-
R a i n e r M a r i a R i l k e
Σβύσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σα να ειταν χέρια, όμοια καλά,
με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμης το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.
-
ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (T. S. Eliot - Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου)
Κύριο Κουρτς ? πέθανε.
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι
I
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί ψιθυρίζουμε
Είναι βουβές και άσκοπες
Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται ?όπως ήμασταν? όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Τους παραφουσκωμένους ανθρώπους.
ΙΙ
Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και υπάρχουν φωνές
Στου ανέμου το τραγούδι
Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ? ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας μη βρεθώ πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι ακόμα ας ντυθώ
Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού, σανίδια σταυρωτά Σε ένα λιβάδι
Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι πιο κοντά?
Όχι αυτή η τελική συνάντηση
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.
ΙΙΙ
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως έτσι είναι
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Εκείνη την ώρα που εμείς
τρέμουμε με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.
IV
Τα βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ? αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ? αυτή την κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί ψαχουλεύουμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί, εκτός κι αν
Τα μάτια επανέλθουν
Όπως το αιώνιο άστρο
Ρόδο εκατόφυλλο
Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.
V
Γύρω-γύρω όλοι
Φραγκόσυκο στη μέση
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε ξημερώνει
Μεταξύ της ιδέας
Και της πραγματικότητας
Μεταξύ της κίνησης
Και της πράξης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ της επινόησης
Και της δημιουργίας
Μεταξύ του αισθήματος
Και της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει η Σκιά
Η ζωή είναι μακριά πολύ
Μεταξύ της επιθυμίας
Και του σπασμού
Μεταξύ της ισχύος
Και της ύπαρξης
Μεταξύ της ουσίας
Και της πτώσης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα
-
Ο ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)
Οι γλάροι κουτσομπολεύουνε το φως,
παρέες παρέες πάνω στο κύμα
σχολιάζουνε τις τόσες του ελλείψεις,
απ? όλες η χειρότερη η νύχτα.
Κάτι γλυκό
σαν σιρόπι δένει μέσα μου
κι είναι ο φόβος για τη μαύρη τρύπα
που από πάνω της
σαν μυγίτσα κρέμομαι.
Προτροπές ακούω :
Έλα, έλα να χορέψεις
τον κουτσό χορό σου
στις γλιστερές επιφάνειες της νοσταλγίας,
έλα, έλα να πεις
λογάκια τελευταία
για το πώς χύνονταν το μέσα έξω
για το πώς το έξω ορμούσε μέσα
και καταργούσε την ιεραρχία
των ονείρων.
ʼ ! τι έφεση για παράδεισο και τούτη !
Σαν να περίμενε κάτω από το δέντρο
άντρας θείος γαλανός,
σαν να σχεδιάζεις ταξίδι μακρινό
με το δάχτυλο στο χάρτη,
σαν ένα ποίημα να ξεπετάγεται ζεστό
περνώντας, ένα θεός ξέρει
μέσ? από πόσα δάκρυα,
ακράτητος ανέρχεται
ο οίστρος του θανάτου.
-
Ο ΞΕΝΟΣ (Γιάννης Ρίτσος )
Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)
XV
Η αποστολή μου τέλειωσε
κι ακόμη αργοπορώ.
Αμφίρροπος ακόμη στέκω
στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.
Ζητάς ν' ακολουθήσεις τη σκιά μου
που χάνεται μέσα στο φως
σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.
Ο δρόμος είναι απέραντος
ο δρόμος είναι δύσκολος κ' είναι γυμνός
σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε
και που ποτέ δεν συγχωρεί.
Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.
Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου
τόσο που να λυγίσεις όλος σ' ένα τόξο
να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.
Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς
το δικό σου φως
το φως όλου του κόσμου.
-
Μανώλης Αναγνωστάκης
Ποιητική
- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
- Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.
-
ʼβελ και Κάιν
Ι
Φυλή του ʼβελ, τρώγε, πίνε και κοιμήσου۰
ο Θεός σ? εσένα γλυκά χαμογελά!
