Xaxa Nadine ? ωραία τα λες ? είναι όντως αρκετά χοντρουλά ? για αυτό και την έπιασα πρώτη για να φεύγει ? χαχα?
Printable View
Xaxa Nadine ? ωραία τα λες ? είναι όντως αρκετά χοντρουλά ? για αυτό και την έπιασα πρώτη για να φεύγει ? χαχα?
Τα δικά μου προβλήματα θα λυνόντουσαν τώρα με μια γυναικοκουβέντα...
Κρίμα να είμαστε μακριά ?
irenevaladia εσύ που μένεις?
Ηράκλειο Κρήτης
Εσύ?
Κρητικοπούλα μου!
Την λατρεύω την Κρήτη!
Εγώ Αθήνα.
Όντως είμαστε πολύ μακριά...
LIDA η μαυριλα εφυγε...τουλαχιστον εδω στη Πετρουπολη που ειμαι εγω.
Μολις πριν 2 λεπτα εμφανιστηκε ενα υπεροχο ουρανιο τοξο....
Σας το αφιερωνω λοιπον και ευχομαι καλο σκ σε ολους!!!
[quote]Originally posted by LIDA
Δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει ποτέ Παπαδάκη (τα έχω διαβάσει όλα)
ΚΑΙ ΓΩ ΤΑ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΟΛΑ ΤΗΣ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ.Η ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΕΙΝΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΚΟΡΥΦΗ.
Ένας πατέρας με οικονομική άνεση,
θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια,
τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό,
σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία.
Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
-Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;
-Ωραία, απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
-Και τι έμαθες; συνέχισε με επιμονή ο πατέρας...
Ο γιος απάντησε:...
-Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
-Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι την μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές.
-Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι.
-Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα.
-Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας· αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό.
-Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι.
-Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ότι τρώνε έχει αυτήν την θεσπέσια γεύση, αφού μαγειρεύουν στα ξύλα.
-Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις πόρτες τους ορθάνοιχτες, προστατευμένοι από την φιλία των γειτόνων τους.
-Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με την ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.
Σε ευχαριστώ, μπαμπά, που μου δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε!
Και επειδή δεν λείπει ο Μάρτης απ'τη Σαρακοστή.. αναρωτιέμαι πως δεν σας πήρα είδηση ότι αναφέρεστε σε αγαπημένα βιβλία! :) Και κατά μια διαβολική σύμπτωση.. ΟΛΑ τα βιβλία που αναφέρετε τα διάβασα φέτος το καλοκαίρι (μερικά δεν ήταν η πρώτη τους φορά, αυτά που μου αρέσουν τα ξαναδιαβάζω κάπου κάπου για να τα θυμάμαι)
Λίντα μου γιατί δεν σου άρεσε η Αθηνά; Προσωπικά το θεωρώ από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ από Έλληνα συγγραφέα! Την πρώτη φορά που το διάβασα δεν μπορούσα να το αφήσω κάτω καθόλου! Αν μπορούσα θα έβαζα και καθετήρα για να μην πηγαίνω ΟΥΤΕ στην τουαλέτα!! :D
Αλκυόνη Παπαδάκη έχω διαβάσει σχεδόν τα πάντα, το τελευταίο μου ήταν και μένα το "Στο ακρογιάλι της ουτοπίας" και μου άρεσε πολύ. Συστήνω επίσης το "σκισμένο ψαθάκι" και "το ταξίδι που λέγαμε"
Το "σπίτι των πνευμάτων" της Αλιέντε το διάβασα για δεύτερη φορά φέτος.. και δεν το θεωρώ βιβλίο.. το θεωρώ έπος! Σε ταξιδεύει.. Την ταινία αρνούμαι και τώρα ακόμη να τη δω γιατί την ήττα που έφαγα εγώ με το "Όσα παίρνει ο άνεμος" ΔΕΝ την ξανατρώω από ταινία βασισμένη σε λατρεμένο βιβλίο.
Τελευταία περνάω κρίση και διαβάζω άλλα πράγματα.. αλλά αφού πιάσαμε αυτό το ρεπερτόριο, να συστήσω ανεπιφύλακτα το "Ήθελα μόνο ένα αντίο" της Πασχαλίας Τραυλού. Κάτι άλλα της ίδιας που διάβασα μου άφησαν ουδέτερη εντύπωση, αλλά το συγκεκριμένο το κατέταξα στην κατηγορία των βιβλίων που θα ξαναδιαβάσω σύντομα! Είναι απ'αυτά που εκτός από καθετήρα μέχρι να τελειώσει ήθελα να βάλω και ορό! Να μην σηκώνομαι ούτε για φαγητό!!
