Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Μονγκ-Κάο-Γιεν & Βανγκ-Βέι
Ο ήλιος γέρνει πίσω απ' τα βουνά.
Ξεχύνεται το δειλινό στους κάμπους κάτω όλους,
ο ίσκιος του τυλίγοντας το καθετί στην ψύχρα.
Ω δες! Σαν ασημένια βάρκα το φεγγάρι
τη βαθυγάλαζη διαπλέει λίμνη τ' ουρανού.
Ανάλαφρη του ανέμου νιώθω μια πνοή,
καθώς σηκώνεται στο σκιερό πευκώνα!
Του ρυακιού κελαριστό αντηχεί στη σκοτεινιά τραγούδι.
Τ' άνθη χλομιάζουν στο φως του εσπερινού.
Με ύπνο και γαλήνη τα πνευμόνια της η γη γεμίζει.
Κάθε πόθος τώρα αφήνεται στο όνειρο.
Οι άνθρωποι απ' τον κάματο στο σπίτι τους γυρνάνε
την ευτυχία που ξέχασαν, τη νιότη
στον ύπνο θέλουνε ξανά να διδαχθούν!
Στων δέντρων τα κλαδιά κουρνιάζουν τα πουλιά.
Τον κόσμο παίρνει ο ύπνος!
Ψυχρό τ' απόγειο αναδεύεται στον ίσκιο των πεύκων μου.
Κι εγώ εδώ, τον φίλο ν' απαντέχω,
τον καρτερώ για να του πω το ύστατο «έχε γεια».
Ποθώ, ω φίλε, στο πλευρό σου
την ομορφιά του δειλινού ετούτου να χαρώ.
Πού έχεις χαθεί; Μονάχο τόσον καιρό μ' έχεις αφήσει!
Με το λαούτο μου πλανήθηκα παντού,
σε μονοπάτια πού 'πνιγε το τρυφερό χορτάρι.
Αχ ομορφιά! Ω μεθυσμένε αιώνια κόσμε
απ' αγάπη και ζωή!
Ξεπέζεψε από τ' άλογο και το ποτό του πρόσφερε
του αποχαιρετισμού. Να μάθει ζήτησε για πού
πηγαίνει, κι ακόμη, αν δεν γινότανε αλλιώς.
Εκείνος μίλησε με πέπλο στη φωνή του:
Αχ, φίλε μου εσύ,
στον κόσμο αυτό δεν μου 'λαχε της τύχης ένα χάδι!
Για πού πηγαίνω; Ψηλά στα όρη φεύγω.
Γαλήνη αποζητώ για τη μοναχική καρδιά μου.
Στον τόπο μου πηγαίνω, στην πατρίδα.
Στα ξένα πια δεν θα γυρνώ.
Την ώρα της προσμένει η καρδιά μου σιωπηλή!
Η αγαπημένη γη παντού τριγύρω ανθίζει
την άνοιξη και πρασινίζει πάλι!
Παντού και πάντα μες στο φως ο γαλανός ορίζων!
Παντοτινά... για πάντα...
Ειδικά αυτό το:
Να μάθει ζήτησε για πού
πηγαίνει, κι ακόμη, αν δεν γινότανε αλλιώς.
Ρισπέκτ !!