όταν εγραψα νοητική φυλακή εννοουσα στην ουσία τον ευνουχισμό της παρόρμισης. Και για να το κάνω πιο κατανοητό θα σου εξηγήσω. Σε μια κατάσταση ήρεμη ο γονέας συμμορφώνει την λάθος συμπεριφορά του παιδιού με διάλογο, με τιμωρία (όχι κακοποίηση) και για να του μάθει το καλό το επιβραβεύει σε κάθε κατάκτηση του, για κάθε καλό που κάνει. Με τον τρόπο αυτό η συμπεριφορά του παιδιού γινεται κοινωνικά αποδεκτή, πραγμα που αφορά το περιβάλλον του παιδιου και το ποσο κατά το ιδιο το παιδί θα ενσωματώνεται σε αυτή, ενώ άμεσα, διδάσκει στο παιδί την συνέπεια, τον νόμο που διεπει τη φυση ακόμα αν το θέλεις που λέγεται δράση και αντίδραση, το διδάσκει να ανεξαρτητοποιήται και το μαθαίνει να αποφασίζει λογικά για τις πράξεις του σε μια σχέση κόστους ηδονής, το οποίο θα το ακολουθεί ως μπουσουλας σε όλη του τη ζωή. Ο μπουσουλας αυτός που αρχικά είναι ένστικτο στο βρέφος θα εξεληχθεί σε χαρακτήρα στο παιδι και στον εφηβο, μέσω της διαπεδαγώγισης και θα τον κάνει να αποφασίσει υποσυνείδητα και για τα όρια του, την προσωπική ηθική κατ εμένα. Ετσι έχω αποκρυπτογραφήσει τον μηχανισμό "ορια" σε σχέση με τα θελω και μπορώ μας. ΟΚ μεχρι εδώ? αν εχεις ενστασεις φυσικά και είναι δεκτές.
Όταν το παιδι μεγαλώνει σε περιβάλλον κακοποιητικό, οι καλές ή οι κακές του συμπεριφορές, που όπως προείπα αρχικά είναι παρορμίσεις, δεν δουλεύονται/χειραγωγούνται με γνώμονα το αντικειμενικά σωστό ή λάθος ώστε να στοχεύουν στο να κάνουν το παιδί έτοιμο να κρίνει πότε θα αποδεχτεί ή θα απορρίψει μια κατάσταση σε σχέση με το κόστος της κατάστασης αυτής και την ΄δυνητική ηδονή. Το κριτήριο της απόφασης είναι σε κάθε περίπτωση κακοποιητικής ανατροφής, η ευχαριστιση του αρωστου παιδαγωγού. Πως μπορεί λοιπόν ένα παιδί που το μονο του κινητρο είναι ο φοβος, να εχει όρια ή να μπορεί να αποφασίζει για το καλό του, από τη τιγμή που κάθε παρορμιση βρεφθκή έχει ευνουχιστεί και αντικατασταθεί από φοβο σε σχεση με την συνεπεια που έχει η προσωπικη του ηδονή, από τα συναισθήματα του φοβιστικού γονέα.
και θα σου πω ένα παράδειγμα πολύ απλο. Εγώ στα 2,5 αρχισα να παίζω στα βουβά. το να παίξω για εμένα ήταν Η παρανομία κι αυτό γιατί μια μέρα ειχε ερθει ένα κοριτσι από την γειτονια και παιζαμε και καναμε φασαρια και ο πατερας μου ηθελε να αραξει να κοιμηθεί και όταν εφυγε το κοριτσι με χτυπησε τοσο πολύ και ακομα θυμαμαι την φωνη του να μου λέει την επομενη φορα που θα σε ακουω να γελας όταν παιζεις θα σε σκοτώσω.
Αν το βαλεις κατω και σκεφτεις αυτο το μια έτσι και μια γιουβέτσι που περιγράφεις θα καταλάβεις τι εννοώ και θα δεις που αρχίζει να χωλαίνει το πραγμα με τα ορια και γιατι σου είναι τοσο δυσκολο να τα βρεις, γιατί πουθενα μεσα στα ορια δεν βρίσκεσαι εσυ ως μοναδικότητα, αλλα παντου είναι η μια ετσι και μια γιουβετσι συμπεριφορά της μανας σου, που από την μια δεν σου δινε λεφτα να βγεις από την άλλη σου τα εχωνε χοντρα για σπουδες, κανενα οριο κ κανενα μετρο ή κανονας λογικος.