Quote:
Originally posted by monahoiot
Παραθέτω τη συνέντευξη από την ψυχολόγο Καλλιόπη Εμμανουηλίδου που μου φάνηκε εξαιρετικά διαφωτιστική και τονίζω από μόνη μου κάποια σημεία της.
Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας, οι συχνότερες διατροφικές διαταραχές σήμερα, και ποιες ομάδες ατόμων αφορούν;
Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι η συχνότερη διαταραχή πρόσληψης της τροφής είναι η υπερφαγία. Βέβαια επειδή υπάρχει δυσκολία στον ορισμό της, δεν έχουμε και επίσημα επιδημιολογικά ?στατιστικά στοιχεία. Η υπερφαγία δεν αφορά πάντως μόνο τις περιπτώσεις εκείνες όπου ένα άτομο εμφανίζει υπερφαγικές κρίσεις (να τρώει μανιωδώς τεράστιες ποσότητες τροφής). Η υπερφαγία μπορεί να εκδηλώνεται σε μια γενικότερη στάση εμμονής προς το φαγητό, αυτό που λέμε «έχει διαρκώς το νου του στο φαγητό». Συνήθως αυτή η εμμονή οδηγεί σε αυξημένη κατανάλωση τροφής, σε μορφή είτε επεισοδίων, είτε διαρκούς «τσιμπολογήματος». Βέβαια εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι κάτι αποτελεί διαταραχή όταν δημιουργεί πλέον ψυχική δυσφορία και δυστυχία. Η υπερφαγία μάλιστα φαίνεται ότι αφορά όλες τις ηλικίες και τα δύο φύλα! - σε αντίθεση με τη βουλιμία και την ανορεξία που απαντώνται κυρίως στις γυναίκες (κάτι όμως που τελευταία άρχισε να αλλάζει).
Στην ελληνική κοινωνία εξακολουθούν ορισμένα θέματα υγείας, όπως το ιδανικό βάρος και η δίαιτα να έχουν αρνητική χροιά; Πως μπορούμε να αλλάξουμε εδραιωμένες νοοτροπίες και να δομήσουμε μια καλύτερη σχέση με τις τροφές;
Το ιδανικό βάρος και η δίαιτα έχουν σαφώς αρνητική χροιά γιατί συνήθως παρουσιάζονται σαν αποστειρωμένες έννοιες, αποκομμένες από τις συνήθειες της καθημερινής ζωής (κεράσματα, τραπέζια, γιορτές) ή από τις συναισθηματικές δυσκολίες της ζωής (ανεργία, απώλειες, άγχος κ.τ.λ.). Έτσι οι έννοιες αυτές, εκφράζοντας ένα άπιαστο ιδανικό, εντείνουν μια «διπολική» στάση απέναντι στο φαγητό, που ή είναι καλό (μαρούλια) ή είναι κακό (τούρτα). Όσο πιο πολύ στρέφουμε κάποιον προς ένα άπιαστο ιδανικό (εμφάνισης ή διατροφής), τόσο τελικά τον σπρώχνουμε προς την ατασθαλία. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί η απαγόρευση: αν σας πω ότι απαγορεύεται να ξανασκεφτείτε γάτες, θα αρχίσετε να τις σκέφτεστε περισσότερο και, κάθε φορά που σκέφτεστε ή συναντάτε γάτες, να νιώθετε μια κρυφή ικανοποίηση και ταυτόχρονη ενοχή που σπάσατε τον αυστηρό κανόνα.
Η αλλαγή έρχεται κυρίως μέσα από την οικογένεια, προσφέροντας διατροφική αγωγή: γνώσεις δηλαδή για τις τροφές (φυσικές και έτοιμες), γνώσεις για το μάρκετινγκ, γνώσεις για τις σωματικές μας λειτουργίες. Βέβαια, όταν οι νοοτροπίες αυτές έχουν αρχίσει να εδραιώνονται (όσο πιο μεγάλη δηλαδή η ηλικία, τόσο πιο πολλά χρόνια έχει ασκήσει τις διατροφικές του συμπεριφορές κανείς), είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι χρειάζεται χρόνος. Αν κάποιος είναι 40 ετών, άσκησε την ίδια διατροφική συμπεριφορά, έκανε επανάληψη το ίδιο μάθημα για 40 χρόνια (και αυτό αποτυπώνεται στη δομή του εγκεφάλου κιόλας). Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε να ξε-μάθει τις διατροφικές του συνήθειες μέσα σε λίγες μέρες- χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι χρειάζονται άλλα 40 χρόνια γι? αυτό. Χρειάζεται επιμονή, υπομονή και χρόνος, για να εξασκηθεί ο εγκέφαλός μας στο να «σπάσει» τις κακές συνήθειες και να μάθει να τρέφεται πιο σωστά και λιγότερο παρορμητικά.