Πένυ θα πάω να το πάρω το "Ήθελα μόνο ένα αντίο" της Πασχαλίας Τραυλού. Αφού σ' αρέσει η Παπαδάκη, θα είναι κι αυτό μαγευτικό!
"Γυμνοπαιδία A΄. Σαντορίνη" (Σεφέρης Γιώργος)
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
ʼφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ (Μανόλης Αναγνωστάκης)
Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι
ειναι βεβαια εκτος επιπεδου σε σχεση με αυτα που γραφετε.... αλλα το διαβασα καπου και γελασα πολυ!
[...]Όταν δεν χωράει άλλη σοφία το κεφάλι μας, η αποθηκευμένη γνώση διανέμεται στο υπόλοιπο σώμα μας. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΡΒΑΡΕΣ, είμαστε υπερβολικά καλλιεργημένες, μορφωμένες, χαριτωμένες και χαρούμενες...Από σήμερα, όταν θα βλέπω τον κώλο μου στον καθρέ...φτη, θα σκέφτομαι: «Πω, Πώ τι έξυπνη που είμαι!!!!!»
χαχαχχα!Πολύ καλό Ζωήτσα μου,να μη σου πω πόσο συμφέρει εμένα και το επίπεδο...λίπους μου!
Πού να το πούμε όμως και να μας πιστέψουν;Αυτό εμπίπτει στην κατηγορία του δεν είμαι χοντρός,κοντός είμαι!
:) Ζωήτσα μου,δε θέλω να σε στεναχωρήσω,αλλά σαν ν'αποβλακώνεσαι τελευταία,μου φαίνεται...
Ήδη έχασες καμιά δεκαπενταριά κιλά μυαλό κι έτσι όπως το πας σε βλέπω ν'αποκτάς σύντομα κοινό IQ!
iiiiiiiiiiiiiiiiiii με προσβαλεις :p
Ζωϊτσα κι εγώ νιώθω 9 κιλά πιο ηλίθια!!! Για πάρα πολλούς λόγους που δε χρειάζεται να τους συζητήσ.ουμε τώρα
"ΤOYΣ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ ΣΤΗΣΕ" - Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
(Μελοποιημένο κι από τον Θάνο Μικρούτσικο)
Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει.
Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη.
Η τέχνη δεν πρέπει ν? αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει.
"ΣΥΝΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ" - Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Τὴν σκέψη
στὸ πλαδαρὸ μυαλό σας ποὺ ὀνειρεύεται,
σὰν ὑπηρέτης λαίμαργος σὲ καναπὲ λιγδιάρικο
μὲ τὴν καρδιὰ κουρέλι ματωμένο θὰ ἐρεθίσω·
χορταστικὰ χλευαστικός, ξεδιάντροπος καὶ καυστικός.
Οὔτε μιὰ γκρίζα τρίχα δὲν ἔχω στὴν ψυχή,
μήτε τῶν γηρατειῶν τὴν στοργή!
Μέγας ὁ κόσμος μὲ τῆς φωνῆς τὴ δύναμη
ἔρχομ᾿ ὄμορφος,
στὰ εἰκοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Ἀφῆστε τὸν ἔρωτα στὰ βιολιά.
Εἶναι βάρβαρο στὰ τύμπανα νὰ μένει.
Καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φέρετε τὰ πάνω κάτω ὅπως ἐγώ,
ὥστε νὰ μείνουν μόνο τὰ χείλη.
Ἐλᾶτε νὰ μάθετε -
ἀπ᾿ τὸ βελούδινο σαλόνι
τοῦ τάγματος τῶν ἀρχαγγέλων τὸ πρωτόκολλο
ποὺ ἤρεμα τὰ χείλη ξεφυλλίζει
ὅπως ἡ μαγείρισσα τὸ βιβλίο τῶν συνταγῶν.
Πηγαίνετε -
Ἡ σάρκα πάει νὰ μὲ τρελάνει
-κι ὅπως ἀλλάζει χρῶμα ὁ οὐρανός-
Πηγαίνετε -
θὰ εἶμαι ἄψογα τρυφερός,
δὲν εἶμαι ἄντρας ἐγώ, εἶμαι ἕνα σύννεφο μὲ παντελόνια!
