Μια φορά όταν τελείωσε αυτή η σχέση που έλεγα πιο πάνω, πήγα να τον δω. Πάντα όταν τελειώνει κάτι το μυαλό επιστρέφει εκεί. (Να τελειώσει μέσα μου εννοώ γιατί για την σχέση μου μπορεί να έχει τελειώσει πιο πριν λολ). Εκείνη τη φορά δεν πήγε μόνο το μυαλό πήγε και το σώμα.
Έχει τυρανιστεί πολύ στο γάμο του. Και βέβαια δεν τελείωσε η χειροδικία. Η μάνα μου, τη δεύτερη φορά που έγινε κάτι τέτοιο. Άντε γειά.
Η άλλη κάθισε (και το θεωρεί προς τιμήν της ο πατέρας μου).
Όμως να βγάλουμε όλα αυτά από το μυαλό μας. Πάντα ο πατέρας μου προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Και σχεδόν πάντα τον έτρεφαν άλλοι. Αυτό δεν μπορώ εγώ να το δεχτώ για τον εαυτό μου. Ποτέ.
Άντεξα σ' εκείνη την επίσκεψη, όσο άντεξα.
Του είπα θα πάω κάπου και τον άφησα να προχωράει μπροστά. Είδα έναν άνθρωπο τσακισμένο. Εκεί τσάκισε και κάτι από την οργή μέσα μου...
Μια άλλη φορά περπατάγαμε και μου λέει: αισθάνομαι μεγάλη ασφάλεια μαζί σου. Εκεί κουφάθηκα. Εγώ θα έπρεπε να το αισθάνομαι αυτό. Η γυναίκα του (δεν νομίζω ότι είναι πλέον μαζί) έχει γίνει από ότι έμαθα υστερικιά. Κι εκεί που δουλεύει την έχουν σε μία γωνιά. Νομίζω ο γάμος αυτός έχει διαλυθεί. Το τελευταίο καρφί ήταν όταν πήγα να του ζητήσω τα χρωστούμενα για την εγκατάλειψη.
Δεν τον άφησα να δικαιολογήσει τίποτα. Έσκισα τη καρδιά μου και τον έλουσα με το αίμα μου.
Μετά έγιναν οι μετασεισμοί και για τους δύο. Νόμιζα ότι μόνο εγώ υπέφερα αλλά ξέρω ότι κι εκείνος πονάει. Να συγχωρέσω; Έχει πια νόημα;
Τώρα είμαι καλά. Αλλά την επόμενη φορά που κάτι θα συμβεί ο εαυτός μου θα αρχίσει πάλι να μου μιλάει για εκκρεμείς υποθέσεις.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι και οι δύο μου γονείς είναι τρομερά ναρκισιστές, ανυποχώρητοι, εγωιστές ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Αλλά δεν μπορείς, ότι και να γίνει να χτυπήσεις μία γυναίκα. Δηλαδή έχεις πρόβλημα.
Μερικές φορές γελάω και λέω κοίτα τους μαλάκες αλλά μετά βλέπω μια τρομερή συνέπεια από τη μάνα μου. Και στεναχωριέμαι, λίγο, που δεν ξαναπαντρεύτηκε. Μερικές φορές έλεγα ότι φταίω κι εγώ ρε γαμώτο. Η ύπαρξη μου.
Είναι πολύ δύσκολο να σπάσει αυτός ο δεσμός προστασίας που έχω με τη μάνα μου.
Βέβαια σε όλους τα έχω πει όλα.
Η αδερφή μου γύρισε σπίτι και είπε στον πατέρα μου, ότι έχω δίκιο σε όλα. (και είπε σε μένα ότι έχει κουφαθεί από το πόσο του μοιάζω στα λόγια αλλά και στην εμφάνιση).
Τι κρίμα ρε γαμώτο να έχω δει περισσότερες φορές τον περιπτερά από τα αδέρφια μου.
Αλλά αυτό που μας ενώνει είναι κάτι που από μένα τουλάχιστον, θέλω να ξεχάσω.
