Λυπάμαι πολύ για την απώλεια σας...Κι εμείς αύριο εξάμηνο συμπληρώνουμε...Να δούμε πότε θα το πιστέψουμε κιόλας...
Σε έχασα...Θέλω να βρεθούμε πάλι...έχουμε πολλά να πούμε κι ακόμα περισσότερα να νιώσουμε,Ζεναρνάκι μου τσαχπίνικο!
Printable View
Λυπάμαι πολύ για την απώλεια σας...Κι εμείς αύριο εξάμηνο συμπληρώνουμε...Να δούμε πότε θα το πιστέψουμε κιόλας...
Σε έχασα...Θέλω να βρεθούμε πάλι...έχουμε πολλά να πούμε κι ακόμα περισσότερα να νιώσουμε,Ζεναρνάκι μου τσαχπίνικο!
Πρώτο μου βράδυ στην Πλάκα χωρίς εσένα...
Το φεγγάρι ανέβηκε στη θάλασσα κι ούτε με φώναξες να βγω να το δω...
Ευτυχώς αύριο θα λείπω και δε θα δω την καρέκλα σου ορφανή στο μπαλκόνι.
Κουράστηκα να κλαίω...Κάθε μέρα,λιγότερο,περισσότερο.. .δε θέλω άλλο να λείπεις...
--->Όταν έχω εσένα...
Και μενα μου λειψες χαζουλι.. :) Καλη δυναμη!
Πριν μερικές μέρες παντρευτηκε η πρωτη μου ξαδερφη, κορη της αδερφης του μπαμπα. Ηταν η πρώτη της γενιάς μας και έμελλε ολοι οι άλλοι να βγούμε αγόρια. Τη βάφτισε ο μπαμπάς μου και αγαπιουνταν πολύ, ήταν σα τη κόρη που δεν είχε κατά κάποιο τρόπο... στο γάμο γενικά η απουσία του ήταν έντονη και σε πολλούς, τον σκέφτομαι αρκετά συχνά τις τελευταίες μέρες.
Θα μιλήσω για μία απώλεια, ίσως σημαντική, ίσως και όχι.. Έχω ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου, είμαι πολύ σαστισμένη.
Σήμερα έφυγε η γιαγιά μου, πλήρης ημερών, σε ηλικία 96 ετών. Ποτέ δεν είχαμε καλή σχέση. Πάντα με ξεχώριζε από τα άλλα της εγγόνια και είχε δηλώσει ανοιχτά ότι με αντιπαθούσε. Φέρω το όνομά της, αλλά ελπίζω όχι και τις χάρες της. Δεν ήταν και ο καλύτερος άνθρωπος, αλλά ήταν μία ψυχή, που τώρα πια έφυγε.. Ο Θεός θα την κρίνει, αυτό δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση.
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η αντίδρασή μου στην είδηση του θανάτου της. Πάντα έλεγα πως δεν την αγαπώ και μου πήρε πολλά χρόνια να αποδεχτώ το γεγονός χωρίς φρίκη. Με αδίκησε πολλές φορές στη ζωή μου, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να σβήσει όσα αισθανόμουν από παιδί για κείνη. Ήθελα να πάω να εξομολογηθώ, γιατί δεν είναι δυνατό να μη νιώθεις αγάπη για το αίμα σου, αλλά με πρόλαβε.
Μόλις το έμαθα, ένιωσα το στομάχι μου να κλωτσάει και έναν κόμπο να μου ανεβαίνει στο λαιμό. Ήθελα να κλάψω, αλλά ήμουν με κόσμο και δε μπόρεσα.
Γύρισα σπίτι μου και, προς μεγάλη μου έκπληξη, την ώρα που άναβα το καντήλι μου για κείνη, έκλαιγα. Τη φαντάστηκα να πετάει ψηλά στον ουρανό, να σμίγει με τον άντρα της, που την περιμένει εκεί πάνω είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Είναι αλήθεια άραγε όλα αυτά ή είναι μυθοπλασίες για να παρηγορούμαστε; Παρακάλεσα το Θεό να τη δεχτεί, με συγχώρεση και αγάπη, όπως κάνει με όλα Του τα πλάσματα.
Καλό σου ταξίδι, γιαγιά.. Σε αγαπούσα και ας μην το ήξερα. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, που δεν σου το έδειξα τόσα χρόνια. Θέλω να ξέρεις ότι τώρα δε μιλούν οι τύψεις, αλλά η ξαφνική συνειδητοποίηση των συναισθημάτων μου για σένα. Σε αγαπώ και θα σε θυμάμαι πάντα.
Σήμερα κηδεύεται η γιαγιά μου. Δεν μου επιτρέπεται να πάω, αλλά μπορώ να ακούσω μαζί της κάτι, που ξέρω ότι θα την έκανε να χαμογελάσει, αν το ακούγαμε παρέα.Για σένα, γιαγιά μου. Έστω και τώρα, ας χαρούμε μαζί το άκουσμα της πατρίδας μας:
http://www.youtube.com/watch?v=GOD1_B4JBtI΄
Πάμε, γιαγιά. Πάμε να δεις μαζί μου,για τελευταία φορά τις ομορφιές του τόπου που έζησες κι αγάπησες.