Πὼς ἡ ὁλάνθιστη Νίκαια ὑπάρχει δὲν πιστεύω!
Καὶ πάλι θὰ ὑμνήσω
τοὺς ἀραχτοὺς σὰ νοσοκομεῖα ἄντρες
καὶ τὶς παλιὲς σὰν παροιμίες γυναῖκες.
Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σύννεφο μὲ παντελόνια»,
Εἰσ.-μτφρ.: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, ἐκδόσεις Ἁρμός, 2008
Μια μέρα Δευτέρα
Μια μέρα σκιά
Μια μέρα Δευτέρα σκιά
Κλουβί με γλάρους και πλήξη, δηλητηριώδη φυτά
Και το μεταφυσικό αυτό ποίημα
Σ ενα θανάσιμο πήδημα
Απο εδώ...ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Δεν θα σκοτωθεί ...ΔΕΝ ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΕΙ
τόσο αργά που παίζεται η ζωή
Αναψε η κεντρική ψύξη
Μη φωνάζεις
Κάθε μέρα ζω στο παγωμένο αυτό ποίημα
Είναι αυτό απο 'που δεν φεύγει κανείς
κι ενώ είναι Δευτέρα δεν είχα κανέναν
ΝΟΙΚΑΣΑ ΜΟΝΟ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΠ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ
Εναν ηλίθιο
Εναν απ το Σάββατο
Φυτρώνοντας σαν έπιπλο στο σαλόνι
Ενώ θα μπορούσε να ήταν Δευτέρα....
Αλέξης Τραϊανός (φύλακας ερειπίων)
1 Aκόμα κι αν ήξερα να μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων μα και των αγγέλων, χωρίς όμως να έχω αγάπη, θα είχα γίνει χαλκός που βγάζει σκέτους ήχους ή τύμπανο που δημιουργεί μόνο ντόρο.
2 Kι αν είχα το χάρισμα της προφητείας και κατανοούσα όλα τα μυστήρια και κατείχα όλη τη γνώση, κι αν είχα όλη την πίστη, έτσι που να μετατοπίζω βουνά, χωρίς όμως να έχω αγάπη, θα ήμουν ένα τίποτε.
3 Kι αν ακόμα διένειμα όλα τα υπάρχοντά μου για να θρέψω τους πεινασμένους, κι αν παρέδιδα το σώμα μου να καεί στη φωτιά, χωρίς όμως να έχω αγάπη, δε θα με είχε ωφελήσει σε τίποτε.
4 H αγάπη μακροθυμεί, επιζητάει το καλό. H αγάπη δε φθονεί. H αγάπη δεν καυχησιολογεί, δεν αλαζονεύεται,
5 δε φέρεται άπρεπα, δεν κυνηγάει το δικό της συμφέρον, δεν κυριεύεται από θυμό, δεν κρατά λογαριασμό για το κακό που της κάνουν,
6 δε χαίρεται για την αδικία, αλλά μετέχει στη χαρά για την επικράτηση της αλήθειας.
7 Όλα τα καλύπτει, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
8 H αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει. Eνώ τα άλλα, είτε προφητείες είναι αυτές, θα καταργηθούν, είτε γλώσσες είναι, θα πάψουν, είτε γνώση, θα καταργηθεί.
9 Γιατί μόνο ως ένα βαθμό γνωρίζουμε και ως ένα βαθμό προφητεύουμε.
10 Mα όταν έρθει το τέλειο, τότε το ατελές θα καταργηθεί.
11 Παιδάκι όταν ήμουνα, σαν παιδάκι μιλούσα, σαν παιδάκι σκεφτόμουν, σαν παιδάκι έβγαζα συμπεράσματα. Mα όταν έγινα άντρας, σταμάτησα να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν παιδάκι.
12 Γιατί, πραγματικά, τώρα βλέπουμε απροσδιόριστα σαν σε θαμπό καθρέφτη. Tότε όμως θα δούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Tώρα γνωρίζω μονάχα ως ένα βαθμό, τότε όμως θα γνωρίσω τέλεια, όπως ακριβώς μ? έχει γνωρίσει ο Θεός.
13 Aυτά, λοιπόν, που μένουν τελικά, είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Aυτά τα τρία, με κορυφαία τους, όμως, την αγάπη.
