-
Ένας ψυχίατρος εξετάζει τρεις ασθενείς του.
- Λοιπόν πόσο μας κάνει 1+1 ; ρωτάει ο ψυχίατρος.
- 1001! λέει ο πρώτος.
- Όχι. Άλλη μια προσπάθεια.
– Μήπως μας κάνει μπλε; του απαντάει ο δεύτερος.
– Όχι ούτε αυτό είναι..Φοβάμαι ότι δεν θα θεραπευτείτε ποτέ. Απαντάει ο ψυχίατρος.
Ξαφνικά πετάγεται ο τρίτος και λέει γεμάτος υπερηφάνεια :
– Μας κάνει δύο!
– Μπράβο! Πως το βρήκες; του λέει ο ψυχίατρος.
– Απλά διαίρεσα το 1001 με το μπλε!
-
Το πολυ γέλιο όμως μπορεί και να βλάψει... τους κοιλιακούς σου.
https://www.youtube.com/watch?v=Z4Y4keqTV6w&NR=1
(ελπίζω να μην το έχετε δει..., την πρώτη φορά που το είχα δει, πραγματικά δάκρυζα απ'τα γέλια)
-
όπως κι για την χριστιανοσυνη το πολύ γελιο είναι αμαρτια! καλα για το ισλαμ δεν λεω καν! εκει απαγορευετε ξεκάθαρα !! ουτε λογος για ανέκδοτα! συμφωνα με την σαρια παιζει κι να είναι 10 μαστιγιες -με το βαρυ μαστιγιο όχι το άλλο που εχουν στα "κοκκινα φοτακια"χεχεχε,- στην πλατη1 κι ένα τελευταιο στον ποπουλη διοτι οι ισλαμιστες είναι κι λιγο σαδοο,,,,
-
Γιατί απέλυσα τη γραμματέα μου!
Προσέξτε μην σας συμβεί.....
Πριν από δύο εβδομάδες ήταν τα 45α γενέθλια μου και δεν αισθανόμουν ιδιαίτερα καλά γι αυτό. Κατέβηκα να πάρω το πρωινό μου ξέροντας
ότι η γυναίκα μου θα μου έφτιαχνε το κέφι με τις ευχές της και ίσως και με κάποιο δώρο.
Όχι μόνο δεν μου ευχήθηκε, δεν είπε ούτε "καλημέρα"! "Καλά να πάθεις, που θελες και παντρειές", σκέφτηκα. Παρηγορήθηκα όμως γιατί φανταζόμουνα ότι τα παιδιά θα το θυμόντουσαν. Τα παιδιά όμως κατέβηκαν για πρωινό και δεν είπαν λέξη.
Όταν έφτασα στο γραφείο, ήμουν τελείως πεσμένος και απογοητευμένος.
Καθώς έμπαινα, η γραμματέας μου η Τζάνετ μου είπε, "Καλημέρα κύριε διευθυντά, Ευτυχισμένα Γενέθλια." Αισθάνθηκα καλύτερα, κάποιος τουλάχιστον με θυμήθηκε. Δούλεψα μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή, η Τζάνετ μου χτύπησε την πόρτα και είπε, "Ξέρετε, Έξω έχει υπέροχο καιρό και μια και είναι τα γενέθλια σας, τι θα λέγατε να πηγαίναμε για γεύμα οι δυο μας;"
"Αυτό είναι η καλύτερη ιδέα που άκουσα σήμερα. Πάμε". Πήγαμε για φαγητό. Δεν πήγαμε εκεί που τρώγαμε συνήθως αλλά σε ένα μικρό απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Πήραμε δύο μαρτίνι και απολαύσαμε φοβερά το γεύμα μας. Κατά την επιστροφή μου είπε, "Μια τόσο όμορφη μέρα δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο γραφείο, έτσι;"
"Υποθέτω πως όχι" απάντησα εγώ. "Πάμε στο διαμέρισμά μου", μου είπε εκείνη. Φτάνοντας στο διαμέρισμα μου είπε, "Κύριε διευθυντά, αν δεν σας πειράζει, θα πάω στο υπνοδωμάτιο να βάλω κάτι πιο άνετο."
