτει την ύπαρξη Αρχών και Συνείδησης που ως φαίνεται δεν διαθέτετε. Εγώ πάντως δεν θα ξεχάσω τους δραματικούς λίβελους σας-άξιους δευτεροκλασσάτου ηθοποιού- και θα σας αναμένω όταν θα έχει παρέλθει η Εξουσία απ´τα χέρια σας και θα φτάσει η ώρα της αληθινής λαϊκής αξιολόγησής σας.
Σοφία Λαμπίκη
Οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν ό,τι τους έχεις πει. Μπορεί να ξεχάσουν ό,τι έχεις κάνει σε εκείνους, Αλλά δεν ξεχνούν ποτέ το πώς τους έκανες να αισθανθούν.
Είναι απλά ένα όνειρο
"To die? to sleep!
Perchance to dream? Ay, there is the rub"
"Το να πεθάνεις; να κοιμηθείς!
Κατά τύχη να ονειρευτείς; Α, εκεί είναι η δυσκολία"
-Hamlet
"Περίεργο που δεν το είχες υποπτευθεί χρόνια πριν - αιώνες, πριν! - επειδή υπήρξες, χωρίς σύντροφο, διαμέσου όλων των αιωνιοτήτων. Περίεργο, πραγματικά, που δεν είχες υποπτευθεί ότι το σύμπαν σου και ό,τι αυτό περιέχει ήταν μόνο όνειρα, οράματα, φαντασία! Περίεργο, επειδή είναι τόσο ειλικρινή και υστερικά παλαβά - όπως όλα τα όνειρα: ένας Θεός που μπορεί να φτιάξει καλά παιδιά το ίδιο εύκολα με τα κακά, και όμως προτίμησε να φτιάξει από τα κακά? που μπορούσε να φτιάξει κάθε ένα από αυτά ευτυχισμένο, και όμως ποτέ δεν έφτιαξε ούτε ένα ευτυχισμένο? που τα έφτιαξε να δοξάζουν την πικρή ζωή τους, όμως την έκανε μικρή? που έδωσε στους αγγέλους αιώνια ευτυχία χωρίς να την κερδίσουν, όμως ζήτησε από τα άλλα παιδιά του να την κερδίσουν? που έδωσε στους αγγέλους του ζωές χωρίς πόνο, όμως καταράστηκε τα άλλα παιδιά του σε δυστυχίες και αρρώστιες του μυαλού και του σώματος? που μιλά για δικαιοσύνη και ανακάλυψε την κόλαση - μιλά για οίκτο και ανακάλυψε την κόλαση - μιλά Χρυσούς Κανόνες, και συγχώρεση πολλαπλασιασμένη εβδομήντα φορές εφτά, και ανακάλυψε την κόλαση? που μιλά ηθική στους άλλους ανθρώπους και δεν έχει ο ίδιος? που συνοφρυώνεται στα εγκλήματα, όμως τα κάνει ο ίδιος όλα? που έφτιαξε τον άνθρωπο χωρίς πρόσκληση, και μετά προσπαθεί να μετακινήσει την υπευθυνότητα για τις πράξεις του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, αντί να την θέσει έντιμα εκεί που ανήκει, πάνω στον εαυτό του? και τέλος, με θεϊκή αμβλύνοια, καλεί αυτόν τον φτωχό, εκμεταλλευόμενο σκλάβο να τον προσκυνήσει!...
Καταλαβαίνεις, τώρα, ότι αυτά τα πράγματα είναι όλα απίθανα εκτός από ένα όνειρο. Καταλαβαίνεις ότι είναι καθαρές και παιδικές παραφροσύνες, οι γελοίες δημιουργίες μιας φαντασίας που δεν έχει συνείδηση των εκτρωμάτων της - με λίγα λόγια, ότι είναι ένα όνειρο και εσύ ο δημιουργός του. Τα σημάδια ότι πρόκειται για όνειρο είναι όλα παρόντα? έπρεπε να τα είχες αναγνωρίσει νωρίτερα.