προς κορινθίους α επιστολή
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων (Nâzim Hikmet)
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
Κολάκεψέ με και ίσως να μη σε πιστέψω.
Κρίνε με και ίσως να μη μου αρέσεις.
Αγνόησέ με και ίσως να μη σε συγχωρήσω.
Ενθάρρυνέ με και δε θα σε ξεχάσω.
Aγάπησέ με και ίσως αναγκαστώ να σ'αγαπήσω.
William Arthur Wand
Τhe weak can never forgive.Forgiveness is the attribute of the strong.
Mohandas Gandhi
To fly,we have to have resistance.
Maya Lin
Good people are good because they've come to wisdom through failure.We get very little wisdom from success,you know.
William Saroyan
Συμφωνω κι εγω με την Πενυ, η Αθηνα ειναι απο τα ωραιοτερα βιβλια που εχω διαβασει, ηταν η αιτια να λατρεψω την Κεφαλονια!!! την χρονια που διαβασα το βιβλιο, πηγα στο νησι 6 φορες! Εκει ομως που με σημαδεψε ηταν η εικονες απο την Αρχαια Ολυμπια,ηταν η αιτια να την επισκεφτω και απο τοτε ειναι η πιο αγαπημενη μου γωνιτσα...
Το τελευταιο βιβλιο που διαβασα και μου αρεσε πολυ ηταν της Μαντα ''Ερωτας σαν βροχη'' πολυ ρομαντικο και με δυσκολια γλιτωσα τον καθετηρα...
Απο τα τελευταια που διαβασα, επισης ωραιο ηταν και το ''Κρητη μου'' αν και κακο να ηταν, μονο απ τον τιτλο εγω θα το λατρευα!!!
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ (Οδυσσέας Ελύτης)
Να 'χε η νοσταλγία σώμα
να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω!
Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!
Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος
σαν από σχεδία κάποτε μ' έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη
με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου Ακριτομύθια φανερωθείς
και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι
Όπως κι έγινε
Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που
εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης
από τ' άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου
αβάσταχτα περισφιγμένο
κείνο που μας έγι-
νε σάρκα της σαρκός
σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και
ανάψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος
αλλ' ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο
ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Αλλ' αυτό που μένει σαν
ʼμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια
και η αράχνη κι έξω στο κατώφλι
Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει
πιθανά φαίνονται όλα
και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα 'χα στο
χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής
πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρα σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες
όπου ακόμη κατεβαίνουνε
τα σύννεφα να φάνε χόρτο
λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει
Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι
και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα
καίριο να ειπωθεί.
ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ (Κώστας Καρυωτάκης)
Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.
«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.
«Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;
»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.»
Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου...
Η ΟΜΙΧΛΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ (Βύρωνας Λεοντάρης)
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη
ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να 'χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
--->Μελοποιημένο από τον Σπανό και ερμηνευμένο από την Αρλέτα(1975)
AΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
--->Απαγγέλλει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ
ΠΕΡΑΣΑ (Κική Δημουλά)
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ'όλα.Λίγο απ'όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ'ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν ειμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ'αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους,στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς,καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
απο τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Mίλησα πολύ.Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες,στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ,πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ,έχασα κι από κεί.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος.Πές πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή,με ακόνισε.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ'αντίσταση σ'αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ,να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
--->Απαγγέλλει η ίδια η ποιήτρια
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ... Απόσπασμα (Αλκυόνη Παπαδάκη)
"Είναι κάτι νύκτες, που τ'αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύκτες, που όλα σιγοτραγουδούν.
Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύκτες, προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. Κι έρχεται ακάλεστη.
Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.
Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ουτ' ένα λουλουδάκι. Ουτ' ένα γλυκό, μπάς και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στη ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Που είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Ειν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι.
Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα...."
ΚΙ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΩΡΑΙΑ (Μαρία Πολυδούρη)
Κι ήταν μια νύχτα ωραία και στη ματιά σου
και στα τραγούδια σου. Ήτανε γλυκιά
μια νύχτα στα τραγούδια τα παλιά σου
γεμάτη αστέρια, νύχτα ξωτικιά.
Η μόνη αγάπη μέσ' στη μοναξιά σου,
τόσο όμορφη, τόσο υποβλητικιά,
έγινε πάθος μέσα στην καρδιά σου,
μέσ ' στην καρδιά σου την ερημικιά.
