σκέφτομαι και γράφω!
Printable View
σκέφτομαι και γράφω!
όσοι έμαθαν να ψιθυρίζουν στις σιωπές
όσοι έμαθαν να κλαίνε στις γιορτές
όσοι έμαθαν να γελούν με τον θάνατο
έγιναν εραστές της ζωής.
όσοι άφησαν τα αισθήματα τους να πετάξουν
όσοι έδωσαν στην σκέψη τους φωνή
όσοι στις αγάπες τραγούδησαν
κι όσοι στον έρωτα δημιούργησαν
έγιναν εραστές της ζωής.
όσων οι μέρες κύλησαν και τους βρήκαν μικρούς
όσων οι χοροί προχώρησαν και τους βρήκαν γυμνούς
όσων οι φωνές δυνάμωσαν και τους βρήκαν βουβούς
έγιναν εραστές της ζωής.
ένα άσπρο βραχιόλι περασμένο στο χέρι μου
κάθε κόμπος του ξέρει την ευχή στο στέρι μου.
ένα κόκκινο φως που παλεύει στα βράδια μου
μια γροθιά δυνατή μες τα μάτια μου.
βλέπω δυο εαυτούς να χορεύουνε
δυο διαβάτες που δεν ξέρουν κι αυτοί που πηγαίνουνε.
περπατώ και τα χνάρια μου δεν τα βρίσκει κανείς
λέω να φύγω
μα μου φωνάζω πως είναι νωρίς.
μείνε λίγο ακόμα... θα σου βάλω κρασί
να μεθύσεις τα όνειρα... ν'αποκτήσεις ζωή.
στ'αλήθεια πόσα χέρια δεν λαχτάρησαν να μουντζουρώσουν τους λευκούς τοίχους...
χιλιομιλιμένα λόγια με στόμφο αυταρχικό.
ένα μηχάνημα μετράει την ιδιοσυγκρασία σου κι ένα πακέτο τα λεπτά που σου απέμειναν
πνιγεις μες τις άπειρες γεύσεις την πιο πικρή σου αλήθεια κι ακόμα παλεύεις για ένα κομμάτι ψωμί.
κι ο Μπρεχτ, το φάντασμα τούτης της νύχτας, σου φωνάζει " θα'ταν υποχρέωσή σου...''
Νεφελι μηπως να το εψαχνες λιγο....???
Γιατι μανα μου χωρις αμφιβολια ενα ταλεντο μεγαλο το κουβαλας ....
Γνωμη μου να βρεις καπου να το παρκαρεις ....
Κυνηγα το....
Τρια μπραβο για την Νεφελι!!!
ΦΙΛΙΑ!!!
οι πέντε νότες των ειδήσεων ακούγονται δυνατά απ'το μικρό τρανσισοράκι που αναπαύεται στο τραπέζι δίπλα απ΄τις ελιές το τυρί και μια μισοφαγωμένη ντομάτα.
5 4 3 2 1 αγαπητοί ακροατές καλησπέρα σας ακούτε τις ειδήσεις των επτά...
νέοι βομβαρδισμοί στον Λίβανο με θύματα παιδιά...
ο Λιβανος καίγεται!!! ο ποταμός του σκύλου είναι μόνο αξιοθέατο δεν κρύβει μέσα του θυμό να πνίξει όσους τον προσβάλλουν...
η Βηρυτός φλαίγεται! το παζάρι ερήμωσε... οι μάρκες μοιράζουν χαιρετίσματα στην ΝΙΚΕ της αμερικής στην Cavalli της Ιταλίας στην Louis Vouiton της Γαλλίας κοκ.
σαν τώρα θυμάμαι τον ανεμιστήρα να τρελλαίνεται... ν'αγκομαχεί να δροσίσει το μέτωπό μου...
φωτιά την μυρίζομαι... ίδιος ιδρώτας με τον δικό σας ίδιος φόβος με τον δικό μου...
οι σταχτες και τ'αποκαίδια έιναι τώρα μέσα στις φωτογραφίες μου.... μαύρισαν το δέρμα και τα φωτεινά μας χαμόγελα...
ο Λίβανος καίγεται! η Βηρυτός...