Φυλή του Κάιν, μες στη λάσπη σου κυλήσου
και ψόφα πάνω στην κακομοιριά.
Φυλή του ʼβελ, το θυμίαμά σου ευφραίνει
των Σεραφείμ τη μύτη εκεί ψηλά!
Φυλή του Κάιν, η αγωνία που σε βαραίνει,
θενά τελειώσει εδώ καμιά φορά;
Φυλή του ʼβελ, κοίτα: τα σπαρτά σου εσένα,
τα ζώα σου, πάν? όλα κατ? ευχή.
Φυλή του Κάιν, στ? άντερά σου, λυσσασμένα
η πείνα ουρλιάζει, γέρικο σκυλί.
Φυλή του ʼβελ, ζέσταινε συ την κοιλιά σου
στο τζάκι σου το πατριαρχικό.
Φυλή του Κάιν, σαν τσακάλι στη σπηλιά σου,
τρεμούλιαζε απ? το κρύο το φριχτό!
Φυλή του ʼβελ, ερωτεύου, γεννοβόλα!
Και το πουγκί σου όμοια γεννοβολά.
Φυλή του Κάιν, στην καρδιά σου φλόγα είν? όλα,
μα απ? τους μεγάλους πειρασμούς, μακριά!
Φυλή του ʼβελ, όλο πλήθαινε۰ βοσκίζεις,
σαν πάνω στο σανίδωμα οι κοριοί!
Φυλή του Κάιν, σ? έρημους δρόμους που γυρίζεις,
σέρνε τη φαμελιά σου που θρηνεί.
ΙΙ
Φυλή του ʼβελ, το ψοφίμι το δικό σου,
θενά λιπάνει σαν κοπριά τη γη!
Φυλή του Κάιν, η δουλειά που ?χεις εμπρός σου,
για ?σε δεν έχει ακόμα τελειωθεί.
Φυλή του ʼβελ, να ποια είναι η ντροπή σου:
το σίδερο έχει απ? το κοντάρι νικηθεί!
Φυλή του Κάιν, ως τα ουράνια ας φτάσει η οργή σου
κι ας ρίξει το Θεό κάτω στη γη!
Κάρολος Μπωντλαίρ
-
Το ν' αγαπάς είναι ουσιαστικά η επιθυμία ν' αγαπηθείς.
Jacques Lacan,
Το ξέρω πως καθένας μοναχός
πορεύεται στον έρωτα, μοναχός
στη δόξα και στὸ θάνατο.
Γιάννης Ρίτσος
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
ΙΙ
Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.
Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ' ήρθες εσύ.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
ΙΙΙ
Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.
Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.
Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.
Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.
Πώς μπορεί ν' ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;
Στέκω απ' έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να' ρθώ
κι όλο στέκω
έξω απ' τη θύρα σου.
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας.
Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μάς
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ' αυτή τη φωταψία;
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
VI
Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ? άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ? τα βλέφαρα σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ? αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ? τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
Χ
Αγάπη, Αγάπη,
δε μούχες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.
Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε που είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.
Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».
Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».
Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.
Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.
Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.
Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.
Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.
-
ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (Γιάννης Ρίτσος)
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
-
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΑ ΒΡΟΧΕΡΗ
Ο έρωτας λοιπόν κατεδαφίζει
το ετοιμόρροπο που συντηρούμε.
Λιγάκι πριν μαζί του σωριαστούμε
με άλλα υλικά μάς ξαναχτίζει.
Ευγένεια και βάθος μας χαρίζει,
σκληρότητα και ύψος που τρομάζει.
Σε άγνωστο τοπίο προβιβάζει
τον κόσμο και ξανά μας τον δωρίζει.
Τα μουδιασμένα μέλη μας αγγίζει,
δεκαδικά και συμμιγή και μόνα,
και παραβαίνοντας κάθε κανόνα
ακέραια τα κάνει και τ' αθροίζει.
Όνειρο η αρρώστια, θα περάσει
με μια ηχώ βλεμμάτων και μια ζάλη.
