-
Η ΙΔΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ένα κομμάτι κόκκινο πανί μες στο σκούρο γαλάζιο.
Λιόδεντρα, στύλοι, νάυλον σακούλες, φιλιά λουομένων,
πρόσωπα, χέρια, σώματα χαλασμένα απ’ το χρόνο·
πικρά, πικρά συντηρημένα ενδιαφέροντα. Τα τζιτζίκια –
φωνές αφημένες στο διάστημα –δεν τις πρόσεξες– ξένες.
Ακούσεις, δεν ακούσεις, δεις, δε δείς –τίποτα, τίποτα– είπε.
Κάτσε, λοιπόν, κατάχαμα εδώ, στο ζεσταμένο χώμα·
λύσε έναν έναν τους κόμπους της πετσέτας· φάε το ψωμί σου
δαγκώνοντας βαθιά, πιο μέσα απ’ το θάνατο· κι ύστερα
τα τσόφλια των αυγών, τόσο άσπρα κι εύθραυστα, καθώς
βραδιάζει
να τρίζουν κάτω απ’ τα πόδια του μεγάλου τυφλού που
οδεύει γαλήνια
προς το βωμό του Κολωνού, οδηγημένος απ’ τη μικρή
χελώνα.
Γιάννης Ρίτσος
-
-
Στην αρχη ηταν το χαος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μοναχός, σ' ενα κόσμο ραγισμένο
μ' εναν κουρελιασμένο Θεό που γύριζε απο πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την υπαρξή του.
Υστερα γίναμε ξαφνικά δύο
φιληθήκαμε
κι αρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
Τασος Λειβαδιτης-Γενεσις
-
Λοιπον εμενα δε μ αρεσε αυτος ο κοσμος, μα κεινος που φαινεται στις μεγαλες λακουβες, με τη βροχη. Ειναι ολα πολυ ασταθη, πολυ λυπημενα και φαινεται καθαρα πως η γη τα τραβαει ολα μεσα της, εκει φαινεται καθαρα η αληθεια, και μπορει να ναι οι ψυχες των πραγματων που καθρεπτιζονται στο νερο. Καθομαι και σημαδευω τους ανθρωπους με τ οπλο μου μες το νερο κι αυτοι φωναζουν "μικρη, μας πιτσιλισες", μα εγω τους εχω ολους σκοτωσει, μες στο νερο, αφου κανενας τους δε μ αγαπουσε, ουτε που μ αφηναν να τους αγαπω με την ησυχια μου. Κα σενα, που ερχεσαι τωρα και μου μιλας κι ομως μ εχεις ξεχασει και με κοιτας σα να ημουνα μια φιγουρα που περπαταει, αποψε σε σκοτωσα μες το νερο. Εσυ μπορει να μην ξερεις, αλλα δεν εχεις ψυχη. Και θα λεω παραμυθια μονη μου στον εαυτο μου και μπορει να θυμαμαι πως μου χαιδευες τα μαλλια οταν εκλαιγα και με παρηγορουσες, μα δε θα φοβαμαι, αφου κι ο ηλιος ακομα λυπαται, μες το νερο, που ολα πεθαινουν τοσο γρηγορα.
Νικη-Ρεβεκκα Παπαγεωργιου
-
Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου έλεγε: θυμάσαι;
Τι να θυμηθώ;
Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα,
πώς να το πω;
Απροετοίμαστος.
Ελυτης
-
-
Πωλ Ελυαρ
… Χαμογελώντας λέω καλημέρα
Κανείς δεν την υποψιάζεται την άγνοια
Κι η άγνοια βασιλεύει
Ναι για τα πάντα είχα ελπίσει
Και για τα πάντα απελπίστηκα
Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο
Δύναμη και αδυναμία
Δεν με γνωρίζει πια κανείς
Τ΄όνομά μου, ο ίσκιος μου, έγιναν λύκοι.
-
I'm as lonely as a ghost as I sit down to write these notes
To you and your intended, spring is the worst time for most
Who've never reached the boundaries
Or heard the notes as they were sung
........