Αχ, τα παλιά τραγούδια σου που κλαίγαν
Κι ήτανε τόσο ανείπωτα γλυκά
και τόκρυβαν σεμνά και δεν το λέγαν.
Αχ, τα παλιά σου τα τραγούδια πού 'ναι
θλιμμένα σαν αγάπης μυστικά,
σαν άνθη δακρυσμένα που σιωπούνε.
--->Σε μουσική υπόκρουση Bασίλη Δημητρίου κι απαγγελία Mαρίας Κίτσου
TΟ ΥΠΟΓΕΙΟ (Λειβαδίτης Tάσος )
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
ΔΕΝ ΕΧΩ ΗΛΙΟ ΝΑ ΣΕ ΚΡΑΤΗΣΩ (Αλέξης Τραϊανός)
Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Δεν έχω ήλιο να σε κρατήσω
Φόρεμα να σε ντύσω
Μένει μόνο ο ύπνος μου να σε δέχεται
Στις μυστικές του κρύπτες
Στις ανεκπλήρωτες διαθέσεις του
Να σε μαζεύει λίγο λίγο
Σταγόνα σταγόνα μέσα στις φούχτες μου
Τόσο θρυμματισμένα τόσο επώδυνα,
Σαν ένα καθρέπτη ραγίζοντας στο πρόσωπό μου
Έτσι ράγισες έτσι νυχτώνεις
Σβήνοντας ένα ένα όλα τα φώτα
Να γίνει η μεγάλη σιωπή
Να γίνει η μεγάλη στέρηση
Τίμημα της πολλής αγάπης
Τίμημα της πολλής στοργής
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ...(Μανόλης Αναγνωστάκης)
Από τη συλλογή Εποχές 3 (1951)
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιος θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια ώρα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
Δεν το ασπάζομαι.. απλά μου κάνει εντύπωση το ότι κάποιοι σκέφτονται έτσι!
Ήταν γραμμένο με "μαύρο μελάνι" σε αγαπημένο blog..
"Ο μόνος τρόπος για να μην πονάς είναι να εφευρίσκεις έναν καινούργιο πόνο?
Σβήστα και γράψε ό,τι σου λέω.
Πρέπει να τους πονάς πριν σε πονέσουν, να τους πατάς πριν σε πατήσουν, να τους κλωτσάς πριν σε κλωτσήσουν. Ποτέ όμως μην τους αγαπάς, πριν σε αγαπήσουν.
Βγάλε τα μαύρα ρούχα, για να σε βλέπουν την ημέρα και φόρα τα για να τους κρύβεσαι τη νύχτα.
Γράψε με μολύβι, για να μπορείς να σβήνεις ό,τι θέλεις.
Σπάσε το κόκκινο στυλό και άσε το μελάνι να λερώσει τους άλλους.
Μη δώσεις όνομα στην αγάπη, γιατί θα στο ζητήσει πίσω. Δεν ζεις σ? ένα κόσμο που άλλο όνομα έχει ο πόνος και άλλο η αγάπη. Δεν σου τα έμαθαν αυτά οι ποιητές σου;
Ο κόσμος φτιάχτηκε για ζόρικα αγόρια.
Δεν μας κάνεις!"
Ο πόνος...Ο πόνος που ζητάμε ν'αποφύγουμε κι όλο παραδόξως αναζητάμε...Quote:
Originally posted by pennyV
"Ο μόνος τρόπος για να μην πονάς είναι να εφευρίσκεις έναν καινούργιο πόνο?
Σβήστα και γράψε ό,τι σου λέω.
Πρέπει να τους πονάς πριν σε πονέσουν, να τους πατάς πριν σε πατήσουν, να τους κλωτσάς πριν σε κλωτσήσουν. Ποτέ όμως μην τους αγαπάς, πριν σε αγαπήσουν.
Βγάλε τα μαύρα ρούχα, για να σε βλέπουν την ημέρα και φόρα τα για να τους κρύβεσαι τη νύχτα.
Γράψε με μολύβι, για να μπορείς να σβήνεις ό,τι θέλεις.
Σπάσε το κόκκινο στυλό και άσε το μελάνι να λερώσει τους άλλους.
Μη δώσεις όνομα στην αγάπη, γιατί θα στο ζητήσει πίσω. Δεν ζεις σ? ένα κόσμο που άλλο όνομα έχει ο πόνος και άλλο η αγάπη. Δεν σου τα έμαθαν αυτά οι ποιητές σου;
Ο κόσμος φτιάχτηκε για ζόρικα αγόρια.