Η σιωπή σαν μύγα σε μπουκάλι
τη μουσική του κόσμου θα σκεπάσει.
Μετά την ταραχή του και το σάλο
αφήνει, εκεί στην άκρη των δαχτύλων,
σαν χνούδι τη χρυσή σκουριά των ήλων
και θέα σε παράθυρο μεγάλο.
Μια θέα Παραδείσου. τίποτ' άλλο.
Μιχάλης Γκανάς
-
ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού--χίλιες οργιές--
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και ξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
Νίκος Καββαδίας, Τραβέρσο
-
Τα σύννεφα γιγάντια φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως. σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.
Κ' είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της--μπλάβο εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο--
κάποια παράξενη θωριά.
Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
πέρα, απ' του πέλαου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια,
μπατσίζουνε την αμμουδιά.
Τις βάρκες, τις ψαρόβαρκες ο φόβος κυβερνήτης
μες στο λιμάνι τις κρατεί.
μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ' ένα χρυσόνειρο δετή.
Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού
και τήνε πάει ο άνεμος και τήνε πάει το κύμα
κ' είναι παιχνίδι του καιρού.
Κ' ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου
και χάνομαι με τον αφρό,
ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,
θάλασσα, δε θαν τη χαρώ.
(από την ενότητα : Ο ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ)
Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Τα Ποιήματα»,
-
Η θάλασσα είναι σα τον έρωτα
μπαίνεις και δε ξέρεις αν θα βγείς.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους-
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνιγήκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται-ένας τη πληρώνει.
Ντινος Χριστιανόπουλος-Η Θάλασσα
-
ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (Γιάννης Ρίτσος)
Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)
ΙΧ
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
-
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ ( Οδυσσέας Ελύτης)
απόσπασμα από το έργο του ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...
Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
-
ΤΟ ΑΝΑΒΡΥΣΜΑ (Ορέστης Αλεξάκης)
(Από τη συλλογή Βυθός -1985)
Είσαι παντού
στο φως
στη μουσική
στη στέρεη γη
στην πάχνη των ονείρων
σ' ό,τι βαθιά στη σιγαλιά ενδημεί
σ' ό,τι διαχέεται στη
βοή τού κόσμου
στις τροχιές των γλάρων
στις άνθινες πλαγιές που περιμένουν
τον φονικό χορό
των ερωτευμένων
στα σκοτεινά κελιά που θησαυρίζουν
στέρνες δακρύων
στους τάφους τούς χορταριασμένους
που 'χασαν όνομα και μνήμη
στον ζητιάνο που ακόμη
μέσα του ψάχνει
το θείο βρέφος
στον προφήτη που κρούει
τον ουρανό και βρέχει
βρώσιμη ελπίδα
στους γέρους που παράμερα σωπαίνουν
για να μπορούν ν' ακούν
τα μέσα λόγια
στα παιδιά
που το σώμα τα βαραίνει
και φεύγουν απ' το σώμα
και πετάνε
Είσαι παντού
στη ρέμβη των πραγμάτων
στου Απριλομάη τη χειμέρια νάρκη
στην έρημο των σιωπηλών βλεμμάτων
στη μάταιη των χεριών
ιχνηλασία
στα σιωπηλά δωμάτια που βραδιάζουν
στους καθρέφτες που πάντα περιμένουν
στων ρολογιών τον αδιατάρακτο ύπνο
στο κρεβάτι με την Μαρμαρωμένη
Είσαι παντού
στον κουρνιαχτό των δρόμων
στον ωκεανό τής αφρισμένης πόλης
στων όχλων την κινούμενη άμμο
στους ήχους των τριάκοντα αργυρίων
στο χωρισμό με το λευκό μαντίλι
στην προσμονή με το χλομό καντήλι
στην αγάπη με το ανοιγμένο τραύμα
στο στεναγμό τής κλειδωμένης πόρτας
στον ερχομό που ανοίγει παραθύρια
στο πουλί που ραμφίζει μια ηλιαχτίδα
στο γιορτινό φιλί σαν εύοσμο άνθος
στο βρέφος που γεννιέται και γνωρίζει
και αποζητά το προορισμένο στήθος
στις ρίζες που σαλπίζουν
τον εγερτήριο ύμνο
βαθιά στο χώμα
στη μουσική των ανθισμένων κήπων
στο ξαφνικό παρών τού δρυοκολάπτη
στο απέραντο μυστήριο των ιβίσκων
στα νερά που ξυπνούν και τραγουδάνε
και κάτασπρα φοράνε
και χορεύουν
....................