Είναι αλήθεια αυτά που σου αποκάλυψα? δεν υπάρχει θεός, ούτε σύμπαν, ούτε ανθρώπινη φυλή, ούτε γήινη ζωή, ούτε παράδεισος, ούτε κόλαση. Όλα είναι ένα όνειρο - ένα αλλόκοτο και ανόητο όνειρο. Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από εσένα. Και εσύ δεν είσαι παρά μία σκέψη - μια περιπλανώμενη σκέψη, μια άχρηστη σκέψη, μια σκέψη χωρίς σπίτι, μια άθλια περιπλάνηση μέσα σε άδειες αιωνιότητες!"
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το τέλος του μυθιστορήματος ο Μυστηριώδης Ξένος που εκδόθηκε μετά το θάνατο του Μ. Τουαίην και αποτελεί μία από τις 2-3 διαφορετικές εκδοχές που βρέθηκαν ανάμεσα στα χειρόγραφα του. Επειδή δεν θέλω να αδικηθεί από κάποιον πιθανόν βιαστικό αναγνώστη, αλλά και επειδή αποτελεί μέρος μόνο όλης της ιστορίας, οφείλω να διευκρινίσω ότι ο Μ. Τουαίην δεν ήταν άθεος. Ήταν φανατικός άθρησκος και πολέμιος του Χριστιανισμού όπως έχει επικρατήσει σαν θρησκεία σήμερα. Σαν άνθρωπος που τον χαρακτήριζε το χιούμορ είχε δηλώσει ότι αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα στη γη θα ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από Χριστιανός!
Νομίζω ότι αυτό που θέλει να πει είναι: Είμαστε ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο? το όνειρο μας. Ονειρέψου άλλα όνειρα, καλύτερα! Σκέψου άλλες σκέψεις καλύτερες!
Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκηπα, για πολύ ώρα.
-Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με! είπε.
-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ? αγοράζουν όλα έτοιμα απ? τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
-Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά?
Την επόμενη μέρα ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.
-Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τ? απόγευμα από τις τρεις θ? αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και θ? ανησυχώ. Θ? ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της?Χρειάζεται κάποια τελετή.
-Τι πάει να πει τελετή; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ? αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν σαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:
-Αχ, είπε η αλεπού? Θα κλάψω.
-Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω?
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Τι κέρδισες λοιπόν;
-Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.
Έπειτα πρόσθεσε.
-Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
-Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ? άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
-Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ? όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ? τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ? εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δύο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.
Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
-Αντίο, είπε?
-Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό:μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
-Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
-Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου?είπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
-Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού.
-Μα εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου?
-Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου? Ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται?
Antoine de Saint Exupéry
Mιά φορά κι ένα καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν
η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, ο Πλούτος, η Αλαζονεία, η Αγάπη?
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπρή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει :
«Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο πλούτος.
«Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου
και δεν υπάρχει χώρος για σένα».
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου»
της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτήν βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου»
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή.
«Αγάπη, έλα προς εδώ. Θα σε πάρω εγώ μαζί μου».
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση:
«Γνώση, ποιός με βοήθησε;»
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη.
«Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
δεν το διάβασα, το ακουσα στην τηλεόραση κι ακομα γελαω.
εχει το "μια μελισσα τον αυγουστο" και λέει κλαποια στιγμη ο αθυριδης "όλοι κουβαλανε έναν σταυρό κι εγώ κουβαλάω έναν χοντρό!!!"
κλαυσιγελως...
Γιῶργος Σεφέρης - Θερινὸ Ἡλιοστάσι
Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
Γ´
Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.
Δ´
Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.
Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.
Ε´
Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.
Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.
Στ´
Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.
Ζ´
Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.
Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.
Η´
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοQ
66;το τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.
Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.
Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.
Θ´
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
Ι´
Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.
Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.
ΙΑ´
Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.
Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.
Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.
ΙΒ´
Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.
Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.
ΙΓ´
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.
Ἀναστάσιμη ὠδίνη.
ΙΔ´
Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.
Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -
φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.