Για την ορθότερη αντιμετώπιση ενός διατροφικού προβλήματος θα προτείνατε εκτός από την κατάρτιση ενός προγράμματος διατροφής από ειδικό Διατροφολόγο, και την εξέταση του «ασθενούς» από Ψυχολόγο; Η συνδυαστική αυτή αντιμετώπιση θα συνέβαλε σε ένα καλύτερο και μονιμότερο θεραπευτικό αποτέλεσμα;
Είναι κάτι που μου το μεταφέρουν ως ανάγκη πολλοί: και πολύς κόσμος που δυσκολεύεται να σταθεροποιήσει τη διατροφή του, αλλά και πολλοί διαιτολόγοι που με το πέρασμα των χρόνων μου μαρτυρούν ότι νιώθουν ανεπαρκείς και απογοητευμένοι από την αντίσταση ή τις υποτροπές των πελατών τους. Ο διαιτολόγος-διατροφολόγος μπορεί να εξετάσει το τι τρώει και τι πρέπει να αλλάξει στη διατροφή του ένα άτομο αλλά δεν είναι ο κατάλληλος να εξερευνήσει τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν ένα άτομο προς μια διατροφική συμπεριφορά. Εδώ όμως θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής: ο ψυχολόγος δεν έχει ως ρόλο να εξετάσει (καθόλου δε μου αρέσει αυτό το ρήμα!) τον πελάτη, αλλά να τον ακούσει προσεκτικά και να εξερευνήσουν μαζί τα αίτια των δυσκολιών της ζωής που αντανακλώνται στη διατροφή του. Όπως και να εντοπίσει μαζί του το πώς αποκτήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες καθώς και να τον υποστηρίξει συναισθηματικά στην εφαρμογή των διατροφικών αλλαγών.
Η σωστή διατροφή ξεκινά από τα πρώτα στάδια της ζωής του ατόμου. Πώς μπορεί να επιτευχθεί ένα ορθό πρόγραμμα διατροφής, όταν η σύγχρονη καθημερινότητα μιας οικογένειας είναι απαιτητική, διακρίνεται από έλλειψη χρόνου και οι εύκολες διατροφικές λύσεις είναι πάντα και παντού διαθέσιμες;
Η έλλειψη χρόνου είναι πάντα μια βολική δικαιολογία. Στην πραγματικότητα όμως δεν προτιμάμε την πίτσα επειδή είναι γρήγορη και εύκολη λύση, αλλά επειδή είναι πίτσα! Είναι νόστιμη και έχει αυτό που ονομάζουμε στην ψυχολογία υψηλή ενισχυντική αξία. Έχει έναν συνδυασμό συστατικών που διεγείρει άμεσα και απότομα τα μέσα απόλαυσης και ανταμοιβής στον εγκέφαλό μας. Η επίδρασή της βέβαια δε διαρκεί πολύ και φυσικά στο τέλος μας μένουν οι (πολλές) θερμίδες! Ούτε προσφέρεται καμιά ιδιαίτερη εξοικονόμηση χρόνου. Στον ίδιο χρόνο που περιμένουμε να έρθει για παράδειγμά μας η πίτσα που παραγγείλαμε, προλαβαίνουμε να φτιάξουμε ένα σπιτικό σάντουιτς, να βράσουμε αυγά, να ετοιμάσουμε μια φρουτοσαλάτα, ή έστω μια εύκολη σπιτική μηλόπιτα.
Πέρα από την εύκολη απόλαυση, για την ετοιμασία ενός γρήγορου γεύματος χρειάζεται σίγουρα καλή οργάνωση, αποτελεσματική διαχείριση χρόνου και καταμερισμός της εργασίας. Για παράδειγμα, να συνεισφέρουν όλα τα μέλη της οικογένειας στα ψώνια (αν δεν προλαβαίνει να πάει ο ένας στο μανάβικο, να πάει ο άλλος) ή στην προετοιμασία των γευμάτων και όχι συγκέντρωση της διατροφικής ευθύνης μόνο σε έναν γονιό. Πέρα από αυτό, τίθεται και το ζήτημα της αγωγής και των προτεραιοτήτων. Αν χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσο διαπαιδαγώγησης (π.χ. πάρε μια σοκολάτα για να κάτσεις φρόνιμος) τότε το παιδί θα γίνεται απαιτητικό και επιλεκτικό, γιατί έτσι διαπαιδαγωγήσαμε τον εγκέφαλό του. Αν δείχνουμε ανησυχία στις διατροφικές του ιδιοτροπίες (που συνήθως απλώς αναζητά την προσοχή μας), θα μάθει να είναι δύστροπο και υπερβολικά επιλεκτικό.
Πώς η Ψυχολογία μπορεί να βοηθήσει στη συμφιλίωση με το σώμα και την εξωτερική μας εικόνα, άρα και στην καλύτερη σχέση με το φαγητό; Δώστε μας μικρά tips για να αποφύγουμε τα ξεσπάσματα θυμού, λύπης, και άγχους μέσω της διατροφής.
