-
η ώρα είναι 4 χαράματα. ο κύριος Χρηστάκης φτιάχνει τον πρώτο καφέ της μέρας τον δικό του και της γυναίκας του. ακούγεται έλας ελαφρύς οξύς ήχος... το μπρίκι ακουμπάει την φωτιά και το νερό βράζει, όπως βράζει κι όλες τις μέρες αυτά τα χρόνια. σε σταθερή φωτιά... αργά με τον δικό του ρυθμό. αφού προσθέσει 2 κουταλάκια καφέ με ένα γρήγορο και ζωηρό ανακάτεμα αναδύεται η πρώτη όμορφη μυρωδιά του χαρμανιού. η φωτιά δεν ανάβει πια... ενώ μιά ολόξανθη στρώση καιμακιού υπόσχεται μια απολαυστική πρώτη γουλιά. η κυρία νεοφύτα φέρνει κοντά τις φρυγανιές και την σπιτική μαρμελάδα χρυσομήλου. η ώρα είναι 4.30 και ο κύριος χρηστάκης ξεκινάει. ισιώνει το σκουφί και... πόδια μου τιμήστε με! από την πάνω πόλη μέχρι το κέντρο του παζαριού. το μικρό καφενεδάκι στην οδό που γεμίζει ήχους σφυριών και λαικών ασμάτων περιμένει τον μαστρο του να ξεκλειδώσει την πόρτα και να γεμίσει φως. ο κύριος χρηστάκης μετράει το τελευταίο βήμα και ο ήχος του κλειδιού που γυρνάει 3 φορές φανερώνει τα άδεια τραπεζάκια... τις καρέκλες που περιμένουν... και την χόβολη που περιμένει επίσης. η κυρία νεοφύτα σχεδόν τελιώνει το φαγητό... ρεβύθια για σήμερα. ετοιμάζεται κι αυτή με το μπιμπιλωτό της φουστάνι. χτενίζει τα κάτασπρα μαλλιά ισιώνει τον χρυσό σταυρό στο στήθος και σκεπάζει το φαγητό. με την καφετιά τσάντα στον ώμο ξεχωρίζει τις πατημασιές του άντρα της στον δρόμο και ακολουθά πιστά την ίδια δριαδρομή. στις 5.30 όλα είναι έτοιμα και οι πρώτοι επισκέπτες... πελάτες... φίλοι παλιοί... και τόσα άλλα επίθετα προσδιορισμοί χαρακτηρισμοί που κερδήθηκαν στο περασμα των χρόνων για αυτούς τους οποίους το αντρόγυνο κρατιέται ακόμη μαζί και εδώ να υπηρετεί αυτό το επάγγελμα... αυτή την συνήθεια... αυτή την αγάπη... καταφθάνουν.
που αποδίδεις αυτή την κοινωνία..; ρωτάει ο κυρ γιάννης τον κυρ ανδρέα... κι αυτός απαντά: την αποδιδω!
απάντηση πλήρως κατατοπιστική , απόλυτη και αληθινή. αυτή η κοινωνία απλώς αποδίδεται...
τα ζάρια κυλάνε στο λείο ξύλο κι ακουγεται μια φωνή πολύ αστεία... ίκκι μπιρ! ο χασάν! ένα γεροντάκι... που χρόνια φίλιωσε με τούτους τους χριστιανούς και θαρρώ αναγνωρίζει τούτη τη φιλία εκτίμηση πιότερο κι από τον θεό του.
έτσι περνάνε τόσα πρωινά , γεμάτα! κι εκεί είχανε πει τόσα λόγια... για τότες που γινήκανε άνδρες... πατεράδες... παππούδες.
κουτσαίνοντας ο κυρ χρηστάκης και με λίγο στραβωμένο το καπέλο ... σαν μόρτης από τους λίγους, πάντα αφήνει τις πατημασιές του στον δρόμο ν'ακολουθεί η νεοφύτα και πάντα μετράει το τελευταίο βήμα έξω από την μανταλωμένη πράσινη πόρτα του καφενείου.
-
ωραίες φώτο, ωραία και η Ξάνθη.......
-
οι φωτογραφίες είναι από κύπρο-πάφο. αλλά κα η ξάνθη καλή είναι χεχεχε :)
-
'πάνε δυό βράδια που δεν γύρισαν οι άνρωποι στο σπίτι Αντιγόνη... κάτι κακό συμβαίνει. λες να τους σκότωσαν;'
'μην λες τέτοια πράγματα Ξένια... θα γυρίσουν...'