Δεν μας κάνεις!"
Εκείνος της καρδιάς,που ξεχυλίζει σ'έναν λυγμό και δίνει παράταση στην αντοχή.
Εκείνος της ψυχής,που βρίσκει παλίρροια στον αναστεναγμό,που πνίγει μα λυτρώνει.
Κι εκείνος του κορμιού,που με κάθε πόρο του φωνάζει:"είμαστε ακόμα ζωντανοί στη σκηνή!"
Δεν ξέρω αν θεραπεύει η ομοιοπαθητική,δεν πιστεύω στην εκδίκηση,το ψέμα,τη βία,την απάτη,το φόβο.
Τα μαύρα ρούχα μάλλον τα φορώ για να κρύβομαι από μένα κι όχι απ'τους άλλους.Εγώ είμαι η μόνη απειλή!
Πιστεύω στην αγάπη και στην ομορφιά μέσα μας.Ο κόσμος,όπου ζω,σίγουρα δε φτιάχτηκε για μένα!
Το ξέρω,δε σας κάνω!Κι αν ο κόσμος σας είναι όπως τον περιγράφετε,ούτε εσείς μου κάνετε!
ΕΡΗΜΙΑ (Γιώργος Θέμελης)
Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ' όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ' τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ' τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
ΛΥΠΙΟΥ (ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ)
ΛΥΠΙΟΥ
Προοίμιο
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν? αντέξει
στον κρύο χρόνο?
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζούν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ? ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ? ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ?δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας...
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ?χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ?ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ? αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ? άλλο λιμάνι
όπως σ? ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ? όλο το φως τ? απροσμέτρητο
που ?βγαίνε απ? το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,;
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ? έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ?μαι πάντα ένα μ? αυτά που? χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ? αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν? αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ? το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ? αγαπούσα εάν?
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι? αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ? αντίθετο της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
αφιερωμένο σε όσους βρέθηκαν έστω μια φορά στη Λυπιού
ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΙ (ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ)
ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Η γλώσσα της Λυπιού είναι η σιωπή
Προοίμιο
Στη σιωπή τα ποιήματα
γεννιούνται όπως στον έρωτα
μόνο που το συνηθίζει
η ασυγκίνητη σιγή
και να τα γεννάει
και να τα καταπίνει.
Εδώ σπουδάζεις τη σιωπή
σα να ?ταν ξένη γλώσσα
κι αν έχεις ασκηθεί αρκετά
ξέρεις να ξεχωρίζεις τη διάλεκτο
της μέρας απ? τη βαριά προφορά
της νύχτας.
Τα πουλιά τα μαθαίνεις απ? έξω
όπως και το φως που αλλοιώνει
τη σημασία του τίποτα.
Δεν θα μπορέσεις ποτέ αυθόρμητα
να εκφραστείς σ? αυτή τη γλώσσα
όμως θα σ? αιφνιδιάζει πάντα η αλήθεια της.
Διαβάζεις τα δέντρα, τα βουνά στο πρωτότυπο.
Λες: Τι έχω εγώ να πω σ? αυτή τη γλώσσα;
Το πληγωμένο ζώο μέσα σου βαθιά δεν απαντά.
Σωπαίνει.
Ξέσπασ? η βροχή σήμερα
σ' ένα ακατανόητο υβρεολόγιο.
Στο γυαλί της Τιβί οι κινήσεις
των ανθρώπων χωρίς ήχο:
χαμόγελα, σώματα, αγκαλιές,
χειραψίες, δέσιμο γραβάτας, μπουνιές...
Δεν άκουγα τα λόγια
και μου φαινόταν παράλογη
η γραφειοκρατία της ύπαρξης.
Γιατί, γιατί αυτός ο γλυκός αφηρημένος;
Με τι συντάσσεται το πάθος;
Φαίνεται λησμόνησα το συντακτικό
της νιότης.
Στον κήπο του καπηλειού
είναι άνοιξη κι οι ανθισμένες
καστανιές πονόψυχα σκύβουν
πάνω στους συνταξιούχους.
Μούσια, μουστάκια λευκά
λίγο γέλιο στα μπλε ξεπλυμένα
ματάκια πίσω απ? τον αφρό της μπίρας
η σερβιτόρα λυγερή
σαν κούκλα μόλις βγαλμένη απ? το κουτί
με τη μάρκα του θεϊκού πολυκαταστήματος
ακόμη στο λαιμό της.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