09/03/05 21:48
Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
( Λίγο πριν το τέλος , προς φίλους : Περί έρωτος, αγάπης και ζωής )
" Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια
και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι,
αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γιαυτό που αξίζουν, αλλά γι αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια,
χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν,
θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και
πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο,
αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θα ζωγράφιζα μ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι
κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.
Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ αγκάθια τους
και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...
Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ.
Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου
και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν,
χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά,
αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.
Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους...
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού,
χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά,
το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ,
γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα,
θα σ' αγκάλιαζα και θα σού δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα,
ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει,
αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ
κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά,
ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι,
αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις συγνώμη, συγχώρεσέ με,
σε παρακαλώ, ευχαριστώ κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα. "
ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ (Nίκος - Aλέξης Aσλάνογλου)
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ' το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ' τις γωνιές
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές
μια έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα
το βράδυ στο σταθμό που συντροφεύει η θάλασσα
δυο τρία βράχια κι ο κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από
σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία
η αγωνία που φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της
νύχτας
η αγωνία που φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά
μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου
Ολα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν
ΣΥΜΦΩΝΙΑ αρ. 1 (Τάσος Λειβαδίτης)
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος?
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.
O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις ? έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ? το μίσος σου?
?και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες?
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών?
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ? τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα?
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ? το βάθος των περασμένων.
?Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων?
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου?
Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
να μας προδώσουν?
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ? τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων?
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ)
Χωρίς να είμαστε τίποτ? άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ? απ? τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ? έναν κόσμο φτερών και κραυγών.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ? τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ? τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ? το χάος θα ?ρχόταν η μακαριότητα.
Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ? αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Χωρίς να είμαστε τίποτ? άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ? απ? τα δέντρα.
:thumbup::thumbup::thumbup::thumbup::thumbup::thum bup:Quote:
Originally posted by NADINE
Ανδρέας Εμπειρίκος
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω, βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ
(Μελοποιημένο από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου)
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV)
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν? ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. ʼλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. ʼλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. ʼλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που ? αλίμονο ? τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε ? δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ? αυτό που μας συντηρεί και σ? αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)
ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ? έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ?κοψα και το ?φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ? αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ? ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧ)
ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο ύ μ ε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ? απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό ?ουρανό? και τη θάλασσα ?θάλασσα?. Θ? αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ? αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ?ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μεσ? απ? αυτήν, όταν σκύβουμε, όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ?να στ? άλλο, και τ? αμπέλια που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.
Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη. Τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ?Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ? Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
"Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό"Φερνάντο Πεσσόα
Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό
Δεν είναι αρκετό να ανοίξεις το παράθυρο.
Για να δεις τα δέντρα και τα λουλούδια
Δεν είναι αρκετό να μην είσαι τυφλός.
Είναι επίσης απαραίτητο να μην έχεις φιλοσοφία.
Με την φιλοσοφία δεν υπάρχουν λουλούδια, μόνο ιδέες.
Υπάρχει μόνο ο κάθε ένας από εμάς, σαν μια σπηλιά.
Υπάρχει μόνο ένα κλειστό παράθυρο, και ένας ολόκληρος κόσμος έξω,
Και ένα όνειρο για το τι θα μπορούσαμε να δούμε αν το παράθυρο ήταν ανοιχτό,
Το οποίο δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε όταν το παράθυρο είναι ανοιχτό.
To see the fields and the river
It isn't enough to open the window.
To see the trees and the flowers
It isn't enough not to be blind.
It is also necessary to have no philosophy.
With philosophy there are no trees, just ideas.
There is only each one of us, like a cave.
There is only a shut window, and a whole world outside,
And a dream of what could be seen if the window were opened,
Which is never what is seen when the window is opened.
"Στον Σεργκέι Γιεσένιν" 1926
του Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι
Ετούτος ο πλανήτης
για την ευτυχία
είναι ακόμα μικρή διαμονή.
Τη χαρά ν' αποσπάς
απ' τον θάνατο πρέπει
κάθε μέρα με βία.
