Είναι στιγμές που χάνουμε το μυαλό μας γιατί η λογική μας παίζει άγριο παιχνίδι, είναι μέρες που αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια, τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, τις χαρές που βιώσαμε. Είναι ώρες που μια κραυγή απελπισίας σκεπάζει τη νοσταλγία μας, αφήνοντας μας έτσι κενούς από ζωή, στεγνούς από ελπίδα.
Ο καιρός έφτασε για τη γνωστοποίηση του προσωπικού μου δράματος, με σκοπό βέβαια να προβληματίσω τον αναγνώστη και να τον παροτρύνω να σκεφτεί συνειδητά για ορισμένα προβλήματα που από την ίδια την φύση τους παραγκωνίζονται από την αδιαφορία που τους δείχνει η κοινωνία. Επιπλέον μέσω της παραστατικής αφήγησής μου στοχεύω στην βελτίωση της ψυχοσωματικής μου υγείας, με το να μοιραστώ τα ψυχικά μου τραύματα. Το παρακάτω κείμενο ως ένα είδος ψυχανάλυσης ευελπιστώ ότι θα συμβάλλει στην πνευματική μου απελευθέρωση καθώς και στη συμπαράσταση όσων συνανθρώπων μου έζησαν κάτι παρόμοιο.
Αρχικά αισθάνομαι την ανάγκη να σημειώσω ότι η παρακάτω μαρτυρία ζωής γράφεται με πόνο ψυχής, διότι προσπαθώ να ξαναθυμηθώ τις βασανιστικές εκείνες στιγμές που ο φόβος και η θλίψη κυριαρχούσαν.
Είμαι πεπεισμένος ότι το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωστών θα νομίζει ότι τα προβλήματά μου πηγάζουν από κάποια προβληματική οικογένεια. Εδώ έρχομαι όμως να τους διαψεύσω λέγοντας και τονίζοντας ότι μεγάλωσα σε μια πολύ υγιής οικογένεια όπου οι γονείς μου συμπεριφέρονταν αρμονικά μεταξύ τους προσπαθώντας να βοηθήσει ο ένας το άλλον. Και οι δύο γονείς μου, μου έδειχναν πάντα την αγάπη τους και μου πρόσφεραν τα πάντα από πνευματικά και υλικά αγαθά. Μου έδιναν και συνεχίζουν να μου παρέχουν τα πάντα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι στην άβυσσο του μυαλού μου. Στην αρχή της παιδικής μου ηλικίας όλα κυλούσαν αρμονικά, θυμάμαι ότι ήμουν ένα φυσιολογικό ζωηρό παιδί με πολύ ενέργεια μέσα του. Ο εφιάλτης που θα ζήσω στη συνέχεια άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά με το που με γράψανε οι γονείς μου στο νηπιαγωγείο. Θυμάμαι τη στιγμή της πρώτης μέρας που δεν ήθελα να πάω σχολείο, διότι φάνταζε για μένα κάτι το φοβερό (ίσως η έκτη αίσθηση μου να ήθελε να με προειδοποιήσει για το τι θα επακολουθήσει).
Ας πάμε όμως κατευθείαν στο ζουμί της ιστορίας για να εντοπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος. Λόγω του ότι ήμουν λίγο ζωηρός, (αλλά βέβαια πάντα με καλή προδιάθεση) μου άρεσε να κάνω γκριμάτσες και αστεία στα άλλα παιδιά. Εκεί είναι που τα παιδιά παρεξηγήσανε τη συμπεριφορά μου και με θεωρούσαν ως χαζούλη. Ταυτόχρονα όμως οι γονείς μου, μου είχαν διδάξει να μην μαλώνω ποτέ με τα άλλα παιδιά και να ζητάω πάντα το λόγο από αυτόν που θα με πείραζε, αν κάποτε υπάρχει κάποια διαφωνία. Είναι σαν να μου κάνανε πλύση εγκεφάλου, ευνουχίζοντας με από τη δυνατότητα να ασκήσω βία εκεί που πρέπει (είναι το μοναδικό λάθος που το χρεώνω στους γονείς μου), έτσι δεν έμαθα να υπερασπίζω τον εαυτό μου. Επίσης με είχανε πολύ καλομαθημένο με αποτέλεσμα να γίνω φοβητσιάρης και ντροπαλός. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνδράμανε στο μαρτύριο μου.