Είναι λίγο παράτολμο και μη ρεαλιστικό το να διατυπώσουμε μερικές γενικές οδηγίες και συμβουλές, γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, με μοναδικές διατροφικές συνήθειες και έτσι μοναδική είναι και η σχέση με το σώμα του. Σε γενικές γραμμές, για να βελτιώσουμε την εικόνα που έχουμε για το σώμα μας, πρέπει να δούμε έναν έναν τους λόγους που μας οδήγησαν σε μια κακή σχέση με αυτό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις επιρροές από τα ΜΜΕ. Θα πρέπει να μάθουμε να αποκωδικοποιούμε τα πρότυπα εξωτερικής εμφάνισης, το πόσο παράλογα και μη ρεαλιστικά είναι, να καταλαβαίνουμε τις τεχνικές μάρκετινγκ (π.χ. ?ας δημιουργήσουμε δυσαρέσκεια με την ατελή επιδερμίδα, ας ενισχύσουμε το πρότυπο του υπερβολικά τέλειου δέρματος, για να πουλήσουμε περισσότερες κρέμες προσώπου?). Να αποδεχτούμε μια και καλή το σκληρό μάθημα της ατελούς ανθρώπινης φύσης: ότι δεν είμαστε και δε θα γίνουμε ποτέ τέλειοι. Να εντοπίσουμε τις πηγές της χαμηλής μας αυτοεκτίμησης (π.χ. σχόλια, απόρριψη, παραμέληση) και να προσπαθήσουμε να αναπληρώσουμε τη χαμένη αποδοχή προς τον εαυτό μας, αντί να κυνηγάμε μάταια την τελειότητα.
Σε ό,τι αφορά τώρα το να αποφεύγουμε τα ξεσπάσματα στο φαγητό σε στιγμές συναισθηματικής έντασης, μπορούμε να θυμόμαστε πάντα ότι το στόμα δεν το έχουμε μόνο για να τρώμε, αλλά και για να μιλάμε. Έτσι, το πρώτο βήμα είναι να μάθουμε να διακρίνουμε τη συναισθηματική από την πραγματική πείνα, το δεύτερο να εξασκηθούμε στο να σταματάμε έγκαιρα πριν φάμε συναισθηματικά (και αυτό θέλει πολλή εξάσκηση και υπομονή!) και το τρίτο να μάθουμε να ικανοποιο
ύμε τις εκάστοτε συναισθηματικές ανάγκες που μας έκαναν να ανοίξουμε ανήσυχοι το ψυγείο. Αν νιώθουμε πλήξη, να απασχοληθούμε. Αν νιώθουμε θυμό, να μιλήσουμε γι? αυτόν. Αν νιώθουμε άγχος, να δούμε την βαθύτερη προέλευσή του και να το αντιμετωπίσουμε.
Τελικά, αν τα «βρούμε» με τον εαυτό μας, θα τα «βρούμε» και με το φαγητό; Ή μήπως είναι καλό, που και που, να κάνουμε μικρές διατροφικές ατασθαλίες;
Αν τα βρούμε με το φαγητό, δε θα νιώθουμε ιδιαίτερες τύψεις για τις «ατασθαλίες» αλλά θα μάθουμε να αφουγκραζόμαστε τις πραγματικές μας ανάγκες έτσι ώστε να απολαμβάνουμε το φαγητό στις ποσότητες και την ποιότητα που πραγματικά μας αξίζει. Αν μάθουμε να τρώμε συνειδητά και όχι μηχανικά, με επίκεντρο την πραγματική πείνα και την γεύση και όχι υποκινούμενοι από μια γενικότερη ανησυχία, τότε θα απολαμβάνουμε πραγματικά το φαγητό. Το ζητούμενο είναι να αποκωδικοποιήσουμε τις «δυνάμεις» που ασκούν πάνω μας μερικές τροφές και να μην νιώθουμε πάθος και απαγόρευση. Αν μάλιστα τρώμε συνειδητά, θα καταλάβουμε ότι κάποιες τροφές τελικά παραείναι γλυκές ή λιπαρές ή αλμυρές και θα απορούμε πώς κάποτε τρώγαμε μεγαλύτερες ποσότητες. Θα τις εντάξουμε δηλαδή στην τροφή μας επειδή πραγματικά μας αρέσουν και θα τις απολαμβάνουμε στις κατάλληλες ποσότητες. Και για κάποιες ίσως αποφασίσουμε ότι δε μας αρέσουν πια.
Πέρα όμως από τη διατροφική επανεκπαίδευση, επειδή στη διατροφή μας αντανακλώνται συνήθως όλες οι άλλες πτυχές της ζωής μας, καλό θα είναι να τις παρατηρήσουμε και να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τις άλλες ανάγκες που μπούκωνε το φαγητό, τα άλλα κενά που προσπαθούσε να καλύψει. Για να το πω μεταφορικά, το στομάχι βρίσκεται πολύ κοντά στην καρδιά και συχνά αυτά τα δύο τα μπερδεύουμε. Είναι όμως σημαντικό να επαναλάβουμε ότι δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι με αδαμάντινη αυτοπεποίθηση και εγκράτεια. Οπότε το ζητούμενο είναι να αποδεχτούμε τον εαυτό μας και να του φερθούμε τρυφερά, όχι να τον βάλουμε κάτω από το μικροσκόπιο και να ?θεραπεύσουμε? τις αδυναμίες του.