Σε τούτη τη ζωή
το να πεθάνεις
είναι εύκολο πολύ,
να ξαναφτιάξεις τη ζωή
είναι πιο δύσκολο
από την κάθε δυσκολία.
ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΗ (Τάσος Λειβαδίτης
από τη συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου" -1990)
Κι μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου:
έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ? ένα αβέβαιο όνειρο.
Κικής Δημουλά
Φωτογραφία 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ο καταδότης.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά έχω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου νά 'ναι έρχεσαι.
Φαίνεται από τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.
ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ "Μια γυναίκα"
Τάσος Λειβαδίτης, Μια γυναίκα
Αφήγηση: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ? όπου θα περνούσαν οι αιώνες ?α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
«Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ» έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
«Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
Και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
Μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου
Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένεια και τα νύχια
Των νεκρών.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ ?τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ' την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.
Σαν Χειμωνιατικη Λιακαδα - Αλκυονη Παπαδακη
"Ηταν καμωμενη σαν απο φυσητο γυαλι. Διαφανη. Ευθραυστη. Ενα γυαλακι χρωματισμενο με παραταιρα χρωματα. Το βαθυ απολυτο μπλε της φυγης, το ελαφρυ ροζ του ψιθυρου και λιγο απο τ'αλλο, το πλανερο, το κιτρινο της χιμαιρας.."
turquoisefeather,καλώς σε βρίσκουμε!
Έψαχνα κάποιο όμορφο ποίημα να σου αφιερώσω,κάτι με τυρκουάζ μέσα ή κάποιο φτερό
μα κανένα δε φάνηκε αντάξιο των προσδοκιών μου...Περιμένουμε κι άλλα σου μοιράσματα με το καλό!
ΑΦΙΕΡΩΣΗ (ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)
Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν
Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν
Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν
Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε
Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε
Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.
"Φέτος δεν θα στολίσω"
του Αντίνοου Αλμπάνη
Μια γιορτή κι ένας χορός. Να γιορτάσω; Να χορέψω; Και τα δυο μαζί; Γιατί; Πότε άλλαξαν όλα κι εμένα δεν με παίζουν; Ποιοι παίζουν και που; Έρχονται στιγμές που νιώθεις πως ο,τι ήξερες, ο,τι σε έμαθαν και όλα όσα σε εκπαίδευσαν, δεν μπορούν να εφαρμοστούν πια πουθενά. Χωρίς να σε ρωτήσουν. Τώρα ακούς μόνο παλαμάκια και χορεύεις. Σε ακαθόριστο ρυθμό. Ακόμη κι αν δεν θες, αν κουράστηκες. Η πόλη αλλάζει, γιορτάζει. Κι εσύ; Δεν γελάς; Δεν χαίρεσαι; Δε χορεύεις; Γιατί; Εξαρτάται... Όλα εξαρτώνται... Ακόμη κι η ευτυχία. Μάθαμε να βασίζουμε τις ζωές μας σε ότι μας ορίζει. Ξεχάσαμε να κοιτάζουμε μέσα. Από φόβο κι από ντροπή.