"Βεβαίως", απάντησα ενθουσιασμένος.
Πήγε στο δωμάτιο και, μετά από κανένα πεντάλεπτο, βγήκε κρατώντας μια τούρτα γενεθλίων, ακολουθούμενη από τη γυναίκα μου, τα παιδιά, και ντουζίνες ολόκληρες από οικογενειακούς φίλους. Όλοι τραγουδούσαν το τραγουδάκι των γενεθλίων... και εγώ καθόμουν εκεί, στον καναπέ... θεόγυμνος.
-
Γιατί οι πόντιοι κάνουν γενέθλια μόνο στους γιούς και όχι στις κόρες;
Επειδή το τραγούδι λέει happy birthday του γιού.
-
Συζήτηση μεταξύ του Τοτού και του μπαμπά του:
- Τοτέ, νομίζω ότι τώρα που έγινες 15, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το σεξ.
- Ναι πατέρα. Για πες μου, τι θες να μάθεις;
-
Κάποτε ένας Γάλλος , ένας Έλληνας και ένας Αλβανός ταξίδευαν με αεροπλάνο . Σε κάποια στιγμή ο Γάλλος λέει στους άλλους τρεις :
- Τώρα περνάμε πάνω από τη Γαλλία .
- Που το ξέρεις ; τον ρωτάν οι άλλοι δυο .
- Έβγαλα έξω το χέρι μου και ακούμπησα τον Πύργο του Αιφελ .
Μετά από λίγη ώρα λέει ο Έλληνας :
- Τώρα περνάμε πάνω από την Ελλάδα .
- Που το ξέρεις ; τον ρωτάνε .
- Έβγαλα έξω το χέρι μου και ακούμπησα τον Παρθενώνα .
Έπειτα από λίγο τους λέει και ο Αλβανός :
- Τώρα πετάμε πάνω από την Αλβανία .
- Πού το ξέρεις ; τον ρωτάνε .
Έβγαλα έξω το χέρι μου και μου έκλεψαν το ρολόι !
-
Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία. Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα...στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"
- "Πιο στοιχειωμένο ρε μαλάκα! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"
-
Ένα κοριτσάκι, παρακολουθώντας για πρώτη φορά ένα γάμο, ψιθυρίζει στην μητέρα του :
- " Γιατί η νύφη φοράει λευκά ; "
- " Γιατί το λευκό είναι το χρώμα της χαράς και σήμερα είναι η πιο χαρούμενη μέρα της ζωής της ! " , απαντάει η μητέρα της , όσο πιο απλά μπορούσε.
Το κοριτσάκι μετά από λίγη σκέψη , λέει :
- " Τότε ο γαμπρός γιατί φοράει μαύρα ; "
-
Ήταν μια φορά ένας Γερμανός, ένας Ιταλός κι ένας Έλληνας. Ήθελαν να παντρευτούν γι αυτό πήγαν σε έναν βασιλιά. Ο βασιλιάς τους είπε:
"Θα δώσω μία γυναίκα στον καθένα. Όποιος την κάνει να φωνάξει περισσότερο την πρώτη νύχτα του γάμου, θα του δώσω το μισό βασίλειο."
Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου πάνε όλοι στον βασιλιά. Πρώτος ο Γερμανός λέει:
-Εχθές έδωσα στην γυναίκα μου ένα δαχτυλίδι. Αυτή φώναξε και την άκουσε όλη η πολυκατοικία.
Δεύτερος ο Ιταλός λέει:
-Εχθές χάρισα στη γυναίκα μου ένα εξοχικό. Αυτή φώναξε και την άκουσε όλο το τετράγωνο.
Τελευταίος ο Έλληνας λέει:
-Τι λέτε ρε ηλίθιοι; Εγώ έπλυνα τη μηχανή μου, άλλαξα τα λάδια της και μετά σκούπισα τα χέρια μου στις λευκές κουρτίνες. Η γυναίκα μου ακόμα φωνάζει.
