Ενα παραμύθι...
Κάποτε στην μεγάλη γαλαζια θαλασσα ενα μικρο κυμματακι γεννηθηκε. Σήκωσε το κεφαλακι του ψηλα που ασπριζε στον ηλιο και αγναντεψε το απεραντο γαλαζιο. Χαμογέλασε. Δεν ηξερε που θα παει, τι θα κανει, γιατι γεννηθηκε. Δεν ρωτησε. Ηξερε οτι για ολα τα πραγματα επανω στη γη υπαρχει καποιος σκοπος, καποιος στοχος. Χωρις να του το πει κανεις. Απλα το ηξερε. Γιατι ειχε ψυχη. Και η ψυχη γνωριζει τα μυστικα του κοσμου γιατι υπηρχε πριν απο το κοσμο και θα υπαρχει παντα. Εκλεισε τα ματια και ονειρευτηκε. Φανταστηκε τον εαυτο του μεγαλο και τρανο να θεριευει και να λυσσομανα απανω στα καραβια τρομαζοντας τους ανθρωπους. Με σκεπη του τον ουρανο και μαγο του τον ηλιο να ταξιδευει στις μεγαλες θαλασσες εκει που ο νους του ανθρωπου δεν στεκει ουτε λεπτο. Χαμογελασε ξανα. Τι ομορφη που ειναι η ζωη. Ευχαριστησε τον πατερα του τον ανεμο και κινησε για το ταξιδι του. Γιατι η ζωη ειναι ενα ταξιδι χωρις αρχη χωρις τελος μονο με σταθμους.
Λικνιζε το κορμι του πανω στην γαλαζια θαλασσα και χορευε με τους ρυθμους του ανεμου. Μουσικη θεσπεσια στα αυτια της ψυχης του η ανασα του ανεμου. Σημαδεψε ενα ξυλο και το προσκαλεσε σε χορο. Εκεινο δεχτηκε και αφεθηκε στην αγκαλια του. Ρυθμος ξεφρενος περιεργος ποτε εδω ποτε εκει. Με το φως του φεγγαριου διπλα τους και τα αστρα σκορπισμενα γυρω τους ταξιδευαν χορευοντας αγκαλια ποτε σε ρυθμους γοργους μεθυστικους ποτε απαλα με μπαλαντες. Οι ψυχες τους ηταν κοντα ακουμπουσαν η μια την αλλη και μιλαγανε. Ειχανε πολλα να πουνε, ειχανε νοιωσει αρκετα ειχανε τοσα να μοιραστουνε. Μα το ξυλο αρχισε να κρυωνει. Ηταν βρεμμενο βλεπεις. Το κυμα το εσφιξε στην αγκαλια του μηπως το ζεστανει. Τι κριμα. Ματαια. Το κυμα ηταν απο νερο, το εβρεχε περισσοτερο το εκανε να κρυωνει κι αλλο. Χωρισανε. Κινησε το ξυλο να βρει στερια, ηλιο και χωμα για να στεγνωσει, να ζεσταθει λιγο. Το κυμα δακρυσε. Εκλαψε. Εσταζαν τα δακρυα του στο νερο σαν σταγονες βροχης. Κανεις δεν καταλαβε την πικρα του. Κανεις δεν ειδε τα δακρυα του. Δεν βρεθηκε κανεις να το παρει στην αγκαλια του να το κρατησει, να το φιλησει, να το χαιδεψει λιγο. Ηταν βλεπεις απο νερο. Και για το νερο δεν υπαρχουν αγκαλιες παρα μονο φυλακες, τα ποτηρια.
Θυμωσε. Ποιος, εγω που μπορω να ταξιδεψω στην πλατη μου ενα ολοκληρο καραβι, που μπορω να γινω γιγαντιος και να φτασω ως τον ουρανο δεν θα μπορεσει να με αγαπησει κανεις; Δεν ειναι δυνατον. Τι να την κανεις αυτην την ζωη, χωρις αγαπη, ειναι σαν να μην μπορεις να δεις, να μην μπορεις να μυρισεις να μην μπορεις να αγγιξεις. Η ψυχη του τον λυπηθηκε και προσπαθησε να του μιλησει, να τον παρηγορησει. Παντα η ψυχη μιλαει στην υλη. Την συμβουλευει την ταξιδευει την οδηγει. Αλλιμονο σε αυτους που τα χωματινα αυτια τους δεν μπορουν να την ακουσουν. Ματαια, το κυμα δεν μπορουσε να ακουσει. Το νερο γυρω του του θυμιζε τα δακρυα του που ακομα και αν κυλουσαν ποταμια δεν θα τα δει κανεις. Παντα θα ειναι ποταμι. Η ψυχη του επεμενε. Του θυμισε οτι υπαρχουν και κεινοι που βλεπουν και ακουν με τα ματια και τα αυτια της ψυχης, αυτοι που η ζωη του δεν ειναι τιποτε αλλο παρα ενα ταξιδι προς το σκοπο, μια σκαλα για να φτασεις ψηλα, να αγγιξεις τα αστερια. Το κυμα αγριευε περισσοτερο. Εγινε δυο μετρα, αφριζε.