Μήπως τελικά συνειδητοποιήσουμε πως η ίδια μας η ύπαρξη είναι μια φούσκα. Χωρίς αρχή, χωρίς τέλος και τελικά με στόχους που δεν είναι δικοί μας. Ξεχάσαμε να κοιτάζουμε στα μάτια. Όχι των άλλων, τα δικά μας μάτια. Ξεχάσαμε να ψάχνουμε την αλήθεια. Όχι των άλλων, τη δική μας. Ξεχάσαμε, ξεχνάμε... Και κάπως έτσι όλα γυρίζουν στο μηδέν, στο τίποτα. Και πάνω που μηδενίζει ο μετρητής, αρχίζουμε πάλι τα ίδια λάθη. Με την ίδια μανία. Λες και προγραμματιστήκαμε να ζούμε σε λούπα. Κι ο ρυθμός αλλάζει και μας ξεγελά. Από ταγκό σε τσιφτετέλι κι από ζεϊμπέκικο σε χάουζ κι όλο από την αρχή. Κι εμείς νομίζουμε ότι αλλάζουμε. Ότι προχωράμε. Και το γιορτάζουμε χορεύοντας με λύσσα αδιαφορώντας ποιον πατάμε, αν κλωτσάμε, αν σπρώχνουμε. Αρκεί που χορεύουμε και που το γιορτάζουμε. Κι όταν σταματήσει ο ρυθμός, κοιτάζουμε με μάτια γουρλωμένα, χαμένα, δίχως να ξέρουμε που να πάμε και πως να κουνήσουμε τους ώμους. Και κάποιος φταίει γι αυτό. Πάντα. Κάποιος άλλος. Εμείς ποτέ. Εμείς δεν ξέρουμε, εμάς έτσι μας έμαθαν, έτσι μας είπαν, έτσι μας δίδαξαν. Και περιμένουμε το ρυθμό ξανά. Δεν είμαστε σε θέση να αυτοσχεδιάσουμε, να χορέψουμε κόντρα τέμπο. Γιατί κάποιος θα κοιτάξει και θα γελάσει. Κι εμάς θα μας νοιάζει. Πολύ. Γιατί γίναμε όλοι επαγγελματίες. Γιατί δε χορεύουμε για μας. Μόνο για τους άλλους. Μόνο για επιβεβαίωση κι αποδοχή.
Και οι γιορτές έρχονται και όλα γυαλίζουν. Κι εμείς θαμπωνόμαστε από τα φώτα και δεν βλέπουμε τη δυστυχία που φωτίζουν. Γιατί έτσι. Δεν μας αφορά. Αρκεί που φωτιζόμαστε και μπορούμε να ξεχάσουμε. Για ακόμη μια χρονιά. Να διασκεδάσουμε τους φόβους και τον πόνο. Φέτος δε θα στολίσω. Όχι από μιζέρια. Επειδή θέλω να γιορτάσω πολύ. Επειδή βαρέθηκα η γιορτή να έχει αρχή και τέλος. Επειδή θέλω να γιορτάζω κάθε μέρα, όλο το μήνα, όλους τους μήνες. Χωρίς αφορμή. ʼπλα. Γιατί είναι ωραίο να ζεις. Από μόνο του. Είναι ωραίο στ?αληθεια. Και αξίζει και χορούς και γιορτές. Η ανθρωπιά δεν θέλει καύσιμο. Είμαστε πολλά περισσότερα από αυτά που μας πείσανε. Τώρα είναι η ώρα να το δούμε. Τώρα πρέπει να γίνουμε φάλτσοι, ατσούμπαλοι, άσχημοι, χοντροί, με στραβά δόντια και γυαλιά μυωπίας. Στραβοί αλλά άνθρωποι. Γιατί το νορμάλ σάπισε!
*Ο Αντίνοος Αλμπάνης είναι ηθοποιός παίζει στο Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι Γουίλιαμς στο Θέατρο Δημήτρης Χορν και στην παράσταση I will survive στο Θέατρο Θησείον. Επίσης, πρωταγωνιστεί στην ταινία Το τανγκό των Χριστουγέννων.
ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ
" Ούτε κι αν νιώθω τόσο δικό μου αυτό το φωτεινό, σα γιορτή, μετωπό σου
ούτε κι αν συνηθίσω το κορμί σου, ακόμα μυστηριακό και σιωπηλό, ακόμα κοριτσίστικο,
ούτε την αδιάκοπη πορεία της ζωής σου, που μια γίνεται λόγια, μια σιωπές,
τίποτα πιο αινιγματικό δε θα μπορέσεις να μου δώσεις
πέρ' απ' το να κοιτάζω τον ύπνο σου
τυλιγμένο μες την αγρύπνια των χεριών μου.
