Σχιζοφρένεια: Μια νόσος με νευροβιολογική βάση που μπορεί να αντιμετωπιστεί
Κειμενο απο την Ελληνικη Εταιρεια Νευροεπιστημων
http://www.hsfn.gr
http://www.hsfn.gr/hsfn/index.php?op...201&Itemid=215
Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή ψυχική νόσος από την οποία πάσχει περίπου το 0.5-1% του πληθυσμού παγκοσμίως. Οι συνέπειές της, εφόσον δεν αντιμετωπιστεί, είναι καταστρεπτικές τόσο για τους ίδιους τους πάσχοντες όσο και για τις οικογένειές τους. Στη σχιζοφρένεια διαταράσσονται δραματικά πολλές από τις βασικές ψυχικές-νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, π.χ. η αντίληψη, η σκέψη, η λογική και το συναίσθημα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μια «αλλόκοτη» συμπεριφορά. Τα συμπτώματα συνήθως πρωτοεμφανίζονται κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή. Σε αυτά περιλαμβάνονται η αποδιοργανωμένη και παράλογη σκέψη και ομιλία, οι ψευδαισθήσεις και οι παραληρητικές ιδέες. Συχνά παρατηρείται κοινωνική απομόνωση, απάθεια και αβουλησία. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια και στα γνωστικά ελλείμματα και στη συναισθηματική επιπέδωση που εμφανίζουν οι ασθενείς με σχιζοφρένεια, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητάς τους. Κάθε ασθενής είναι μοναδικός ως προς τα συμπτώματα που θα παρουσιάσει και τη σοβαρότητά τους.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις που υποστηρίζουν ότι η σχιζοφρένεια έχει γενετική βάση, αν και η ακριβής ταυτότητα των εμπλεκόμενων γονιδίων παραμένει ακόμα μυστήριο. Αρκετές μελέτες παρ' όλα αυτά συγκλίνουν στο ότι για τη νόσο είναι υπεύθυνα πολλαπλά γονίδια, και όχι μόνο ένα. Φαίνεται όμως να είναι απαραίτητη και η συμβολή συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων για να εκδηλωθεί η νόσος, γεγονός που έχει οδηγήσει στη διατύπωση του μοντέλου στρες-προδιαθεσιμότητας σύμφωνα με το οποίο σε ορισμένους ανθρώπους υπάρχει μια εγγενής-κληρονομική προδιάθεση για την εμφάνιση σχιζοφρένειας, η οποία βγαίνει στην επιφάνεια με τη συμβολή συγκεκριμένων άλλων παραγόντων (π.χ. βιολογικών, ψυχολογικών, περιβαλλοντικών, στρες).
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα για τη βιολογική βάση της σχιζοφρένειας έχει επικεντρωθεί σε ανατομικές βλάβες-δυσλειτουργίες και βιοχημικούς μηχανισμούς που μπορεί να σχετίζονται με την εκδήλωσή της και να επηρεάζουν την πορεία της. Σε μακροσκοπικό επίπεδο υπάρχουν αρκετά ευρήματα για διεύρυνση των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου (γεγονός που υποδεικνύει εκφύλιση νευρικού ιστού) και ατροφία στο φλοιό, ιδιαίτερα σε μετωπιαίες και κροταφικές περιοχές. Πολλές από αυτές τις ανωμαλίες έχουν παρατηρηθεί και σε υγιή αδέλφια ασθενών με σχιζοφρένεια, γεγονός που υποστηρίζει την άποψη ότι υπάρχει κάποια προδιάθεση αλλά η νόσος εμφανίζεται όταν υπεισέλθουν και άλλοι παράγοντες. Σε κυτταρικό επίπεδο έχει διαπιστωθεί διαταραγμένη κυτταροαρχιτεκτονική, ιδιαίτερα σε περιοχές του κροταφικού λοβού. Η διαταραγμένη κυτταροαρχιτεκτονική πιθανώς να σχετίζεται και με προβλήματα στη μετανάστευση των κυττάρων κατά την ενδομήτριο φάση της κύησης, που μπορεί να οφείλονται σε ιούς ή τοξικούς παράγοντες στους οποίους εκτέθηκε η μητέρα. Αυτό έχει οδηγήσει στην άποψη ότι η σχιζοφρένια είναι μια νευρο-αναπτυξιακή διαταραχή. Σε ότι αφορά στη λειτουργία του εγκεφάλου είναι πλέον καλά τεκμηριωμένο ότι σε σημαντικό αριθμό ασθενών με σχιζοφρένεια υπολειτουργεί η προμετωπιαία περιοχή του μετωπιαίου λοβού. Αυτό το εύρημα έχει σχετιστεί με ορισμένα από τα συμπτώματα, όπως οι διαταραχές στο συναίσθημα, η κοινωνική απόσυρση και τα ελλείμματα σε γνωστικές λειτουργίες. Δύο από τους πιθανούς λόγους της μειωμένης λειτουργίας του προμετωπιαίου φλοιού φαίνεται να είναι οι λιγοστές συναπτικές επαφές ανάμεσα στα κύτταρα της περιοχής και οι λιγότερες αριθμητικά δενδριτικές άκανθες των νευρώνων. Με άλλα λόγια, η διαταραγμένη επικοινωνία των κυττάρων στην περιοχή αυτή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ατελή επεξεργασία και σύνθεση των πληροφοριών.