Πως μπορεί να καταλάβει τι είναι να κρύβεσαι, για να μην έχεις την κατακραυγή της κοινωνίας όταν έγινε η επιστροφή στην Ελλάδα. Να μην πρέπει να σπάσεις ποτέ. Να αναλαμβάνεις ευθύνες που δεν σου αναλογούν. Να αναλαμβάνεις ρόλους που δεν σου αρμόζουν. Να μην έχεις την προστασία, την προστασία, με πείραξες θα σε σπάσω στο ξύλο (που λέει ο λόγος). Εγώ έπρεπε να το έχω αυτό.
Να έχεις γίνει για ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου το διαφιλονικούμενο τρόπαιο της επιτυχίας ή της αποτυχίας. Να πρέπει να είσαι σωστός γιατί έτσι θα δικαιώσεις προηγούμενες επιλογές. Να μην μπορείς ποτέ να αφεθείς. Αυτά κανείς δεν θα μου τα ξεπληρώσει.
Ένα άλλο πράγμα που είχε πλάκα. Ο πατέρας μου πρέπει να έχει χάσει τελείως τον έλεγχο. Η γυναίκα του πρέπει να τον κάνει ότι θέλει. Κι έχει χάσει και τον έλεγχο των παιδιών του. (τον είχε ποτέ με ΚΑΝΕΝΑ??).
Μου λέει λοιπόν να προσέχω τις αδερφές μου γιατί βγαίνουν πολύ. Οι αδερφές μου είναι όντως όμορφες, όλοι είμαστε όμορφοι σ' αυτό το σοϊ λολ.
Τι να προσέξω; λολ Πρώτα απ'όλα ποιές αδερφές μου; Και δεύτερον να προσέξω τι; Εϊμαι ο μεγάλος αδερφός; λολ Πότε, ξαφνικά μετά από 30 χρόνια;
Κι άλλοι ρόλοι να μου φορεθούν καπέλο;
Εντάξει είχε πλάκα γιατί η μία είναι ροκού σαν και 'μένα. Αλλά πραγματικά, τον αισθάνθηκα μέσα σ' αυτή την οικογένεια σα ξένο σώμα. Σαν να τον έχουν όλοι στο φτύσιμο.
Όμως οι αδερφούλες μου κάνουν τη ζωή τους μια χαρά. Δεν χρειάστηκε ποτέ να προσέξουν μη σπάσει το βάζο.
Η φτώχεια.
Ο μόνος λόγος που δεν είχαμε φτώχεια είναι ότι η μάνα μου έφτυνε αίμα στη δουλειά.
Ποιά φτώχεια να σεβαστώ.
Μπορείς να σεβαστείς να έχεις τη μισή σου καρδιά κενή; Τότε θα σεβαστώ τη φτώχεια.
Και τι με έκανε να τρέξω;
Απλό. Κάποια στιγμή ένοιωθα να πνίγομαι από αυτό το δήθεν.
Πήγαμε σε ένα μέρος εκεί ήταν κάτι δεύτερα ξαδέρφια μου. Που εννοείται δεν είχα ποτέ ξαναδεί. Ήταν η μία ξαδερφούλα λοιπόν, είχε πολύ πλάκα, έξυπνο παιδί. Μου είπε κάτι, ρε συ μικρό τώρα, δεν είσαι ο μόνος. Και πριν λίγό καιρό είχαμε ένα ξάδερφο μας μεγάλο που δεν τον είχαμε δει ποτέ. Α ωραία. Είναι ενδεμικό λοιπόν.
Κι ένας μόρτης σγουρομάλλης ξάδερφος πιτσιρικάς. Καθόμουνα εκεί με τον πατέρα μου. Κι ο πιτσιρικάς έπαιζε στην αγκαλιά του μπαμπά του. Δεν το άντεξα. Δεν το είχα ποτέ. Έφυγα λοιπόν.
Κάπως λυτρωμένος ίσως, ευχαρίστησα για τη φιλοξενία.