Προειδοποιώ, είναι ερωτικού περιεχομενου, αν ενοχλείστε μη προχωρήσετε.
Οποιος το διαβάσει και τελικά έχει πρόβλημα... sorry, δικό σας πρόβλημα :)
Entry no4: Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός...
Ο N. πήρε μια βαθιά ανάσα και την ακολούθησε στην παραλια. Άμμος αμέσως γέμισε τα παπούτσια του, και μέσα του ζήλεψε τα ξυπόλυτα πόδια της που χόρευαν μεθυσμένα ανάμεσα στα λιγοστά βότσαλα. Από κάπου μακρυά άκουσε το ρολόι του χωριού να χτυπάει μεσάνυχτα, αλλα αμέσως ξέχασε τη σημασία της ώρας, συνεπαρμένος από τον αθώο της χορό. Με κάθε της στροφή, τα μαλλιά της ανέμιζαν χρυσά στο φεγγαρόφωτο, που την έλουζε με μια απόκοσμη λάμψη, και το δέρμα της γυάλιζε σαν ο ουρανός να το είχε στολίσει με τα πιο λαμπερά του αστερια. Πατώντας πάνω στα ίχνη που άφησαν τα βήματα της στη παραλια, στάθηκε για μια στιγμή να απολαύσει το αεράκι που δρόσισε την κατά τα αλλα καυτή φθινοπωρινή νύχτα, την τελευταία αυτού του χρόνου όπως έλεγαν μερικοί, και θυμήθηκε με ένα χαμόγελο τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο κάτω από τον οποιο τη γνώρισε.
Ένιωσε το τζιν του να κολλάει πάνω του από την υγρασία, και καθώς το λευκό της φόρεμα ανέμισε απαλά, διαγράφοντας το σώμα της, επιτάχυνε το βήμα του και έφτασε διπλα της, βρέχοντας τα πόδια του στο νερό. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε για λίγο, με ένα αχνό χαμόγελο που του θύμιζε σκανδαλιάρικο σχολιαρόπαιδο. Δεν είπε τίποτα, μοναχα τον κοίταζε στα ματια, και χιλιάδες φθινοπωρινές νύμφες χόρευαν όπως και εκείνη πριν μέσα στο καταπράσινο των ματιών της. Ένιωσε την καρδια του να σφίγγεται, και χαμήλωσε το βλέμμα του, όμως εκείνη έβαλε το χέρι της απαλά στο πηγούνι του και το ανασήκωσε ελαφρά, χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. Και ύστερα το έσυρε αργά στο πλάι του προσώπου του και έμπλεξε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του, καθώς τον τράβηξε προς το μέρος της και τον άφησε να γευτεί την αρμύρα των χειλιών της.
Κράτησε την ανάσα του, και πρόλαβε να την αγκαλιάσει σφιχτά πρώτου το φιλί της μουδιάσει το σώμα του. Κάθε άλλη σκέψη και έγνοια εξαφανίστηκε από το μυαλό του, εκτος από μια μονο, μια που δεν μπορούσε ακριβώς να εντοπίσει, αλλα που έκανε τα γόνατα του να λυγίσουν από την αγωνια. Εκείνη γέλασε γλυκα, και ο N. ευχήθηκε το μισοσκόταδο να κάλυπτε τα φλογισμένα του μαγουλα καθώς ανέπνεε το άρωμα της. Πισωπατώντας αργά, του χαμογέλασε ξανά και γύρισε τρέχοντας προς το ασημένιο μονοπάτι που φώτιζε το φεγγάρι πάνω στη θάλασσα. Έπαιζε με τα κύματα αδιαφορώντας για το ποιος θα μπορούσε να τη δει, και το φόρεμα της εφάρμοζε πλέον επικίνδυνα στις καμπύλες του στήθους της καθώς γελούσε δυνατά, αδιαφορώντας για το ποιος θα μπορούσε να την ακούσει. Εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα ματια του από πάνω της, και το μονο που ήθελε ήταν να τυλίξει τα χερια του γύρω της και να την κρατήσει πάνω του καθώς θα της έκανε ερωτα μέχρι το πρωί, αλλα βρήκε τον εαυτό του ανήμπορο να αντιδράσει. Απέμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος, καθώς το γέλιο της αντηχούσε στους άδειους δρόμους του χωριου, και ντράπηκε που δεν μπορούσε να μοιραστεί την ξεγνοιασιά της.