Η χημική ουσία του εγκεφάλου που έχει ενοχοποιηθεί περισσότερο στην παθοφυσιολογία της σχιζοφρένειας είναι η ντοπαμίνη. Αυξημένη ντοπαμινεργική δραστηριότητα σε υποφλοιικές περιοχές του εγκεφάλου φαίνεται να είναι υπεύθυνη για μια σειρά συμπτωμάτων, τα λεγόμενα θετικά συμπτώματα, όπως οι ψευδαισθήσεις, οι παραληρητικές ιδέες και οι διαταραχές της σκέψης. Γι' αυτό και φάρμακα που αποκλείουν τους υποδοχείς της ντοπαμίνης (π.χ. αλοπεριδόλη, χλωροπρομαζίνη) και με τον τρόπο αυτό την εμποδίζουν να ασκήσει τη δράση της αντιμετωπίζουν αυτά τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας αρκετά αποτελεσματικά. Στην πραγματικότητα τα φάρμακα αυτά και πολλά παρόμοια, που καλούνται κλασικά αντιψυχωσικά, έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για το σκοπό αυτό για περισσότερα από 50 χρόνια. Παρ' όλα αυτά, ένα ποσοστό ασθενών δεν ανταποκρίνεται σ' αυτή την κατηγορία αντιψυχωσικών φαρμάκων. Επιπλέον, τα φάρμακα αυτά δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα λεγόμενα αρνητικά συμπτώματα, όπως η απάθεια, τα συναισθηματικά προβλήματα, η έλλειψη κινήτρων, η ανηδονία, η αβουλησία, η κοινωνική απόσυρση, η αντικοινωνικότητα και η γνωστική έκπτωση. Τα συμπτώματα αυτά, που έχει βρεθεί ότι οφείλονται σε μειωμένη ντοπαμινεργική δραστηριότητα στην προμετωπιαία περιοχή, αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά με μια σειρά νεότερων αντιψυχωσικών φαρμάκων που καλούνται άτυπα αντιψυχωσικά και περιλαμβάνουν την κλοζαπίνη, τη ρισπεριδόνη, την ολανζαπίνη, την κουετιαπίνη, τη ζιπρασιδόνη και την αριπιπραζόλη. Τα άτυπα αντιψυχωσικά προκαλούν ελάχιστες ή καθόλου εξωπυραμιδικές ανεπιθύμητες ενέργειες και έχουν ένα ευρύτερο φάσμα αποτελεσματικότητας. Επιπλέον μπορούν να βοηθήσουν αρκετούς ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στη θεραπεία με παλαιότερα αντιψυχωσικά.
Συμπερασματικά, η σύγχρονη έρευνα έχει καταδείξει ότι η σχιζοφρένεια είναι μια διαταραχή με σημαντικές βιολογικές συνιστώσες. Η ανάπτυξη των αντιψυχωσικών φαρμάκων βοήθησε σημαντικό αριθμό ασθενών με σχιζοφρένεια να ζήσουν φυσιολογικά εκτός ψυχιατρικών ιδρυμάτων και ασύλων και να είναι κατά το δυνατόν παραγωγικοί στην κοινωνία. Η σχιζοφρένεια είναι μια νόσος μου στις μέρες μας μπορεί να αντιμετωπιστεί. Κάθε ασθενής είναι μοναδικός και θα πρέπει να δεχτεί μια εξατομικευμένη θεραπεία (που μπορεί να συνδυάζει φάρμακα και ψυχοθεραπεία), η οποία να είναι αποτελεσματική γι' αυτόν. Σ' αυτό το πλαίσιο το στίγμα όχι μόνο δεν έχει να προσφέρει κάτι, αλλά μπορεί και να εμποδίσει την ανάρρωση και την ομαλή ένταξη του ασθενούς στον κοινωνικό ιστό.
Γιώργος Παναγής, Επίκουρος Καθηγητής Βιοψυχολογίας
Τμήμα Ψυχολογίας
Πανεπιστήμιο Κρήτης