τι θα πω στον Χαλίλ ; πως να δικιολογήσω τις όμορφες θύμισες... λυπάμαι...
ο Λίβανος καίγεται! η Βηρυτός...
σας ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας ανανεώνουμε το ραντεβού μας στις 9 με εφ'ολης της ύλης θέματα...
οι πέντε νότες κλείνουν το δελτίο... αλλά εγώ το μόνο που ακούω...
ο Λίβανος καίγεται...!!! η Βηρυτος... ο λίβανος η βηρυτός... ο λίβανος η βηρυτός...
ΜΕΓΑΛΟ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟΟΟ!!!!
ΦΙΛΙΑ!!!
Στο Βιετνάμ το κίτρινο είναι το αγαπημένο χρώμα των κατοίκων, με όλες του τις αποχρώσεις.
Το κίτρινο ποτάμι κυλάει ήρεμα δίπλα από τα πλημμυρισμένα χωράφια που βγάζουν το μπεζ ακατέργαστο ρύζι.
τα κίτρινα χρυσάνθεμα και τα λιοτρόπια στέκουν στα ορθογώνια παρτέρια και κοιτάνε τον ήλιο.
τα λευκά μαντήλια κιτρινίζουν καθώς ρουφάνε τον μόχθο των ανθρώπων που δουλεύουν στην ντάλα του καλοκαιριού.
παντού βλέπεις τα ψάθινα καπέλα να τρέχουν βιαστικά να διευθετίσουν εκκρεμότητες ή δουλειές τις οποίες τάχθηκαν να υπηρετούν.
κιτρινισμένες σελίδες μιας μακραίωνης ιστορίας γεμάτης αγώνα και όνειρα.
κι αυτοί οι ρόζοι στα κιτρινισμένα από την εργασία δάκτυλα θα θυμίζουν πάντα την προσπάθεια.
στην μέση του πράσινου λιβαδιού με αρώματα από λεμόνι γιασεμί και τσάι κάθεται ο χρυσος Βούδας και χαμογελά σκορπώντας κίτρινες αντάυγειες στον αέρα... όλα θα είναι όμορφα... για πάντα...
σ'ευχαριστώ! γράψτε κι εσείς !!!
Το καλύτερο!!
30/08/07
Ειναι βραδυ.Η μαλλον ξημερωμα.Το στυλο ξενο στα χερια μου.Δεν μπορω να κοιμηθω.Ετσι, σηκωθηκα, σκαλισα ενα ντουλαπι ωσπου βρηκα μερικες ασπρες σελιδες να γραψω.Δεν ξερω τι να γραψω αυτην τη φορα.Απλα θελω να κοιμηθω.Και για να κοιμηθω, πρεπει να παψω να σκεφτομαι,ν' ανησυχω.Για να παψω να σκεφτομαι, πρεπει να μοιραστω τις σκεψεις μου.Εστω με μια κενη σελιδα. Κανει πολλη ζεστη, αλλα δεν εχει σημιασια.Σημασια εχει η στιγμη αυτη, ουτε καν η μερα.Γιατι δε θελω να τη θυμαμαι.Ξεκινησε κ τελειωσε ασχημα. Λες να ειχαν δικιο οσοι ελεγαν "η καλη μερα απ το πρωι φαινεται"; Ίσως.Φοβαμαι.Φοβαμαι πολλα πραγματα.Ισως απο αυτο να βγαινουν αρνητικες σκεψεις.Κι απο αυτες αρνητικες πραξεις.Τα επιπολαια λογια.Αυτα που ξεστομιζεις ολο θυμο και πικρα να σε κατατρωει, ισα για να ανακουφιστεις, να νομισεις οτι δικαιωθηκες.