Συνήρθε στην πραγματικότητα καθώς εκείνη άφηνε τα κύματα πίσω της, πλησιάζοντας τον αργά, με το ίδιο αγνό χαμόγελο να δίνει στο πρόσωπο της αύρα αγγέλου. Τα μουσκεμένα της μαλλιά έσταζαν στο πρόσωπο της, και ο N. βρήκε τον εαυτό του να ακολουθεί μια σταγόνα καθώς γλιστρούσε από το λαιμό της μέχρι την τιράντα από το λευκό της φόρεμα, που πια παρείχε πόλη λίγη κάλυψη. Έμοιαζε με θαλασσινή θεα, με οπτασία ανίερης, ανομολόγητης ομορφιάς καθώς στάθηκε διπλα του, δροσίζοντας τον με το άγγιγμα της, τραβώντας τον πάνω της από τη ζώνη το τζιν του. Έκλεισε τα ματια καθώς ένιωσε τις ορθωμένες ρώγες της στο δέρμα του στήθους του, τα ακροδάχτυλα της να ψηλαφούν το πρόσωπο του, να ακολουθούν το σχήμα των ματιών του και να χαϊδεύουν τα χείλη του. Ήθελε να της μιλήσει, να πει κάτι αλλα δεν ξέρει πως να ξεπεράσει αυτό που τον σταματάει, και όλος ο κόσμος μπερδεύτηκε στη σκεψη του με εικόνες που γνώριζε πως θα ακολουθήσουν. Είχε τόσα να της πει, τόσα να μοιραστεί μαζί της στην ακροθαλασσια, αλλα το μονο που κατάφερε ήταν να ψιθυρίσει “σ’αγαπώ” όταν δεν τον κοίταζε στα ματια. Εκείνη γέλασε, δυνατά και ειλικρινά, και τον βοηθησε να βγάλει το τζιν του καθώς ο N. ξάπλωνε στην παραλια. Το σώμα του ήταν έξαφνα τόσο ευαίσθητο που ένιωθε κάθε κόκκο άμμου στην πλάτη του, και η καρδια του χτυπούσε με τόση ένταση που ήταν σίγουρος ότι εκείνη μπορούσε να την ακούσει. Έγειρε πάνω του με έναν βαθύ αναστεναγμό, και τον κοίταξε για ένα λεπτό ακίνητη. “Μη μου λες ψέμματα. Το καλοκαίρι τελειώνει σήμερα…” του ψιθύρισε χαμογελώντας ξανά, καθώς έβγαλε το φόρεμα της, και ο N. χάραξε με τα ακροδάχτυλα του στο κορμί της το μονοπάτι που αργότερα θα ακολουθούσε η γλώσσα του.
Πoση ώρα έμειναν στην παραλια, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Στο ρολοι του ερωτα, τα φιλια μετράνε τα λεπτά που περναν, και με κάθε ένα ο N. βρισκόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της. Τα μακριά της πόδια ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του καθώς τα χείλη του έβρισκαν κρυμμένα ίχνη στο σώμα της, μυστικά που ευχόταν να του αποκαλύψει με κάθε κοφτό αναστεναγμό, προσπαθώντας να σπάσει την σιωπή της. Ζωγράφιζε το δέρμα της με τα δάχτυλα του, πλέκοντας τα στα δικά της, υφαίνοντας ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει ποτε, ψάχνοντας κρυφές απολαύσεις σε κάθε της κίνηση. Όταν η ένταση ξεχύθηκε από μέσα του και ένιωσε το σώμα του επιτέλους να χαλαρώνει και την ανάσα της να ηρεμεί, ο N. γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε, και για πρώτη φορα ένιωσε το βάρος της ώρας να τον πνιγει. Ο κόσμος γύρω του συρρικνώθηκε στο μικρό λακκάκι του λαιμού της, και τύλιξε τα χερια του γύρω της, νιώθοντας ένα μικρό τρέμουλο να τον διαπερνά, σαν απόηχος της τελευταίας της κραυγής. Θέλει τόσα να της πει, αλλα ξανά το μονο που ξεφεύγει από τα χείλη του είναι ένα “σ’αγαπώ”, απαλό σαν τη βροχή που άρχισε να πέφτει ξαφνικά από τον ουρανό, και βαθύ σαν τη θάλασσα που, ενωμένη με τον ιδρώτα τους, ακόμα έσταζε από τα μαλλιά της.
Και καθώς εκείνη γύρισε προς το μέρος του, ο N. κατάλαβε πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορα που θα τον κοίταζε στα ματια με αυτό το σμαραγδί της βλέμμα που διαπερνούσε την ψυχή του, γυμνώνοντας τον από όλα τα μυστικά που ευχόταν να μην της είχε κρύψει. Και ένιωσε τον αέρα να κρυώνει γύρω του όπως τη φίλησε απαλά, παγώνοντας τον καθώς τύλιξε τα χερια του πιο σφιχτά πάνω της, νιώθοντας ξαφνικά ευάλωτος και γεμάτος φόβο, σαν να είχε διαπράξει την πρώτη του αμαρτία, σπιλώνοντας το αλαβάστρινο του σώματος της. Όταν τα χείλη τους χώρισαν, εκείνη σηκώθηκε και κοίταξε προς τη θάλασσα, και ο N. την είδε για πρώτη φορα για αυτό που πραγματικά είναι: ένα πλάσμα καλοκαιρινού ονείρου, ένα άγαλμα για να γεμίσει την καρδια του με ομορφιά, τα μαλλιά της να γυαλίζουν κάτω από τις πρώτες αχτίδες του ηλιου, τα ματια της να λάμπουν με την αύρα του κόσμου.
Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του καθώς εκείνη γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται, με το παντοτινό, αχνό της χαμόγελο στα χείλη, με τον ήλιο που αντανακλόνταν στο σώμα της να του θυμίζει τη λάμψη στα ματια της, και τις σταγόνες τις βροχής να ακολουθούν τα ίδια μονοπάτια στο χαρτί της γυμνής της πλάτης που τα δάχτυλα του είχαν χαράξει, ανίκανος να κινηθεί, τυλιγμένος στην σιωπή που μονο η πραγματική απώλεια μπορεί να δημιουργήσει. Και καθώς η φιγούρα της έσβησε στον ορίζοντα και τα ματια του στέγνωσαν σαν τη βροχή, ο N. πρόσεξε το πρώτο φύλλο του πλατανου να χορεύει νωχελικά στον υγρό αέρα και να προσγειώνεται πάνω στο λευκό της φόρεμα…