Είσαι παντού
ορατή κι αποκρυμμένη
γειτονική κι απόμακρη
μητέρα
και θυγατέρα
πέτρα και νερό
χιόνι και υπόγεια βλάστηση
πανέρι
ρούχο απλωμένο στον αγέρα να στεγνώσει
δέντρο γεμάτο ανθούς και σημασία
Κι ωστόσο να σ' αγγίξω
δεν μπορώ
στα μάτια σου να σκύψω
δεν μου πρέπει
ν' αφουγκραστώ τον χτύπο τής καρδιάς σου
τι μάταιος λόγος
Εσύ
που ανθίζεις μέσα στη σιωπή
με τη σιωπή σου μόνο με πλησιάζεις
Κι εγώ
στη γη των αιχμηρών
κραυγών
το θαύμα τής σιωπής σου προαναγγέλλω
-
ΔΕΙΛΙΝΟ (Τάσος Λειβαδίτης)
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα ?
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ? έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
-
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ (Γιάννης Βαρβέρης)
Στην τσέπη τού παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες τού κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές τού μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις γραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
-
Αντί για μας, η Ποίηση
Ό,τι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε
τόζησε τελικά η Ποίησή μας.
Ό,τι ακριβό και σπάνιο
δε μπορέσαμε να ζήσουμε
- ή δεν ήμασταν ικανοί να ζήσουμε-
τ' αφήσαμε σε Κείνη
Το πιο σίγουρο καταφύγιο
της καρδιάς είναι η Ποίηση
Ω Ποίηση!
Μαυσωλείο μεγάλων ονείρων!
ʼνοιξε στο μέλλον τις πύλες σου
για να βρούνε τους πόνους μας
και τα πανάρχαια συναισθήματα
που γίναν ρυθμός, εικόνες, μουσική
σε στιγμές απελπισίας και μάχης.
Κώστας Κοβάνης
-
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μονολογεί το Φεγγάρι ,
στον Ματωμένο γάμο .
"Είμαι ο στρογγυλός κύκλος του ποταμού ,το μάτι των μητροπόλεων ,το χλωμό φέγγος μέσα απο τις φυλλωσιές .
Δεν θα ξεφύγουν!
Ποιός κρύβεται;
Ποιός κλαίει μ' αναφιλλητά
μέσα στους θάμνους της κοιλάδας;
Το φεγγάρι ,
αφήνει στον αέρα ένα μαχαίρι ,
που σαν παγίδα απο μολύβι αποζητάει να γίνει πόνος στο αίμα .
Αφήστε με να μπώ!
Φτάνω .
Παγώνω παράθυρα και τοίχους .
Στέγες και κόρφοι ,ανοίχτε να ζεσταθώ μέσα σας .
Κρυώνω .
Οι στάχτες απ' τα νυσταγμένα μου μέταλλα ,ψάχνουν να βρούν της φωτιάς
σε δρόμους μέσα και σε λόφους .
Πάνω στη ράχη μου απο ίασπη ,το χιόνι με μεταφέρει και με πνίγουν σκληρά και παγερά ,τα νερά που λιμνάζουν .
Ω , ναι ,θα χυθεί απόψε ,
στα μάγουλα μου και στις καλαμιές που λυγούν κάτω απ 'τα πλατειά πόδια του ανέμου ,
αίμα κατακκόκινο ..
