Originally Posted by
elisabet
Αυτή η περίοδος για μένα φαίνεται πως είναι ιδιαιτέρως εκπαιδευτική και αυτές τις μέρες μάλλον πήρα ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα της ζωής μου.
Μέσα στον γενικότερο χαμό που ζω και που οι περισσότεροι ξέρετε , κάπου εκεί ανάμεσα σε χημειοθεραπείες και αγωνίες και τρεξίματα η ζωή παραδίδει τελικά τα καλύτερα μαθήματα της. Μπας και ξυπνήσεις. Ευτυχώς είχα και έχω ανθρώπους γύρω μου που έτρεξαν από την πρώτη στιγμή να βοηθήσουν και πρακτικά αλλά κυρίως με την παρουσία τους, με το αδιάκοπο ενδιαφέρον τους και μια κουβέντα συμπαράστασης. Μέσα σε αυτά είχα την τύχη να μου φανερωθεί κι ένα φίδι που έτρεφα στον κόρφο μου για χρόνια. Που το έτρεφαν οι γονείς μου και μετά ανέλεβα εγώ γιατί τσιμπούσα από τον καλό τον λόγο, από το γλυκομίλητο πρόσωπο, από την κακομοιριά που έβγαζε, απ το συνεχές κλάψιμο της. Συγγενής. Πάντα σπίτι μας σαν μια οικογένεια. Πάντα υπό την προστασία μας. Ο, τι ήθελαν, εμείς πάντα εκεί, οι γονείς μου κ αργότερα και εγώ. Ένιωθα ώρες ώρες μια ενόχληση σαν ένα τσιμπούρι που σου χει κολλήσει και δεν λέει να σε αφήσει, ένιωθα κάποιες στιγμές να μου συμβαίνει κάτι καλό και να πιάνω τον εαυτό μου να μην τολμώ να το πω γιατί κάτι στο βλέμμα τους με τρόμαζε και με απωθούσε. Μια μόνιμη κλάψα και εγώ να τρέχω. Αχ, μου έσπασε η πολυθρόνα και δεν έχει ο θείος σου που να κάτσει τώρα που ναι άρρωστος, έτρεχα εγώ να δίνω πολυθρόνες. Μου χάλασε ο φούρνος, έδινα εγώ. Ειδα πήρες καινούργιο τάδε, δεν μου δίνεις το παλιό; έδινα εγώ. Δεν έχουμε λεφτά για αρνί το Πάσχα, έτρεχε ο πατέρας μου που το χε σε κακό να κάνουν οι άνθρωποι Πάσχα χωρίς αρνί. Δεν έχουν τα παιδιά να φάνε κρέας σοκ η μάνα μου, άνοιγε το ψυγείο και έδινε τα μισά.
Έβλεπα όμως τα σημάδια. Όλοι τα βλέπαμε. Αλλά δεν τα αξιολογούσα σωστά, τη δικαιολογούσα πάντα : είναι αφελής, δεν το κάνει από κακό απλά δεν της κόβει. Αυτό σκεφτόμουν πάντα και έκλεινε εκεί. Και πάντα ένα χέρι απλωμένο να ζητάει μπροστά μου.
Μόλις αρρώστησε ο πατέρας μου και τέλειωσε η μάσα εξαφανίστηκαν. Βρήκαν αλλού να τρώνε. άρχισα να μαζεύω θυμό αλλά είπα χέστους, είχα σοβαρότερα θέματα να ασχοληθώ. Μάλωνα την μάνα μου, της έλεγα : μη δίνεις σημασία, ας κάνουν οτι θέλουν μην ασχολείσαι. Μέσα μου μάζευα ομως. Ούτε ένα τηλέφωνο. Ζείτε; Για τον πατέρα μου ειδικά έπρεπε να χουν στήσει άγαλμα και να τον πρσκυνάνε και τώρα ούτε ένα τηλέφωνο αν ζει! Φτάνει το αποκορύφωμα, γλέντια, γάμοι, του πετάνε τυπικά ένα προσκλητήριο στη μούρη, ούτε καν σπίτι δεν ήρθαν να το δώσουν, στο καφενείο και εκείνος γυρνάει σπίτι με τα μούτρα κατεβασμένα. Τίποτα δεν έκανα εγώ; μου λέει. Μη δίνεις σημασία του λεγα εγώ, ας κάνουν οτι θέλουν. Δύο τηλέφωνα όλο αυτό διάστημα. Ένα για να μου ζητήσει να την πάω κάπου με το αυτοκίνητο όπου αρνήθηκα γιατί δεν είχα χρόνο να αναπνεύσω κι ένα άλλο λίγες μέρες πριν που με πέτυχε σε δουλειά και δεν μίλησα πολύ. Της είπα πως θα την πάρω αργότερα αλλά δεν την πήρα, δεν είχα καμιά διαθεση να την ακούσω νόμιζα οτι θα μου το παίξει πως την έπιασε ο πόνος για τον πατέρα μου, τόσο ηλίθια. Και μετά έσπασε τα τηλέφωνα να με βρει για να μου πει τι; Να της επιστρέψω το ένα και μοναδικό δώρο που μου χε κάνει αυτά τα χρόνια γιατί το χρειαζόταν μου είπε!!! Δεν πίστευα στα αυτιά μου!!! Με ένα κακομοίρικο ύφος πάλι, με παρακάλια, με τα δεν μπορώ , είμαι χάλια, το χρειάζομαι, συγγνώμη που σε ενοχλώ... είχα σοκαριστεί. ΔΕν μπήκε καν στο κόπο να με ρωτήσει πριν αρχίσει την κλάψα πώς είμαι, αν ζούμε, τίποτα, μόνο να μου πει πόσο χάλια είναι εκείνη, πόσο χρειάζεται το δώρο πίσω. Σηκώθηκα και πήγα την ίδια στιγμή με το δώρο επιστροφή. Άρχισα να την ρωτάω τι έχει μαζί μας, ποιος την πείραξε, γιατί φέρεται έτσι. Τα αρνήθηκε όλα, μας μιλάει κανονικά λέει, δεν έχει τίποτα. Έγινα έξαλλη, άρχισα να φωνάζω, να απαιτώ μια απάντηση. Και ξαφνικά οι μάσκες πέσανε. Μόλις με είδε να βγαίνω εκτός εαυτού, μόλις είδε να ουρλιάζω και να κοπανάω πράγματα, μόλις είδε οτι για πρώτη φορά της ζητούσα αυτά που δικαιούμαι και μου τα κράτησε, μόλις φοβήθηκε οτι για πρώτη φορά δεν θα της δώσω αλλά θα της πάρω....εκεί επιτέλους την έβγαλε την μάσκα. Εκεί τελειώσαν τα γλυκόλογα και το χαμογελαστό πρόσωπο κι είδα με τα μάτια μου αγνή καθαρή κακία.
