Originally Posted by
ioudinthi
Σήμερα έκλαψα. Ουσιαστικά. Ειλικρινά. Σχόλασα το βράδυ και βγήκα να περπατήσω όπως κάθε και κάθε νύχτα. Τρία τετράγωνα νοτιοανατολικά τυλίχτηκαν στα πόδια μου ξαφνικά κάτι μικρούλικα. Ήταν ξυλιασμένα στο κρύο και έκλαιγαν. Έσκυψα κι έπιασα τα χεράκια τους. Τα έτριψα ανάμεσα στα δικά μου για να τα ζεστάνω. Γουργούριζε η κοιλία τους. Την άκουγα μέσα από τα κλάματα. Προσπάθησα να τα παρασύρω ως το σπίτι μου. Ήταν ανένδοτα. Δεν έφευγαν από το χαμόσπιτο τους. Τους ζήτησα με γλυκιά φωνή να παραμείνουν στο ίδιο σημείο και πως σύντομα θα τους έφερνα γλυκά. Το ένα με χαίδεψε στα μαλλιά και με αγκάλιασε. Κάτι μου έλεγε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Έφυγα βιαστικά κοιτώντας τα κάθε τρεις και λίγο, γυρνώντας πίσω το κεφάλι μου. Ανέβηκα τις σκάλες της πολυκατοικίας μου τρέχοντας. Από την ταραχή το κλειδί γλιστρούσε γύρω από την εσοχή της κλειδαριάς κάνοντας ακανόνιστα ζιγκ ζαγκ. Το πορτοφόλι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι γιατί , ξέρετε, είναι επικίνδυνο σε αυτή τη περιοχή να κυκλοφορώ με πορτοφόλι και κινητό στα χέρια μου.. Το άνοιξα. Είχα μόνο 10 ευρώ. 10 ευρώ μέχρι την Πέμπτη που θα πληρωνόμουν. Άνοιξα τον πρώτο τόμο από τους Άθλιους του Ουγκώ όπου κρύβω μερικά χαρτονομίσματα. Τον ταρακούνησα. Ήταν κι αυτός άδειος. Είχα όμως φαγητά στο σπίτι. Μου είχε ψωνίσει ο Σωτήρης. Πήρα μια βαλίτσα από το πατάρι. Άδειασα σχεδόν όλα τα ντουλάπια. Άφησα μόνο τις μπανάνες, τα αυγά κι ένα σακουλάκι ρύζι. Κατέβηκα με άγχος και βάλθηκα να περιδιαβαίνω τους δρόμους αλαφιασμένη σέρνοντας πίσω την βαλίτσα. Έφτασα στην Ελλήσποντου. Τα μικρά ήταν άφαντα. Έκανα το κύκλο του τετραγώνου. Κοίταξα το σπίτι τους. Ερμητικά κλειστό. Ντρεπόμουν να χτυπήσω. Ένιωσα χάλια. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμισα για λίγο πως θέλει να ξεπηδήσει από το στόμα μου. Παράτησα απογοητευμένη την βαλίτσα στο πεζοδρόμιο κι έκατσα πάνω της. Έσκυψα το πρόσωπο μου τυλίγοντας το μέσα στις παλάμες των χεριών μου και ξέσπασα σε ένα φοβερό κλάμα. Καθ’ όσο έκλαιγα με λυγμούς , αντιλαμβανόμουν τα βήματα των περαστικών. Όσο με πλησίαζαν, τόσο πιο γοργά γινόσαντο. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και άκουσα πίσω μου την φωνούλα του ενός να με αποκαλεί «Κυρία». Έτρεξε κοντά μου. Σηκώθηκα κι άνοιξα την βαλίτσα. Έβγαλα ένα πακέτο μπισκότα. Το άνοιξε κι έβαλε ένα στο στόμα. Χαμογελούσε. Έκρυψε το κουτί κάτω από την μπλούζα του, όταν διαπίστωσε πως το αδέλφι του έτρεχε κατά μέρος μας. Πριν προλάβω να τα σταματήσω, αρπάχτηκαν με μιας. Άρχισαν να χτυπιούνται για το κουτί με τα μπισκότα. Ακαριαία εκείνο ξέφυγε από τα χεράκια του κι έπεσε στην άσφαλτο. Τα μπισκότα σκορπίστηκαν κι ανακατεύτηκαν μέσα στα ξερά, κιτρινισμένα φύλλα των δέντρων, που απλώνονταν κατά μήκος όλης της ασφάλτου. Άρχισαν μετά μανίας να τα καταβροχθίζουν από κάτω. Έπιασα το πιο μεγάλο και προσπάθησα με απλά ελληνικά να του πω να πάει την βαλίτσα μέσα στο σπίτι. Έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Νομίζω ήταν Ρουμάνοι. Τα άφησα να κάθονται οκλαδόν στο δρόμο και να τρώνε τα μπισκότα. Άνοιξα πολύ αργά την καγκελόπορτα της αυλής τους κι άφησα σχεδόν ανεπαίσθητα την βαλίτσα έξω από την πόρτα του σπιτιού. Φεύγοντας, το μικρό έτρεξε και με άρπαξε απ΄το πόδι. «Κυρία» φώναξε με χαμόγελο. Το κοίταξα. Το πρόσωπο του φωτίζονταν από τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια των γύρω σπιτιών. Η ανάσα του στόματος του άχνιζε. Υπολείμματα από τα μασημένα μπισκότα ξεχείλιζαν από τις σχισμές των χειλιών του. Το ξεκόλλησα ψυχρά από το πόδι μου και χάθηκα στην στροφή. Καθώς περπατούσα, παρατηρούσα την σκιά μου να με ακολουθεί. Τα χέρια ζωσμένα στις τσέπες και το κεφάλι σκυφτό. Αυτή ήταν η φιγούρα μου. Αισθανόμουν απερίγραπτο βάρος στην καρδιά. Ακούμπησα την πλάτη μου στο τοίχο ενός σπιτιού κι έπιασα την καρδιά μου. Βαρούσα χαρμάνα νικοτίνης και ακεταλδεύδης. Αυτή ήταν πραγματική χαρμάνα. Τα πόδια μου λύγιζαν. Αυτό πρέπει να ήταν ένα άλλο στάδιο πάλης. Δεν το έχω ξανά νιώσει. Ψαχούλεψα την τσέπη του παλτό κι έβγαλα την ηλεκτρονική μαλακία να ατμίσω. Πόσο μου έλειπε ένα τσιγάρο. Ένα κανονικό τσιγάρο, χωρίς περιστροφές.