Πουθενά μην πέσει σκιά ,
ούτε άνοιγμα στα δέντρα ,
γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουν !
Θέλω να μπώ σ' έναν κόρφο και να ζεσταθώ εκεί μέσα .
Ζητάω μια καρδιά .
Για μένα μια καρδιά ζεστή .
Που θα απλωθεί πάνω στου στήθους μου τα βουνά .
Αφήστε με να μπώ .
Ω ,αφήστε με ,αφήστε με ..
Οχι ,δεν θέλω καμιά σκιά .
Πρέπει να φτάνουν οι αχτίδες μου παντού .
Ακόμα κι ως μέσα στους σκοτεινούς κορμούς θέλω να ψιθυρίζει η λάμψη .
Κι έτσι ,θα ' χω απόψε ,
στα μάγουλα μου και στις καλαμιές που λυγούν κάτω απ' τα πλατειά πόδια του ανέμου ,
αίμα γλυκό .
Ποιός κρύβεται ;
Είπα έξω να βγεί !
Οχι .Δεν θα μου ξεφύγουν .
Θα κάνω ν' αστράφτει το άλογο ,
σαν ενός διαμαντιού τον πυρετό .. "
-
Ο πληθυντικός αριθμός
Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
(Το λίγο του κόσμου, 1971)
Κική Διμουλά
-
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (Νίκος Βρεττός)1973
Βυθίζομαι αργά στον ύπνο της ημέρας
δίχως όνειρο, δίχως καημό να υπάρξω.
Το σώμα φθαρτό και η ψυχή στεγνώνει
σβήνει ολοένα η αίσθηση του κόσμου.
Οι ώρες περνούν και πέφτει το βράδυ
αύριο ίσως δε θα μπορώ να λυπάμαι.
Περνούν καθώς την έρημο οι καμήλες
μέχρι το τέλος τίποτα δε θα μείνει.
Πηγές και μνήμες μου έξω από τον ύπνο
κι όλο το πάθος για τη γέννησή μου.
-
Κι ύστερα
Φ.Γκαρθία Λόρκα /1921
Οι λαβύρινθοι
που πλάθει ο καιρός,
σβήνουν και πάνε.
(Μένει μονάχα η ερημιά)
Κι η καρδιά μας
βρύση του πόθου
σβήνει και πάει.
(Μένει μονάχα η ερημιά)
Η φρεναπάτη της αυγής
και τα φιλιά,
σβήνουν και πάνε.
Μένει μονάχα η ερημιά,
Μια κυματιστή
ερημιά...
-
Μεμέντο
Φ.Γκαρθία Λόρκα/1921
Οταν θα πεθάνω,
με την κιθάρα μου αντάμα,
θάψτε με κάτω απ' τον άμμο.
Όταν θα πεθάνω,
στις πορτοκαλιές ανάμεσα
και στις μέντες.
'Οταν θα πεθάνω,
Θάψτε με , παρακαλώ,
στον ανεμοδείχτη.
Όταν θα πεθάνω!
Βάλτοι/1922
Κυπαρίσσια
(Νερό κουρασμένο)
Σκλήθρα.
(Νερό καθάριο)
Ιτιά
(Νερό βαθύ)
Καρδιά.
(Νερό των ματιών)
-
Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
-
Μακρυά
Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πώ...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει -
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου - Αύγουστος ήταν; - η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
-
Μονοτονία
Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
-
ΓΕΧΟΥΝΤΑ ΑΜΙΧΑΪ
1924
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΩΝ ΚΟΡΜΙΩΝ ΜΑΣ
Όπως το αποτύπωμα των κορμιών μας
Ούτε σημάδι δεν θ? απομείνει πως βρεθήκαμε σ? αυτό τον τόπο.
Ο κόσμος κλείνει πίσω μας,
Η άμμος ξαναστρώνεται.
Μπροστά μας είναι κιόλας ημερομηνίες
Που πια δεν υπάρχεις,
Κιόλας ένας άνεμος παρασύρει σύννεφα
Που δε θα βρέξουν πάνω στους δυο μας.