This poor ghost can only howl, although his howls cannot be heard
His cries will go unheeded
No one will ever read his words
And though he cannot weep, he sheds his tears through me
Matt Elliott
Ιουυυ εχει παρει φορα...
-
ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση:
να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Ελυτης
-
ΠΡΟΕΞΟΧΗ
Το βύθισμα του κόρακος στο διάστημα
Συμπαρασύρει τα νερά των ποταμών
Κυλούν οι βράχοι στις φιάλες
Και το κρασί μετουσιώνεται.
Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ' τα μπουκέτα
Παλίρροια των αναμνήσεων σε μια στιγμή
Θέατρον πλήρες κόσμου που αλαλάζει
Η κάθε ανάμνηση στην καταχνιά.
Ανδρέας Εμπειρίκος
-
Ήρθε μόνο η μοναξιά
Ο καθένας περίμενε τον άλλο
αλλά ήρθε μόνο η μοναξιά
και κάποιος δεν έπρεπε
να την μοιράσει σε όλους
για να νιώσουν επιτέλους
την καλοσύνη της μοιρασιάς
και να μην είναι πια μόνοι;
Όταν όμως τον κάρφωσαν
πάνω στον σταυρό της κοινωνίας
ποιος ήρθε να βοηθήσει
την ανάμνηση του Σωκράτη;
-
Φόρεσες πάλι της ψευδαίσθησης τα ρίσκα,
σ’ έχουν θαμπώσει τα σκοτάδια της σκηνής.
Γίνεσαι κλόουν, ξεγυμνώνεσαι στην πίστα,
μόνο γυμνός δεν παραμένεις αφανής.
Και περιμένω να σ’ ακούσω, να δακρύσω,
πως κάποιο μήνυμα θα πεις ν’ αναστηθώ.
Όμως η τέχνη σου, με πάει μόνο πίσω,
αφού σ’ ακούω κι από τι να κρατηθώ;
Εξαρτημένε καλλιτέχνη,
Άλλαξε πια αυτούς τους ήχους.
Γιατί κατάντησες την τέχνη,
άνακρους και γελοίους στίχους.
Χάριζε το γυμνό κορμί σου,
Σε θαυμαστές και κοριτσάκια.
Θέλω ν’ ακούω στην φωνή σου,
Πως να αντέχω... πως να αντέχω τα φαρμάκια.
Λάθος ταξίδι ονειρεύομαι μαζί σου,
Τι κι αν αστράφτεις στα σατέν σου που φοράς.
Θέλω κομμάτια να με κάνεις την ζωή σου,
Θέλω στα λόγια σου να νιώθω να πονάς.
Εξαρτημένε καλλιτέχνη,
Άλλαξε πια αυτούς τους ήχους.
Γιατί κατάντησες την τέχνη,
άνακρους και γελοίους στίχους.
Χάριζε το γυμνό κορμί σου,
Σε θαυμαστές και κοριτσάκια.
Θέλω ν’ ακούω στην φωνή σου,
Πως να αντέχω... πως να αντέχω τα φαρμάκια.
-
Night falls on these filthy streets
At dead ends, where we meet
Oh doctor
What have you got?
He reaches out a steady hand
In his palm is not my brand
"You can't find this anywhere
And I would know
This will take you anywhere
You dare to go"
Black pill staring up at me
I can't ignore
It's no longer up to me
As I crush and snort
Oh doctor
Give me the dose
Oh doctor
Blood from my nose
Flashes of light
Ready to fight
Into the night
Demons are taking control
Burning with lust
Covered in cuts
Sick in the guts
Poison has swallowed me whole
Plunging a knife
Twisting it twice
Taking a life
And wanting to do it again
Under a spell
Violent as well
Tripping to hell
Then three days later it ends
-
Σχήμα τής απουσίας
Ι
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα τού βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.
Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα τού τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά τού βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο -
Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.
-
ΙΧ
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
-Γιάννης Ρίτσος