-
ʼβελ και Κάιν
Ι
Φυλή του ʼβελ, τρώγε, πίνε και κοιμήσου۰
ο Θεός σ? εσένα γλυκά χαμογελά!
Φυλή του Κάιν, μες στη λάσπη σου κυλήσου
και ψόφα πάνω στην κακομοιριά.
Φυλή του ʼβελ, το θυμίαμά σου ευφραίνει
των Σεραφείμ τη μύτη εκεί ψηλά!
Φυλή του Κάιν, η αγωνία που σε βαραίνει,
θενά τελειώσει εδώ καμιά φορά;
Φυλή του ʼβελ, κοίτα: τα σπαρτά σου εσένα,
τα ζώα σου, πάν? όλα κατ? ευχή.
Φυλή του Κάιν, στ? άντερά σου, λυσσασμένα
η πείνα ουρλιάζει, γέρικο σκυλί.
Φυλή του ʼβελ, ζέσταινε συ την κοιλιά σου
στο τζάκι σου το πατριαρχικό.
Φυλή του Κάιν, σαν τσακάλι στη σπηλιά σου,
τρεμούλιαζε απ? το κρύο το φριχτό!
Φυλή του ʼβελ, ερωτεύου, γεννοβόλα!
Και το πουγκί σου όμοια γεννοβολά.
Φυλή του Κάιν, στην καρδιά σου φλόγα είν? όλα,
μα απ? τους μεγάλους πειρασμούς, μακριά!
Φυλή του ʼβελ, όλο πλήθαινε۰ βοσκίζεις,
σαν πάνω στο σανίδωμα οι κοριοί!
Φυλή του Κάιν, σ? έρημους δρόμους που γυρίζεις,
σέρνε τη φαμελιά σου που θρηνεί.
ΙΙ
Φυλή του ʼβελ, το ψοφίμι το δικό σου,
θενά λιπάνει σαν κοπριά τη γη!
Φυλή του Κάιν, η δουλειά που ?χεις εμπρός σου,
για ?σε δεν έχει ακόμα τελειωθεί.
Φυλή του ʼβελ, να ποια είναι η ντροπή σου:
το σίδερο έχει απ? το κοντάρι νικηθεί!
Φυλή του Κάιν, ως τα ουράνια ας φτάσει η οργή σου
κι ας ρίξει το Θεό κάτω στη γη!
Κάρολος Μπωντλαίρ
-
Το ν' αγαπάς είναι ουσιαστικά η επιθυμία ν' αγαπηθείς.
Jacques Lacan,
Το ξέρω πως καθένας μοναχός
πορεύεται στον έρωτα, μοναχός
στη δόξα και στὸ θάνατο.
Γιάννης Ρίτσος
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
ΙΙ
Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.
Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ' ήρθες εσύ.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
ΙΙΙ
Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.
Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.
Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.
Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.
Πώς μπορεί ν' ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;
Στέκω απ' έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να' ρθώ
κι όλο στέκω
έξω απ' τη θύρα σου.
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας.
Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μάς
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ' αυτή τη φωταψία;
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
VI
Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ? άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ? τα βλέφαρα σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ? αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ? τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
Χ
Αγάπη, Αγάπη,
δε μούχες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.
Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε που είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.
Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».
Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».
Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.
Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.
Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.
Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.
Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
-
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΑ ΒΡΟΧΕΡΗ
Ο έρωτας λοιπόν κατεδαφίζει
το ετοιμόρροπο που συντηρούμε.
Λιγάκι πριν μαζί του σωριαστούμε
με άλλα υλικά μάς ξαναχτίζει.
Ευγένεια και βάθος μας χαρίζει,
σκληρότητα και ύψος που τρομάζει.
Σε άγνωστο τοπίο προβιβάζει
τον κόσμο και ξανά μας τον δωρίζει.
Τα μουδιασμένα μέλη μας αγγίζει,
δεκαδικά και συμμιγή και μόνα,
και παραβαίνοντας κάθε κανόνα
ακέραια τα κάνει και τ' αθροίζει.
Όνειρο η αρρώστια, θα περάσει
με μια ηχώ βλεμμάτων και μια ζάλη.
Η σιωπή σαν μύγα σε μπουκάλι
τη μουσική του κόσμου θα σκεπάσει.
Μετά την ταραχή του και το σάλο
αφήνει, εκεί στην άκρη των δαχτύλων,
σαν χνούδι τη χρυσή σκουριά των ήλων
και θέα σε παράθυρο μεγάλο.
Μια θέα Παραδείσου. τίποτ' άλλο.
Μιχάλης Γκανάς
-
ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού--χίλιες οργιές--
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
Νίκος Καββαδίας, Τραβέρσο
-
Τα σύννεφα γιγάντια φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως. σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.
Κ' είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της--μπλάβο εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο--
κάποια παράξενη θωριά.
Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
πέρα, απ' του πέλαου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια,
μπατσίζουνε την αμμουδιά.
Τις βάρκες, τις ψαρόβαρκες ο φόβος κυβερνήτης
μες στο λιμάνι τις κρατεί.
μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ' ένα χρυσόνειρο δετή.
Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού
και τήνε πάει ο άνεμος και τήνε πάει το κύμα
κ' είναι παιχνίδι του καιρού.
Κ' ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου
και χάνομαι με τον αφρό,
ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,
θάλασσα, δε θαν τη χαρώ.
(από την ενότητα : Ο ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ)
Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Τα Ποιήματα»,
-
Η θάλασσα είναι σα τον έρωτα
μπαίνεις και δε ξέρεις αν θα βγείς.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους-
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνιγήκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται-ένας τη πληρώνει.
Ντινος Χριστιανόπουλος-Η Θάλασσα
-
ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (Γιάννης Ρίτσος)
Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)
ΙΧ
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
-
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ ( Οδυσσέας Ελύτης)
απόσπασμα από το έργο του ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...
Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
-
ΤΟ ΑΝΑΒΡΥΣΜΑ (Ορέστης Αλεξάκης)
(Από τη συλλογή Βυθός -1985)
Είσαι παντού
στο φως
στη μουσική
στη στέρεη γη
στην πάχνη των ονείρων
σ' ό,τι βαθιά στη σιγαλιά ενδημεί
σ' ό,τι διαχέεται στη
βοή τού κόσμου
στις τροχιές των γλάρων
στις άνθινες πλαγιές που περιμένουν
τον φονικό χορό
των ερωτευμένων
στα σκοτεινά κελιά που θησαυρίζουν
στέρνες δακρύων
στους τάφους τούς χορταριασμένους
που 'χασαν όνομα και μνήμη
στον ζητιάνο που ακόμη
μέσα του ψάχνει
το θείο βρέφος
στον προφήτη που κρούει
τον ουρανό και βρέχει
βρώσιμη ελπίδα
στους γέρους που παράμερα σωπαίνουν
για να μπορούν ν' ακούν
τα μέσα λόγια
στα παιδιά
που το σώμα τα βαραίνει
και φεύγουν απ' το σώμα
και πετάνε
Είσαι παντού
στη ρέμβη των πραγμάτων
στου Απριλομάη τη χειμέρια νάρκη
στην έρημο των σιωπηλών βλεμμάτων
στη μάταιη των χεριών
ιχνηλασία
στα σιωπηλά δωμάτια που βραδιάζουν
στους καθρέφτες που πάντα περιμένουν
στων ρολογιών τον αδιατάρακτο ύπνο
στο κρεβάτι με την Μαρμαρωμένη
Είσαι παντού
στον κουρνιαχτό των δρόμων
στον ωκεανό τής αφρισμένης πόλης
στων όχλων την κινούμενη άμμο
στους ήχους των τριάκοντα αργυρίων
στο χωρισμό με το λευκό μαντίλι
στην προσμονή με το χλομό καντήλι
στην αγάπη με το ανοιγμένο τραύμα
στο στεναγμό τής κλειδωμένης πόρτας
στον ερχομό που ανοίγει παραθύρια
στο πουλί που ραμφίζει μια ηλιαχτίδα
στο γιορτινό φιλί σαν εύοσμο άνθος
στο βρέφος που γεννιέται και γνωρίζει
και αποζητά το προορισμένο στήθος
στις ρίζες που σαλπίζουν
τον εγερτήριο ύμνο
βαθιά στο χώμα
στη μουσική των ανθισμένων κήπων
στο ξαφνικό παρών τού δρυοκολάπτη
στο απέραντο μυστήριο των ιβίσκων
στα νερά που ξυπνούν και τραγουδάνε
και κάτασπρα φοράνε
και χορεύουν
....................
Είσαι παντού
ορατή κι αποκρυμμένη
γειτονική κι απόμακρη
μητέρα
και θυγατέρα
πέτρα και νερό
χιόνι και υπόγεια βλάστηση
πανέρι
ρούχο απλωμένο στον αγέρα να στεγνώσει
δέντρο γεμάτο ανθούς και σημασία
Κι ωστόσο να σ' αγγίξω
δεν μπορώ
στα μάτια σου να σκύψω
δεν μου πρέπει
ν' αφουγκραστώ τον χτύπο τής καρδιάς σου
τι μάταιος λόγος
Εσύ
που ανθίζεις μέσα στη σιωπή
με τη σιωπή σου μόνο με πλησιάζεις
Κι εγώ
στη γη των αιχμηρών
κραυγών
το θαύμα τής σιωπής σου προαναγγέλλω
-
ΔΕΙΛΙΝΟ (Τάσος Λειβαδίτης)
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα ?
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ? έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.