Και τ? όνομά σου είναι κιόλας στις λίστες των επιβατών των πλοίων
Που και μόνο οι ονομασίες τους
Νεκρώνουν την καρδιά.
Οι τρεις γλώσσες που ξέρω,
Όλα τα χρώματα που μέσα τους βλέπω κι ονειρεύομαι:
Τίποτα απ? αυτά δεν θα με βοηθήσει.
μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης
-
Μη σημαδέψεις την καρδιά μου
................................
Αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι...
Καθώς θα ακουμπήσεις τ' όπλο σου στη γωνιά, θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.
...Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις,
χτύπα με αλλού -
μη σημαδέψεις την καρδιά μου!
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θάθελα να το λαβώσεις.
Τάσος Λειβαδίτης
-
Κάποτε
Μου λες κλείσε τα μάτια,
άνοιξε τα χέρια σου
και περπάτησε στα σύννεφα.
Κάποτε, σου απαντάω,
γεννήθηκα στα σύννεφα.
Μου λες ξάπλωσε
στην καυτή αμμουδιά
και άσε τη θάλασσα
να σε χαϊδεύει και τα φύκια
να πλέκουν τα βρεγμένα σου μαλλιά.
Κάποτε, σου απαντάω,
ήμουν φίλη με τα κοχύλια του βυθού.
Μου λες πήγαινε στην άκρη του γκρεμού
με τον άνεμο να τρεμοπαίζει
στο κορμί σου
και άγγιξε το αγριολούλουδο
που αιωρείται στο κενό.
Κάποτε, σου απαντάω
ήμουν εγώ αυτό το αγριολούλουδο.
Μου λες σήκωσε ψηλά το κεφάλι
και κοίτα τον ήλιο στα μάτια,
ψάξε ανάμεσα στ' αστέρια
που είναι αυτοί που αγάπησες.
Κάποτε, σου απαντάω,
δεν χρειαζόταν να ψάξω
τους είχα μέσα στην καρδιά μου.
Μου λες αντίκρισε το βλέμμα σου
μέσα στα καθάρια νερά του ποταμού
και αναρωτήσου : και τώρα;
Κάποτε, σου απαντάω
το βλέμμα μου ήταν η απάντησή σου.
Μη μου λες πίστεψέ με....
Κάποτε μου έκλεψες την πίστη.
Ευερίνα Κατριτζόγλου
-
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΧΟΙΝΙ
Το κομμένο σχοινί
μπορείς να το ξαναδέσεις
θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
θα ?ναι κομμένο.
Ίσως πάλι ν? ανταμώσουμε
μα εκεί που μ? άφησες
δεν πρόκειται ποτέ
να με ξαναβρείς.
μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
-
ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
Ο ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ
Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ? ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ? ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.
μετάφραση: Αργύρης Χιόνης
-
Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος καί το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαίς, ο καημός σου όσος και νάναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψουν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος τό νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει για αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδύλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
Θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Λορέντζος Μαβίλλης
-
Ο,ΤΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΗΤΑΝ ΒΟΥΝΟ (Bertolt Brecht)
Ό,τι σε σένα ήταν βουνό
το ισοπέδωσαν
και σκέπασαν την κοιλάδα σου.
Από πάνω σου περνάει τώρα
ένας δρόμος άνετος.
-
ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Bertolt Brecht)
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Τ' ότι έφυγε από σένα, δεν είναι απόδειξη
Ότι πολύτιμος δεν είναι. Παραδέξου το:
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
Έφυγε από σένα, γιατί υπηρετούσες μια καλή υπόθεση
Κι αυτός πήγε μια τιποτένια να υπηρετήσει. Παραδέξου το, όμως:
Έναν πολύτιμο άνθρωπο έχεις χάσει.
-
Μενέλαος Λουντέμης
Ἐρωτικὸ κάλεσμα
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.
-