-
Ο λοχίας στους στρατιώτες :
- Σε λίγο θα έρθει ο λοχαγός . Προσοχή στραβάδια ! Αν σας ρωτήσει : " πόσων χρόνων είστε " θα πείτε 22 , " πόσα χρόνια υπηρετείτε " θα πείτε 2 , " ποιο
φαγητό σας αρέσει , τα φασόλια ή το κρέας " θα πείτε και τα δύο . Έρχεται ο λοχαγός και ρωτά ένα στρατιώτη που ήταν Πόντιος :
- Πόσα χρόνια υπηρετείς παιδί μου ;
- Είκοσι δύο λοχαγέ μου .
- Είκοσι δύο ; Και πόσο χρονών είσαι ;
- Δύο ...
- Δύο ; Μα δεν μου λες με περνάς για τρελό ή για ηλίθιο ;
- Και τα δύο λοχαγέ μου .
-
Ένα κοπάδι νυχτερίδες κοιμάται σε ένα δέντρο κατά τον γνωστό τρόπο δηλαδή ανάποδα.
Ξαφνικά η μία γυρίζει και στέκεται όρθια πάνω στο κλαδί.
Ανήσυχη μια δεύτερη που βλέπει το σκηνικό, σκουντάει τη διπλανή της και με αγωνία της λέει<<Ρε Μήτσο, ξύπνα ρε, ο Θανάσης λιποθύμησε>>!!!
-
Ένα καγκουρό δραπέτευε συνέχεια απ το ειδικά περιφραγμένο δώρο του στο ζωολογικό κήπο. Οι αρμόδιοι, ξέροντας ότι μπορεί να πηδάει πολύ ψηλά, βάζουνε έναν φράχτη 3 μέτρα ψηλό. Το επόμενο πρωί το καγκουρό έκανε τις βόλτες του στον ζωολογικό κήπο, έξω απ τον περιφραγμένο χώρο του. Οι αρμόδιοι σηκώνουν το φράχτη στα 6 μέτρα, αλλά το επόμενο πρωί, πάλι έξω το καγκουρό. Συνεχίζουν την ίδια ιστορία, κάθε μέρα πιο ψηλό φράχτη, κάθε πρωί έξω το καγκουρό. Ο φράκτης τώρα είναι στα 20 μέτρα ύψος. Τελικά, μια καμήλα απ το διπλανή περίφραξη ρωτάει το καγκουρό: - Πόσο ψηλά πιστεύεις ότι θα τον φτάσουνε το φράχτη; - Πιθανόν 50 μέτρα, εκτός αν κάποιος σκεφτεί να κλειδώνει την πόρτα τα βράδια.
-
Σε μια ομάδα βρικολάκων ο αρχηγός ανακοινώνει πως την κόρη του θα την παντρευτεί εκείνος που θα επιστρέψει και θα έχει λερωθεί με αίμα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Φεύγει ο πρώτος και γυρίζει στάζοντας με αίμα από το στόμα του.
-Πο, πω πως λερώθηκες τόσο;
-Βλέπεις εκείνον τον πύργο;
-Ναι, λέει ο αρχηγός.
-Από πίσω είναι ένα χωριό, πήγα και ρούφηξα το αίμα όλων των κατοίκων.
Φεύγει ο δεύτερος και επιστρέφει λερωμένος με αίμα μέχρι την κοιλιά του.
-Καλά, τι έγινε και λερώθηκες τόσο; Ρωτάει ο αρχηγός.
-Βλέπεις εκείνον τον πύργο; Πίσω από τον πύργο είναι ένα χωριό και πίσω από το χωριό υπάρχει μια πόλη. Εγώ ήπια το αίμα όλων των κατοίκων της πόλης.
Φεύγει και ο τρίτος και γυρνάει σε λίγο βουτηγμένος στο αίμα.
Έκπληκτος ο αρχηγός τον ρωτά πως τα κατάφερε και έγινε τόσο χάλια.
-Βλέπεις εκείνον τον πύργό; του λέει ο υποψήφιος γαμπρός. Ε, εγώ δεν τον είδα!!!
-
Πλησίαζαν τα γενέθλιά του Δημητράκη και σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να πει στη μαμά του τι δώρο ήθελε.