στο σπίτια μια αλλόκοτη ησυχία. τα παιδιά δεν παραπονιούνται δεν κλαίνε και δεν πεινάνε. το μεγάλο κορίτσι στο κρεββάτι του έπαιζε με μια πάνινη μισοκαταστραμένη κούκλα που της είχε φτιάξει ο πατέρας της, ενώ το μικρό κουνούσε τα χεράκια του στην κούνια λες κι ήθελε να φτάσει το ταβάνι... αυτό που κοιτούσε ότι ήταν ψηλότερα απ'ολα τα πράγματα στο σπίτι.
Η μάνα κάνει γρήγορα μια πλεξούδα τα μαλλιά... τα στερεώνει μ'ένα λαστιχάκι και τα κρύβει σ'ένα μαύρο μαντήλι που δένει σφικτά στο κεφάλι. αρπάζει το μικρό από την κούνια το τυλίγει σε μια κουβερτούλα και την στερεώνει με μια παραμάνα. η αδερφή της είχε ήδη φτάσει να προσέχει το άλλο κορίτσι για όσο θα έλειπαν.
καθώς προχωράει στο στενό δρομάκι προς την πλατεία της εκκλησιάς ενώ δεν είχε ανταλλάξει ούτε μια καλημέρα... γιατί μήτε χωριανό συνάντησε μήτε άλλο ζωντανό πέφτει πάνω της έντρομος ο Νικολής.
'Τρέξε Ξένια γύρνα σπίτι... δεν είναι μέρες...! που πας με το παιδί; τρέξε στο σπίτι σου λέω!'
'ʼσε με Νικολή. θα πάω να τους μιλήσω... έχουν παιδιά όλοι τους και δεν πείραξαν κανένα!'
'τρέξε Ξένια στο σπίτι σου! θα σε πάρουν κι εσένα και το παιδί... τρέξε!'
'θα πάω.'
προχωράει με σταθερό βήμα και ξέρει πως μόλις περάσει την στροφή η πλατεία θα φανεί μπροστά της κι ό,τι είναι να κάνει θα το κάνει κι ό,τι είναι να πεί θα το πει.
γύρω γύρω στην εκκλησιά οι άντρες με κατεβασμένα τα παντελόνια... με πλάτες γεμάτες βουρδουλιές. κοιτάγαν προς τον τοίχο και κράταγαν μια μεγάλη πέτρα πάνω από τα κεφάλια τους. όσο άντεχαν... μετά η πέτρα έπεφτε ... τους χτύπαγε και λιποθυμούσαν. είχε δει τόσα τρεμάμενα κορμιά... τόσα αδύναμα κουρασμένα χέρια... τόσα ματωμένα κεφάλια... όχι αυτοί δεν ήταν οι συγχωριανοί της... μήτε αυτός ο άντρας της που στεκώταν με μάτια και δόντια σφιγμένα κι έτρεμε κι αυτός... φαντάσματα της θλίψης...
παραπέρα κάποιοι 'άντρες'... ίσιωναν τα χακιά τους σακάκια κάθε που έβλεπαν να κοντοσιμώνει αυτός ο ανώτερος που πάντα και παντού υπάρχει ένας ανώτερος...
χασκογελούσαν και κάπνιζαν ανταλλάσοντας ανέκδοτα και βρισιές μεταξύ τους.
το παιδί λες κι ήταν άγαλμα στην αγκαλιά της.. μήτε έκλαιγε μητε σάλευε... παίρνει την παραμάνα από την κουβερτούλα... κι αφού ανάπνευσε βαθιά... τρύπισε στο πόδι το παιδί... κι αυτό άρχισε να κλαίει δυνατά... με όλη του τη δύναμη... γύρισαν όλοι... κι ο ανώτερος! την κοίταξαν και την ρώτησαν τι ήθελε εκεί πέρα... η μόνη λέξη που ήξερε και πίστευε ότι έμοιαζε και με την δικιά τους... "μπέιμπεις , μπέιμπεις'
το παιδί συνέχισε να κλαίει σπαραχτικά... λες και συνομότησε με την μάνα του κι ένιωθε την κούραση και τον πόνο του πατέρα του.
ο άντρας που ήταν άντρας ακόμα και με κατεβασμένο το παντελόνι... όταν αγρίεψαν τα βλέμματα των ανωτέρων και του ανωτέρου... κι όταν κάποιος έψαξε για το όπλο του... έβαλε όλη του την δύναμη και του άνοιξε το κεφάλι.
αμέσως τον έριξαν κάτω με μια κλωτσιά και όλες οι λόγχες των ανωτέρων των κύκλωσαν περιμένοντας την εντολή του ανώτερού τους.