Και αφου γινει αυτο να σκεφτεις ξανα, να μετανιωσεις.Και παλι εχουν δικιο οσοι λενε "στερνη μου γνωση..." ή οσοι λενε "ανθρωποι ειμαστε, λαθη κανουμε".Φαυλος κυκλος!Τα λαθη οδηγουν σε αντιδρασεις, δηλαδη σε αλλα λαθη.Φτηνη δικαιολογια να επικαλουμαστε την ανθρωπινη φυση για τα λαθη μας!Δε θα πρεπει να το θεωρουμε δεδομενο,γιατι απλα ετσι δε θα αλλαξει ποτε,θα γινει γεγονος.Και παλι δικαιωνονται οσοι λενε "ολα ειναι μια ιδεα". Παρηγορη σκεψη!Γιατι αν θες, δινεις υποσταση στην ιδεα ή απλως την αφηνεις.Την οριζεις δηλαδη.Ή μηπως οχι;Γιατι η ιδεα μπορει να εχει τη δυναμη να σου ροκανιζει το μυαλο,θυμιζοντας σου την παρουσια της!Ο,τι δε βλεπουμε (δυστυχως), δε σημαινει οτι δεν υπαρχει.Δε θελω να δω την πεινα,τον πολεμο,τη ζηλεια,την κακια,το ΦΟΒΟ,την ψυχροτητα...Με λιγα λογια, θελω να ζω σε ψευδαισθησεις.Να βλεπω την ειρηνη,την αγαπη,την ομονοια,τα χρωματα,τη σιγουρια.Ομως,οταν αυτα δεν υπαρχουν,αναπτυσσουμε αμυνες.Η δικια μου ειναι ο (αυτο)σαρκασμος και η ειρωνεια.Πολυ καλα οπλα!Σου προσδιδουν μια επιφαση ανεμελιας,ασοβαροτητας σχεδον.Κρυβουν τα συναισθηματα προσελκυοντας ταυτοχρονα τους γυρω,οι οποιοι γελουν.Ξαπλωμενη εδω,μονη μου, στο χωρω που θεωρω δωματιο μου εδω κ καμποσα χρονια.Με το χαμηλο ωστοσο αρκετο φωτισμο του παταριου,τους φορτωμενους με αφισες κ μαριονετες τοιχους,το πιανο,την ξυλινη σκεπη.Σαν κουκλοσπιτο...Ο κοσμος μου.Ο..."αλλος" κοσμος, ο "απ' εξω",διακρινεται μοναχα απο εναν τοιχο με αφησες συγχρονων διασημων της τεχνης.Συχνα απ αυτους τους διαττοντες αστερες,που χθες ηταν κοινοι θνητοι,σημερα θεοι στα ματια του πληθους,αυριο ξεχασμενοι στους παλιους δισκους και τις σκονισμενες ταινιοθηκες.Κι ομως ετσι ειναι ο κυκλος.Σαν τη ζωη.Ζητω να ειμαι αυτη που ειμαι και αυτος ο γνωμονας οσων κανω.Γιατι μονο τοτε κ μονο ετσι θα μπορω να τα αποκαλεσω δικα μου,απο μενα.Οι στιχοι ενος τραγουδιου στριφογυριζουν στο μυαλο μου.Η φωνη της τραγουδιστριας απαλη,μελωδικη,παρασυρει.Ζ� �υμε οσο μας θυμουνται.Δε θα ξεχασω οσους ανθρωπους αγαπησα.Κι αντιστοιχα θα προσπαθησω να ξεχασω τους αλλους,να μην υπαρχουν.Οχι απο κακια,απο αναγκη.Αναγκη για ομορφα συναισθηματα κ οχι πικρα,πνιγηρα,κρυα στην ψυχη.
