Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
Περπάτησα
Και το βάδισμα
Μου έφερε
Αναστάτωση μεγάλη
Μπροστά σε κάθε μιρκό
Παράδεισο που φύτρωνε
Κατόπιν μου,
Μια μικρή Κόλαση
Θέριευε
Στο επόμενό μου βήμα.
Σαν
Έξαφνα
μανιτάρια
Ξεπήδησαν
Απο τα ακροδάχτυλά μου...
Το Φως και το
Σκοτάδι
Παλεύοντας το ένα τ\' άλλο
Ν\' αφανίσει
Και χίλιες μικρές φλογίτσες
Κούρνιασαν στο στήθος
Και χίλια μαύρα άλογα
Κάλπασαν στην ανάσα μου
Έψαξα να βρω
Το αντίδοτο
Της ακατάληπτης γέννας μου
Χωρίς έλεγχο να έχω κανένα
Στα γεννοβολήματά μου
Κι ενώ γυρνούσα το κεφάλι
Απο την μία μεριά
Και ευτυχούσα,
Απο την άλλη σαν
Το έγερνα
ΜΕ έπαιρναν τα δάκρυα
Γύρεψα στον ουρανό
Δίπλα σε ένα άστρο
Μια αποδοχή
Ενα ανάμεσα
Εναν Χώρο Ιερό
Δικό μου
Να τρυπώσω μέσα του
να εξοικειώσω όλα
Τούτα τα παράξενα
Σπιθοβολήματα
Αρπαξα τούφες απο Παράδεισο
Απο Κόλαση
Και μέσα στο μεγάλο μου Γουδί
Τις έλιωσα
Και ήπια το ζωμό τους
Νέκταρ θεϊκό
Γεύση
Απο Αρχέγονο Υλικό
Ώσπου
Σιγά σιγά
Σταμάτησαν να με αποπαίρνουν
Τα ίδια μου
Τα βήματα
Γαλήνεψα.