ο ανώτερος όλων πήρε μια λόγχη κι αφού τον κοίταξε στα μάτια... λες και κατάλαβε γιατί το έκανε και έριξε την πέτρα... του χαράκωσε το μάγουλο... και του είπε να φύγει με την οικογένεια του.
με σκισμένο το μάγουλο... άφηνε σημάδια στους άλλους πίσω του να γυρίσουν . σύντομα ήταν όλοι στα σπίτια τους...
ακόμα κι ένας ανώτερος μπορεί να δείξει κατανόηση σε μια πράξη ανωτερότητας!
κι είναι πάντα τα σημάδια εκεί να θυμίζουν ετούτη την ιστορία... το τρυπημένο πόδι και το χαρακωμένο μάγουλο.
κι η μάνα πάντα με σφιγμένη καρδιά τρέμει πιότερο από τον καθένα... για τα παιδιά και τον άντρα της.
-
εκείνο το λευκό σεντόνι που κρεμμόταν από το παράθυρο της κουζίνας και φούσκωνε με τον αγέρα τον απογεματινό... εκείνο ονειρεύομαι τα βράδια.
εκείνη την στιγμή που ασάλευτο καθως ήταν, σαν χανότανε το φως γινόταν καραβόπανο...
κι έτσι γλυκά παιχνίδιζε με τον αγέρα τον απογεματινό... εκείνο ονειρεύομαι τα βράδια.
σαν κάναμε το πρώτο βήμα στο νερό και οι ανταύγειες του φεγγαριού έγλειφαν τα δάκτυλα και τις φτέρνες, γινόσουν άγγελος μπροστά απ'το λευκό το ρούχο...
και μου χαμογελούσες αφήνοντας τον καπνό του τσιγάρου να μου γνέφει μηνύματα...
μηνύματα από εσένα για μένα... μηνύματα που εσύ κι εγώ μονάχα θα ανταλλάζαμε.
-
κι ετσι οι σκιές, φοβισμένες, πάσκιζαν για τις μικρες σπίθες φωτός
να ξορκίσουν το σκοτάδι που τις κατάπιε και τις έκανε ένα...
κι έτσι απαλα θα χύνονταν τότες... στις πέτρες στο χώμα...
-
εγώ μες τα κόκκινα τα δειλινά βυθίστηκα κι εσύ μου έλεγες μην φοβάσαι...
σαν έκλεισα τα μάτια μια στιγμή τα χρώματα ξανά δεν ήταν ίδια και μου χαμογέλασες μ'εκείνο το χαμόγελο μετά την "αμαρτία"...
-
μέσα απ'τις γρύλιες έμπαινε ασθενικό το φως και ιχνιλατούσε κάθε πιθαμή αγγίζοντας τους τοίχους...
φανέρωνε κάποιες σκιές πουλιών αρπαχτικών που με το ράμφος γράπωναν τις λαβωμένες σκέψεις...
και τότε ήχοι απο κραυγές μες το άδειο μου κρανίο σύνθεταν εμβατήρια πολέμου και κηδειών...
κι εγώ τα χέρια πάσκιζα ψηλά να τα κρατήσω πριν βγάλουνε τα μάτια μου, άλλα για να μην δω...
καθώς το σώμα τίναζε η γης εις τον αέρα αυτό προσγειωνότανε κάθε φορά λειψό,
μοιράζοντας αντίδωρα, ιδρώτα μα και αίμα σαν να'ταν θείες προσφορές, στον αόρατο εχθρό...
-
θα πάρω ένα ποδήλατο και φόρτζα για το αδύνατον !!!
-
-
κλειστές οι πόρτες για χρόνια... μα οι καρδιές εκει...
-
απόψε άκουσα το ακορντεόν να πλημμυρίζει νότες το στενό σοκκάκι, καθώς ξεπρόβαλε πίσω απ'την τριώροφη την πολυκατοικία, το ψάθινο καπέλο που το σκιάζει. μες το στενό τα βήματα κρατούσαν τον ρυθμό κι η γειτονιά εγίνηκε ταμπούρλο. απ'το μισοχαλασμένο παραθύρι ένα σεντόνι φτιάχνει σκηνικό και μια γρια στο άκουσμα αναπολεί τα πρώιμα της νιάτα. ο πλανώδιος μαζεύει κέρματα που πέφτουν απ΄τα μπαλκόνια λες κι είναι άστρα που βαρέθηκαν τον ουρανό, καθώς λαμπυρίζουν αυτοκτονώντας κάτω απ΄το φως της λάμπας και σβήνουν ύστερα γενναία σ'ένα μπουκάλι ούζο, αγορασμένο απ'το περίπτερο στην γωνία...
στην υγειά σου φίλε...
-
-
-
το κόκκινο... το γαλάζιο...