-\"Εγω μπορω να φτασω ψηλα. Μα δεν βλεπω κανεναν. Ολοι βρισκονται χαμηλα, στη γη πατουν και περπατουν.\"
Πηρε φορα βρηκε στερια και εσκασε στην ακρη. Εγινε χιλια κομματια, σαν ονειρο πληγωμενο, πικραμενο, μαραμενο... Μα τι γινεται εδω; Γρηγορα ξαναγυρισε, ξαναμαζευτηκε, εγινε παλι ενα, ενα μεγαλο κυμα. Αγριεψε περισσοτερο. Ξανα επεσε με δυναμη στα βραχυα, κομματιαστηκε ξανα, γοργα ξαναμαζευτηκε, εγινε παλι κυμα. Και το δυσβασταχτο ηταν οτι δεν ελειπε ουτε ενα κομματακι. Εκανε παλι να κλαψει. Το ξανασκεφτηκε. Γιατι, αφου δεν θα τα δει κανεις, αφου νερο ειμαι, νερο τρεχει. Πριν προλαβει το δακρυ να τρεξει ποταμι, μαζευτηκε, εβρeξε τα ματια του...
-\"Γιατι κλαις;\" μια φωνη τον τρομαξε.
-\"Ποιος εισαι, που εισαι, πως με ειδες;\"
-\"Ειμαι ο βραχος που πριν απο λιγο εριξες πανω μου το κορμι σου και με δροσισες. Μπορει η καρδια μου να χτυπα αργα, πολυ αργα, τοσο ωστε να μην μπορω να αλλαζω σχηματα, να μην μπορω να περπατω γοργα μα η ψυχη μου αγρυπνα, βλεπει, ακουει και αισθανεται.\"
-\"Κλαιω γιατι δεν με αγαπα κανεις, δεν θα μπορεσει να με αγαπησει ποτε κανεις, δεν υπαρχω. Γιατι οταν γεννηθηκα, οταν ο ηλιος ζεστανε τον κοσμο πιστεψα οτι θα ζεσταθω και γω. Πιστεψα οτι ολα τα αγαθα της γης υπαρχουν για ολους. Ολοι και ολα θα μπορουσαν να αγαπησουν και να αγαπηθουν, οτι για τους παντες υπαρχει ζωη. Γελαστηκα.\"
-\"Γελαστηκες γιατι δεν ακουσες την ψυχη σου. Αυτή υπαρχει πριν γεννηθεις εσυ και θα περπατα μαζι σου για οσο καιρο εξακολουθει να φυσα ο ανεμος. Δηλαδη για οσο καιρο υπαρχει Θεος. Για παντα.\"
To κυμα απλωσε τα χερια του να αγκαλιασει τον βραχο. Μα δεν βρηκε χερια. Απορησε, ο βραχος εδειξε να καταλαβαινει την απορια του και βιαστηκε να του απαντησει. -\"Να θυμασαι παντα, ποτε να μην το ξεχασεις οτι η καρδια μου χτυπα πολυ αργα κι ετσι τα πραγματα που θα ηθελες να δεις, για την ακριβεια τα πραγματα που οι ρυθμοι της καρδιας σου σου εχουν μαθει να βλεπεις μπορει να μην τα δεις ποτε. Τωρα μιλουν οι ψυχες μας.Αυτές βρίσκονται σε αλλες διαστασεις που τα φυσικα μεγεθη που εχουμε μαθει δεν φτανουν ως εκει. Ασε λοιπον την υλη στην ακρη και ακου με τα αυτια της ψυχης σου, μιλα την γλωσσα της ψυχης. Ολα θα πανε καλα μην ανησυχεις. Απλα να μου κρατας συντροφια. Δεν ειπαν αδικα οι ανθρωποι οτι οι βραχοι εχουν τα κυμματα για συντροφια. Σιγα σιγα θα γνωριστουμε καλυτερα και μπορει να αγαπηθουμε.\"
-\"Τι ειναι αγαπη;\"
-\"Αγαπη ειναι να αγαπας. Αγαπας επειδη το νοιωθεις. Το νοιωθεις επειδη αγαπας.\"
-\"Ποτε νοιωθεις οτι αγαπας;\"
-\"Οταν νομισεις οτι βρηκες τον λογο υπαρξης σου, οταν πιστεψεις οτι ολοκληρωθηκες, οταν εισαι ετοιμος να τα δωσεις ολα για την αγαπη σου ακομα και την αγαπη σου.\"
-\"Ακομα και την αγαπη σου;\"
-\"Ναι, μην σου φαινεται περιεργο. Φαντασου ενα κανατι αδειο που γεμιζει με νερο. Καποια στιγμη, αν περασει αρκετος καιρος, θα πρεπει να αδειασει γιατι το νερο εινα στασιμο και θα σαπισει\"
-\"Πολυ σκληρο αυτο.\"
-\"Χωρις πονο δεν υπαρχει χαρα, χωρις χαρα δεν υπαρχει πονος. Προσπαθησε να φανταστεις μια ζωη χωρις πονο η χωρις χαρα. Μονοτονη, ιδια, χωρις συγκριση\"