Δυστυχώς υπήρχαν αρκετά ‘κωλόπαιδα’ στην τάξη μου, που πάντα είχαν την διάθεση να ενοχλήσουν και να χτυπήσουν άλλα παιδιά για να διασκεδάσουν. Όπως κανείς εύλογα μπορεί να αντιληφθεί, ήμουν το καταλληλότερο θύμα για τις νοσηρές και αρρωστημένες ορέξεις αυτών των παιδιών. Έτσι λοιπόν σε κάθε διάλειμμα, με χτυπούσαν κλοτσώντας με, μου έκρυβαν τα πράγματα, πετούσαν τη τσάντα μου, μου έδιναν φάπες, με έφτυναν, με έβριζαν, ακόμα θυμάμαι ότι κάποιες φορές μου έβγαζαν το παπούτσι και τους κυνηγούσα στην αυλή για να το πάρω πίσω. Μου πετούσαν χαρτιά και σβηστήρες στο κεφάλι μέσα στο μάθημα.
Επειδή ερχόντουσαν πάντα όλοι μαζί να με χτυπήσουν δε μπορούσα να τα βάλω μαζί τους, δεν υπήρχε τρόπος άμυνας. Φοβόμουν ότι αν τους χτυπήσω θα έχω χειρότερα “αντίποινα”, ότι θα με χτυπούσαν χειρότερα. Πίστευα όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο με το παιδικό και αγαθό τότε μυαλό μου, ότι ο καλός Θεούλης θα τους τιμωρήσει και θα πάνε στην κόλαση. Έτσι λοιπόν καθόμουν και τις έτρωγα “γυρίζοντας και το άλλο μάγουλο” σαν βλάκας αντί να τους σαπίσω στο ξύλο. (Παραδέχομαι εδώ ότι κάποιες φορές δεν φταίει μόνο ο θύτης, αλλά και το θύμα που δεν αντιδράει.) Ήταν φυσικό επακόλουθο όλη η τάξη να αρχίσει να με βλέπει ως τον “χαζό του τμήματος”, σαν “καθυστερημένο”.
Έτσι λοιπόν όλοι άρχισαν να με αποφεύγουν σαν να έχω χολέρα, σαν να είμαι το μαύρο πρόβατο. Μου έδειχναν έμπρακτα το μίσος τους που άγγιζε τα όρια ακραίου ρατσισμού. Λογικό ήταν να αισθάνομαι μοναξιά και να αναπτύξω σύμπλεγμα κατωτερότητας που με οδήγησαν βήμα προς βήμα στην κατάθλιψη. Αυτά είναι μόνο ένα μικρό μέρος από τα μαρτύρια που περνούσα. Όχι για ένα ή δύο χρόνια, αλλά για δεκατρία ολόκληρα χρόνια, συνεχιζόταν κατά εξακολούθηση ο βιασμός του ψυχικού μου κόσμου μέχρι να τελειώσω το Λύκειο. Μπορεί να ακούγεται σοκαριστικό αλλά είναι δυστυχώς μια σκληρή αλήθεια.
Τώρα θα αναρωτηθεί κανείς, αφού δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνος μου, γιατί δεν ζητούσα την προστασία των γονιών μου. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή παραπονιόμουν στην μητέρα μου, ότι κάποια παιδιά με χτυπούσαν (έβλεπε και αυτή τις μελανιές στα πόδια μου) και όπως ήταν λογικό πήγε στο σχολείο επανειλημμένες φορές κάνοντας παρατήρηση στα συγκεκριμένα παιδιά. Το έλεγα και στη δασκάλα και τους έκανε παρατηρήσεις, αλλά μάλλον δεν έδειχνε και πολύ σημασία γιατί με ενοχλούσαν στα διαλείμματα σε μέρη του σχολείου που δεν επιτηρούσε.
Αφού πέρασε η χρονιά μου στο νηπιαγωγείο και άρχιζα την πρώτη δημοτικού, το πρόβλημα είχε ενταθεί, αλλά εγώ κρατούσα μέσα μου ότι άσχημο συνέβαινε στο σχολείο, προσποιούμουνα στους γονείς μου ότι όλα είναι καλά και ότι έχω δυο-τρεις φίλους που κάνουμε παρέα στο σχολείο. Φοβόμουν για να μη με μαλώσουν οι γονείς μου, και ρίξουν και σε μένα το φταίξιμο, να τους ομολογήσω ότι με κοροϊδεύουν όλα τα παιδιά της τάξης και με έχουν για χαζό. Όσο περνούσαν τα χρόνια στο σχολείο ο φόβος μου αυτός γινόταν ποιο δυνατός. Για παράδειγμα στην Τετάρτη δημοτικού που ήμουν ποιο λογικός σκεφτόμουν ότι αν τους πω τι μου συμβαίνει, θα με υποστήριζαν μεν, αλλά σίγουρα θα μου απαντούσαν (μαλώνοντάς με) ως εξής: “Μα καλά γιατί δεν μας το είπες τόσα χρόνια τι σου συμβαίνει; Είσαι χαζός και τους άφηνες να σε χτυπάνε;”. Και όσο μεγάλωνα φοβόμουν να μιλήσω ακόμη περισσότερο.