--->ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Στίχοι: Ελένη Ζιώγα
Μουσική:Γιάννος Αιόλου
Πάντα εσύ του πόθου μου είσαι το νησί,
πάντα η χαμένη μου πατρίδα είσαι εσύ,
στην ξενιτιά μου η μονάκριβη ελπίδα,
πάντα ο φάρος στο χαμό μου,
η αμμουδιά στο γυρισμό μου
και στη δίψα το νερό μου είσαι εσύ...
Κι αν ο χρόνος μας λυγίσει
κι ο καιρός μας πολεμήσει
τι μπορεί να μας χωρίσει
τόση αγάπη πως να σβήσει;
Χίλιες θάλασσες θ' ανοίξω
χίλιες μοίρες θα νικήσω
κι όταν θα σε συναντήσω
θα 'ναι μια στιγμή για πάντα, αγκαλιά στο Θεό,
πάντα, σ' ενα τανγκό για δυο
μαζί για πάντα.....
Πάντα εσύ η επομενή μου θα'σαι η γη,
εκεί που δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή,
εκεί που η κάθε μου πληγή θα'ναι κέρδος,
κι όλα θα'χουν γίνει ένα
μες στο φως αναστημένα
και για πάντα ερωτευμένα
όλα εκεί......
Κι αν ο χρόνος μας λυγίσει
κι ο καιρός μας πολεμήσει
τι μπορεί να μας χωρίσει
τόση αγάπη πως να σβήσει;
Χίλιες θάλασσες θ' ανοίξω
χίλιες μοίρες θα νικήσω
κι όταν θα σε συναντήσω
θα 'ναι μια στιγμή για πάντα,
αγκαλιά στο Θεό, πάντα, σ' ενα τανγκο για δυο,
μαζί για πάντα.....
αβα μου γιατι δε σου επιτραπηκε να πας στη κηδεια;;;
συλληπητηρια κιολας κοπελα μου τι να πω,εχεις μεγαλειο ψυχης,εμενα η μια γιαγια μου με εχει αδυναμια και η αλλη ουτε να με φτυσει.
αν πεθαινε η δευτερη το πιστευω αυτο δε θα μου καιγοταν καρφακι.
σε θαυμαζω,να σαι καλα
ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θαʼ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω ναʼ μαι τίποτα.
Πέρα απʼ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σʼ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απʼτο να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απʼ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μʼ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μʼ ένα βήμα απʼ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σʼ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σʼ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γιʼ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γιʼ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απʼ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απʼ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γιʼ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε νʼ ανοίξει μια πόρτα σʼ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σʼ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σʼ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σʼ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απʼ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απʼ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γιʼ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξʼ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για νʼ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω νʼ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θʼαφήσει το σημειωματάριό του, θʼαφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους
δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για νʼαγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μʼ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σʼ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απʼ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )
Αφιερωμένο σε κάθε εαυτό που έχασα μεταξύ της χαράς και της λύπης μου.
Υπέροχο,Λούλου μου... :love:
Ένας γλάρος για σένα,Ντουλάκι μου.Μόλις πέρασε από το μπαλκόνι μας.
Από την κάτω του οπτική,τη γήινη,που λησμόνησες κάμποσους μήνες τώρα...
Ας χαζέψουμε πάλι μαζί το λίκνισμα τους στο πρώτο φθινοπωρινό αεράκι...
--->ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ : ΑΓΙΟΙ
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Μανώλης Πάππος
Σα να μην γεννήθηκαν ποτέ,
σα να 'ταν ένα ψέμα
άνθρωποι που δώσαν την χαρά,
που 'φτασε και σε μένα.
Άγιοι που δεν θα γιορταστούν
γιατί δεν θα τους βρουν
ημέρα που ταιριάζει.
Άμυαλοι που πέσαν στην φωτιά
για να 'χει τ' όνειρο
φωλιά για να κουρνιάζει.
Δεν τους πρέπουν εικονίσματα
κεριά και καντηλέρια
τις χοές μας που και που στη γη
και τη ματιά στ' αστέρια.
Μέσα στης ζωής τον πανικό
ασίκικο χορό
χορεύουν οι ψυχές τους
Αχ! καρδούλα δως μου δύναμη
να βρω κάποια στιγμή
κι εγώ τις αντοχές τους.
Στο είχα στείλει παλιά και σου άρεσε...
Αγαπούσες τον Ρεμπώ καθώς και τον Κιμούλη...
Φθινοπώριασε,Ντουλάκι μου...
'Αλλη μια χρονιά φθινοπώριασε...
"Πρώτο φθινόπωρο χωρίς αγάπη,
πρώτο φθινόπωρο χωρίς χαρά..."
