Το ποίημα «Δέησις» του Κωνσταντίνου Καβάφη αναφέρεται στην ανθρώπινη ανάγκη για βοήθεια και σωτηρία σε δύσκολες στιγμές. Στην ουσία, ο ποιητής θέτει το θέμα της αναζήτησης ενός «θεϊκού» παράγοντα ή μιας ανώτερης δύναμης που θα μπορέσει να προσφέρει λύση ή ανακούφιση από την προσωπική δυστυχία, την αβεβαιότητα και τον πόνο.
Ο ποιητής στο ποίημα εκφράζει την επιθυμία για βοήθεια, αλλά την ίδια στιγμή αναγνωρίζει ότι οι πιθανότητες να έρθει η σωτηρία είναι περιορισμένες ή και ανύπαρκτες. Η «δέηση» (η προσευχή, η παράκληση) απευθύνεται σε μια υπερβατική δύναμη που ενδέχεται να μην ανταποκριθεί στην επιθυμία του ανθρώπου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής κατανοεί τη μικρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στην αδιαφορία ή την αδυναμία του κόσμου γύρω του.
Στο ποίημα, η έννοια της δέησης εκφράζει την απογοήτευση και την αίσθηση του αδιεξόδου, που οδηγεί τον άνθρωπο να αναζητήσει έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν «Θεό» ή μια ανώτερη δύναμη, προκειμένου να βρει κάποιου είδους παρηγοριά ή λύση. Ωστόσο, το ποίημα καταλήγει στην αίσθηση ότι η πραγματική λύση δεν έρχεται ποτέ, παρά το γεγονός ότι η ανθρώπινη ανάγκη για βοήθεια παραμένει έντονη.
Η βασική έννοια του ποιήματος είναι ο αγώνας του ανθρώπου με τις αδυναμίες του, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, καθώς και η αναγνώριση του περιορισμένου ελέγχου που έχει πάνω στη ζωή του.
οι πληροφορίες προέρχονται από μια συνομιλία με την τεχνητή νοημοσύνη