Σαν από θαύμα ξαναγίνεσαι παρθένα, από την αθωωτική αγνότητα του ύπνου
αμέριμνη, λαμποκοπώντας σα μια χαρούμενη στιγμή που τη διαλέγει η ίδια η μνήμη,
να μου χαρίσεις τούτο τ' ακρογιάλι της ζωής σου, π' ούτε κι εσύ η ίδια ακόμα δεν το ξέρεις.
Θα ξεχυθώ μες στη γαλήνη σου
να εξερευνήσω αυτήν εδώ την πιο απόμακρη ακτή του εαυτού σου
κι ίσως σε δω, πρώτη φορά,
έτσι όπως θα πρέπει να σε βλέπει ο Θεός,
με γκρεμισμένο το μύθο του Χρόνου, δίχως τον έρωτα, χωρίς εμένα."
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ)
1
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ? όπου θα περνούσαν οι αιώνες- α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ΄το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ? ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2
«Σ? αγαπώ, σ? αγαπώ» έλεγα.
Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
«Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
Και σ? αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
Μα ήταν σα να ?ξυνα με τα νύχια μου
Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένεια και τα νύχια
Των νεκρών.
4
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ- τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ? την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ? την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ? τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.
Μάλιστα.... ούτε ένα βλέφαρο πιο πάνω , στην ίδια σελίδα, να δεις ότι και κάποια άλλη ψυχή πόσταρε το ίδιο και με την Καραμπέτη να αφηγείται αισθαντικά.. ούτε ένα βλέφαρο... καλάαααααααα...
Αντί να δεχτείς το δώρο της ταύτισης,να αφήσεις αναστεναγμό ανακούφισης,που βρήκες αδελφή ψυχή,
εσύ,αμέσως να βρεις να την πεις τη γυναικουλίστικη γκρίνια σου!Πώς μπορείς και μολύνεις τη Γυναίκα,
που τόσο ευαίσθητα μόλις εξύμνησε ο Τάσος;Πού και να μη σου άρεσε το ποίημα τι θα έλεγες δηλαδή!
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ? αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νά'χω πια ολότελα ξεχαστεί απ? όλους. Αλλά, ούτε δα κι? αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι? ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τ'ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι? αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ? αγάπησαν, κι ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πού'κρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ? αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ? αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ? στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι? αυτοί? Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; ʼνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι? άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι? όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μού 'παιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μέσα σ'ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι? αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα?
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θά'θελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε? - ούτ? από μας ούτ? απ? τους άλλους - δεν τόλμησε να να ξεφύγει απ? το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ? αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ? αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - ήμασταν - δειλοί που ?ψαχναν απλά να βρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι? ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι? Απόκληροι της αντίληψης? Κι? όμως ανάμεσα σ? αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε? Μού'πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα? ότι ήμουνα γι? αυτόν μια παρηγοριά. Τό'χε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι? αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι? ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι? οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. ?Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια?, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου?
Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω - αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή - μέσ? απ? τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κοιτάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο? Γυρνώ το βλέμμα και τον κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη? είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος? κι? όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια? Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω, μοναδική κι? αξέχαστή μου αγάπη? Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ? να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ?ριχνες σαν έφτανα? τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου? να ιδώ τα χέρια σου ν? απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν? να ιδώ? να νοιώσω το φίλημά σου? Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν?
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη? Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι? αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πού'ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν? ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν? αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν? αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ? τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι? όταν έρθ? η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα πέρναμε για γκρίνια? Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κοιτώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι? αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ? Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ? αγάπησαν ήρθαν να μ? αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν?Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι? η καλή μου φίλη.
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη
Cosmopolitan σελίδα 5,κοπελιά...και μη μου πεις είναι παλιό πολύ ενώ για μένα ίδια σελίδα.Εστίασε στην ουσία!
ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΧΟΙΝΙ (ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ)
Το κομμένο σχοινί
μπορείς να το ξαναδέσεις
θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
θα ?ναι κομμένο.
Ίσως πάλι ν? ανταμώσουμε
μα εκεί που μ? άφησες
δεν πρόκειται ποτέ
να με ξαναβρείς.