<3
--->ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ : ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΑΣΕ
Ανάγνωση: Γιώργος Κιμούλης
Φθινοπώριασε…
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου
φωτός…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…
Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί…
Μέθη… Μέθη… Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα…
Στα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς
αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις
του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις
πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια…
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα… Καινούριες
γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις
αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι…
Ούτε ένα...;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά...;
Περπάτησα σήμερα τα βήματα σου στην πόλη,που γεννήθηκες και μεγάλωσες...Εγώ το σώμα,εσύ η ψυχή.
Πέρασα κάτω από την Καμάρα,που σου στέρησε τον μπαμπά σου κι άναψα κεριά σ'εκκλησίες,που σίγουρα άναψες κι εσύ.
Είχα μια έντονη στιγμή εκεί στα κεριά.Ακούμπησα μπροστά τους,με χάιδεψε η ζέστη τους και τα έβλεπα να λιώνουν,
να γέρνουν,να στάζουν,να ενώνονται...Χορός και έρωτας μαζί όσο ο ήχος του καψίματος τους βίαζε τη σιγή.
Στο βάθος η εικόνα του Αγίου Νεκταρίου της γιαγιάς και παραδίπλα,σε μια εσοχή μια γυναίκα,που πονούσε πολύ.
Ίσως να έχει αγαπημένο της σε δύσκολη υγεία.Θυμάμαι κι εγώ που είχα πέρισυ προσευχηθεί εκεί για σένα
πόσο ηχηρό ήταν το παρακαλετό μου να γίνεις καλά...Ο πόνος της απώλειας συνήθως είναι βουβός
και παραδομένος στον εαυτό του.Δεν έχει κάτι να ζητήσει.Ούτε καν δύναμη ν'αντέξει.Δεν τον νοιάζει πια...
Μετά ανακάλυψα ένα παλιό εκκλησάκι,που συνήθως προσπερνούσα και μπήκα μέσα.Δε θυμάμαι πού είναι αφιερωμένο.
Εκεί έγραψα το όνομα σου στα περί αναπάυσεως,αλλά με γραφή που μάλλον θα φανεί ερωτική και δε θα μνημονευτεί.
Το Σάββατο,θα τα πούμε από κοντά.Δυσκολεύομαι,μαμά,αλ� �ά προσπαθώ...Ελπίζω μόνο τα δάκρυα μου να μη σε πνίγουν.
Σου αφήνω για φιλί ένα άστρο του Νικηφόρου Βρεττάκου...
"Αν μπορούσες να υπάρχεις
έναν αιώνα μετά, τότε θά βλεπες πώς
το φιλί που σου ακούμπησα πάνω στο μέτωπο
έγινε άστρο..."
--->ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ : Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΝΑΕΙ ΟΤΑΝ ΨΗΛΩΝΕΙ
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε
η απώλεια θα μπορούσε να 'ναι κούνια μας
δεν μπορείς να τα ΄χεις όλα
πρώτη φράση που μαθαίνουμε
Από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε
τα γλυκά και τα παιχνίδια με τ' αδέρφια μας
μάθε πλέον να μοιράζεσαι
έτσι δίνουμε ό,τι παίρνουμε
και τα χρόνια περνάνε
και ό,τι τρώμε κερνάμε
δίνουμε ό,τι αποκτάμε
ώσπου κάτι τελειώνει...
και οι άνθρωποι φεύγουν
και εμείς δεν αντιδράμε
μάθαμε να ξεχνάμε
και να μένουμε μόνοι...
μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...
η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...
Ούτε μόνη είμαι ούτε ξεχνώ...
Η καρδιά ωστόσο...ψηλώνει.
Σήμερα είναι η δεύτερη δυσκολή μερα του χρόνου... η πρώτη έρχεται.
Σήμερα κανμε το μνημόσυνό σου.
Περάσαν ήδη 15 χρόνια και νομιζω ότι μόλις χθες η ψυχουλα σου πέταξε στα ουρανια.
Η ζωες μας έχουν αλλάξει ... η μαμα και ο μπαμπάς παπούδες πια έδω και 2 χρόνια, εγω μαμα.... εσυ ο αγαπημένος θείος που μας προστατεύεις από ψήλα!
Και όμως στο κοιμητήριο ούρε ενα δάκρυ δεν κυλησε, ίσως επιδη την δέηση την εκανε πλέον φίλος καρδιακός και αγαπητός.
Μου λείπεις και ας μην το παραδέχομαι πουθενα.
Ζήλευω αυτούς που έχουν τα αδερφια τους στο πλάι τους και είναι μαζί σε όλα τους τα βηματα, χαρές και λύπες, επιτυχίες και αποτυχίες.
Συχαίνομαι τα αδέρφια που βρίζονται μεταξύ τους και με λενε τυχαιρή που δεν σε έχω....
Είμαι μόνη μου και ας περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που με αγαπάνε.
Σ' αγαπώ πολύ και ευχομαι εκει που είσαι να μην βασανίζεσαι έτσι όπως βασανίστηκες στην επιγεια ζωή σου!