Την προειδοποίησα πως θα πήγαινα την επομένη να της πάρω κάτι που μου κρατούσε χρόνια και με πουστιές αρνιόταν να δώσει ενώ το ζητούσα. Ήταν ένα έπιπλο της γιαγιάς που τη λάτρευα και το χε πάρει χωρίς να ρωτήσει κανέναν όπως είχε πάρει κι όλα τα πράγματα της γιαγιάς και καλά μας τα κρατούσε και θα μας τα έδινε όποτε τα ζητούσαμε αλλά όταν το ζητούσα γύρισε και μου είπε : ναι ναι βεβαίως να στο δώσω, αλλά δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου, αγόρασε μου ένα άλλο και θα στο δώσω αυτό, το δικαιούσαι. Και εγώ τότε ντράπηκα να της πω : τι μου ζητάς; Να στο αγοράσω; Γιατί αφού το δικαιούμαι; Και είχα όντως σκοπό μόλις μάζευα λίγα χρήματα να της το αντικαταστήσω γιατί είχα σιχαθεί πια την κακομοιριά της. Και τώρα γύρισε με στόμφο και μου είπε : ξέχνα το, δεν στο δίνω, εγώ αυτό θέλω να το δώσω στην νύφη μου! Εκεί τρελάθηκα. Έφυγα για να μην την δείρω με την υπόσχεση πως θα επέστρεφα για να το πάρω.
Με ηρέμησε ο γιος της στον οποίο τηλεφώνησα αμέσως μετά. Μου έδωσε τον λόγο του πως θα μου το επιστρέψει ο ίδιος, ούτε αυτός πίστευε στα αυτιά του για αυτά που άκουγε για την μάνα του, δεν ήξερε τι να πει. Μου ζήτησε να ηρεμήσω και να μην κάνω τίποτα την επομενη όπως είχα σκοπό μου ζήτησε να το κάνω για κείνον. Σταμάτησα. Για εκείνον και για τον πατέρα μου. Μην μάθει τίποτα από αυτά.
Η μάσκα απαξ και βγει όμως μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης πίσω από το γλυκανάλατο κακομοίρικο ύφος της θεούσας δεν μπορεί να μαζευτεί με τίποτα. Κουβέντα εγώ στους δικούς μου. Και την επομένη φτάνει δέμα απτην λεγάμενη. Δυο φλιτζανάκια του καφέ κι ένα γράμμα. 4 σελίδες ξεβράκωμα χρόνων. Πόση κακία έκρυβε μέσα της και δεν είχα πάρει χαμπάρι; Πόση υποκρισία; Πώς κατάφερνε κι έκρυβε τόσο φθόνο; Τι είχε να μας καταλογίσει ; ποια ήταν τα τρομερά εγκλήματα που της κάναμε και φέρθηκε έτσι; Η μάνα μου της έδινε λέει συνεχώς αλλά όχι απο αγάπη γιατί την κακολογούσε παντού. Κι ο πατέρας μου έκανε το τρομερό έγκλημα μια φορά να ζητήσει δανεικά από τον γιο της τα οποία επέστρεψε. Εγώ έκανα το τρομερό έγκλημα μια φορά που της είχα δανείσει κάτι που είχε συναισθηματική αξία για μένα, να θυμώσω όταν μου είπε πως χάλασε και το πέταξε. Αυτά μου γραφε στο γράμμα. Αυτό το κακό της έχουμε κάνει. Κι εντελώς τυχαία όλα αυτά τα θυμήθηκε μετά από χρόνια, όταν βρήκε αλλού να τρώει.
Αυτό που θα της άξιζε ξέρω ποιο είναι. Γιατί ξέρω ποιο είναι το μοναδικό πράγμα που την πονάει. Να της πάρεις κάτι. Αυτό που θα πρεπε να κάνω, αν δεν σκεφτόμουν τον πατέρα μου, είναι να πάω σήμερα με ένα φορτηγό και να της αδειάσω το σπίτι. Γιατί ότι έχει εκεί μέσα, είναι δικό μου, εγώ της το χω δώσει κι οι δικοί μου. Από τις κατσαρόλες μέχρι τα έπιπλα και τις κουρτίνες. Αν διανοηθώ να της πάρω πίσω οτι της έχω δώσει θα της μείνουν μόνο οι τοίχοι.