- Μαμά, είπε ο μικρός Δημητράκης, θέλω ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Ο μικρός Δημητράκης ήταν ένας μεγάλος φασαρτζής. Και στο σχολείο και στο σπίτι όλο μπελάδες δημιουργούσε. Έτσι λοιπόν η μαμά του τον ρώτησε αν πιστεύει ότι δικαιούται το δώρο.
- Φυσικά! είπε ο μικρός.
Η μαμά του, ήθελε να βάλει τον γιο της να σκεφτεί τη συμπεριφορά του όλο τον χρόνο που είχε περάσει. Έτσι, του είπε να πάει στο δωμάτιό του και να σκεφτεί πως φέρθηκε όλους τους μήνες, από τα προηγούμενα γενέθλιά του. "Και μετά", του είπε, " γράψε ένα γράμμα στον Θεούλη και εξήγησε γιατί σου αξίζει το ποδήλατο!"
Έτσι, ο μικρός Δημητράκης πήγε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει:
- ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟ -
"Αγαπητέ Θεούλη,
Ήμουν πολύ καλό παιδί φέτος και θα θελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Το προτιμώ κόκκινο.
Ο φίλος σου, Δημητράκης"
Ο Δημητράκης όμως, ήξερε ότι αυτά που έγραψε δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν και τόσο καλό παιδί.
Έτσι, έσκισε το πρώτο γράμμα και ξανάρχισε:
- ΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ -
"Αγαπητέ Θεούλη,
Είμαι ο φίλος σου, ο Δημητράκης. Ήμουν καλό παιδί φέτος και θα θελα ένα κόκκινο ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Σε ευχαριστώ,
Ο φίλος σου, Δημητράκης"
Ήξερε όμως ότι ούτε αυτό ήταν αλήθεια. Έτσι, έσκισε κι αυτό το γράμμα και άρχισε ξανά:
- ΓΡΑΜΜΑ ΤΡΙΤΟ -
"Αγαπητέ Θεούλη,
Ήμουν εντάξει τη χρονιά που πέρασε. Θα ήθελα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Δημητράκης"
Ο Δημητράκης ήξερε ότι ούτε αυτό το γράμμα μπορούσε να το στείλει στο Θεό. Έτσι έγραψε το...
- ΤΕΤΑΡΤΟ ΓΡΑΜΜΑ -
"Θεέ,
Ξέρω ότι δεν ήμουν καλό παιδί φέτος. Λυπάμαι πραγματικά. Θα γίνω καλό παιδί όμως αν μου στείλεις ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Σε παρακαλώ...
Ευχαριστώ.
Δημητράκης"
Ο μικρός ήξερε όμως, ότι ακόμη κι αν έλεγε αλήθεια, αυτό το γράμμα δεν θα του έφερνε το ποδήλατο... Τώρα πια ανησύχησε. Πήγε στην κουζίνα και είπε στη μαμά του ότι ήθελε να πάει στην εκκλησία. Η μαμά σκέφτηκε ότι το "κόλπο" της είχε πιάσει, μιας και είδε τον μικρό να είναι σκεφτικός και λυπημένος.
- Πήγαινε, αλλά να γυρίσεις γρήγορα.
Ο Δημητράκης πήγε στην εκκλησία της γειτονιάς. Μπήκε μέσα κι έριξε μια ματιά γύρω του να δει αν ήταν κανένας άλλος εκεί. Προχώρησε προς το ιερό και βρήκε μια εικόνα της Παναγίας. Πολύ προσεκτικά την ξεκρέμασε, την έχωσε κάτω από το παλτό του κι έφυγε από την εκκλησία τρέχοντας.
Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του, χώθηκε στο δωμάτιό του και πήρε μολύβι και χαρτί...
- ΓΡΑΜΜΑ ΠΕΜΠΤΟ -
"Θεέ,
Έχω στα χέρια μου τη μάνα σου. Αν θέλεις να την ξαναδείς, στείλε μου το ποδήλατο...
(υπογραφή) Ξέρεις εσύ ποιος