στο απέναντι μπαλκόνι ένας οικοδόμος σε τακτά χρονικά διαστήματα τραγουδά ένα ρεφραίν από μητροπάνο...' τον αύγουστο που μου χρωστάς τον ξέχασες σ'απόσταση ανάπνοης και μ'έχασες... ' παρατηρώ έντονα τα χαρακτηριστικά του.. πυκνό μαύρο μαλλί πυκνά μαύρα φρύδια πυκνό μαύρο μουστάκι κι ένα παιδικό χαμόγελο... μετρίου αναστήματος αδύνατος, ήρωας βγαλμένος από παλιές ταινίες κωμικός... μπορώ να τον φανταστώ καβάλα στο ποδήλατο με τον Βέγγο ή χέρι χέρι στην διαδήλωση με τον Τσάπλιν... μπορώ ακόμα να τον φανταστώ γαμπρό για την Βασιλειάδου ή να τρώει καρπαζιά από τον Αυλωνίτη... γελάω κι εκείνος τώρα πια σφυρίζει το σ'αγαπώ γιατί είσαι ωραία... διάλειμμα... βγάζει από την μικρή κόκκινη τσάντα το σάντουιτς του τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και μία κοκα κόλα. τρώει γρήγορα γρήγορα πίνει επίσης γρήγορα... και βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα... κτυπάει μια.. και ανάβει. 'τον αύγουστο που μου χρωστάς τον ξέχασες, σ'απόσταση ανάπνοης και μ'έχασες..." ο μεγαλοεργολάβος έχει παρκάρει στην pilotis και τώρα ανεβαίνει βιαστικά την αυτοσχέδια σανιδένια σκάλα... "δεν είστε για τίποτα... αλήτες χαραμοφάηδες, γαμ* την κοινωνία μου... κι εσύ ρε ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ τι τραγουδάς;" στ'αλήθεια... ήταν ο καραγκιόζης αυτός ο τόσο αγαπημένος ήρωας της παιδικής μου ηλικίας... μου είναι τώρα ακόμη πιο συμπαθής... ΘΑ ΦΑΜΕ ΘΑ ΠΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΙ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ... όταν έφυγε ο εργολάβος... ίσιωσε το καπελάκι πήρε το μυστρί και... 'τον αύγουστο που μου χρωστάς τον ξέχασες... σ'απόσταση ανάπνοης και μ'έχασες...'
το χωριό μου
μέρος Α'
το χωριό μου είναι ορεινό. βρίσκεται στο ύψωμα ενός μικρού λόφου ενώ γύρω γύρω το αγκαλιάζουν αμπέλια. ποικιλίες σταφυλιών αρχαίες! μεθυστικές γεμάτες αρώματα και χυμούς ευεργετικούς. αν και κρασοχώρι άνθρωπο αλκοολικό δεν είχαμε ποτέ, χωριανό, μήτε κοντοχωριανό, μήτε ξενοχωρίτη σόγαμπρο. οι άνθρωποι στο χωριό μου είναι χαμογελαστοί και ροδοκόκκινοι. οι γυναίκες με τα όμορφα κλαδωτά και πιμπιλωτά φορέματα τους, με στήθια μεγάλα που ανάγιωσαν και μέστωσαν παιδιά πολλά, νοικοκυρές και προκομμένες. με το τσεμπέρι δεμένο μ'ένα διακριτικό φιογκάκι στο πλάι. όλα εδώ είναι παστρικά. κήποι παρτέρια φράχτες αυλές μποστάνια και περβόλια. οι άντρες μερακλήδες καβαληκεύουν τα τραχτέρ σύγχρονα άλογα σύγχρονοι πρίγκηπες! η γιαγιά ακόμα μου λέει ιστορίες για τον Θειό μου και τον Παππού λεβεντόπαιδα... ο πρώτος εργένης όμορφος... καβαλάρης σ'ένα άσπρο άλογο μοίραζε χαμόγελα στις συγχωριανές ο δεύτερος... πιο άγριος, δυνατός ζωσμένος την μάχαιρα... ο Μήτσος ο Χασάπης , κρεοπώλης στο επάγγελμα που σε μέρες άσκημες δεν άφησε συγχωριανό να πεινάσει. να΄σαι καλά παππού, γεμίζουν τα στήθια μου περηφάνια και ευγνωμοσύνη τέτοια παρακαταθήκη που μας άφησες. άνθρωπος με νεύρο βέβαια ιδιόρυθμος που φημιζόταν για την τρέλλα και τον αυθορμιτισμό του για εκείνη την τόλμη και γενναιότητα. αναπαύσου εν ειρήνη...
στους στενούς δρόμους του χωριού πίσω από τις ξερολιθιές σου έρχονται από το πρωί αρώματα από φρεσκοψημένο καφέ και φουρνιστά προσμπούκια. μαρμελάδες και φρούτα...
λίγο πιό μπροστά ακόμη πιο έντονα μπορείς να μυρίσεις τους βασιλικούς τους δυόσμους και τα γιασεμιά τους κατιφέδες και τα κρινάκια... τα κόκκινα άγρια εκατοντάφυλλα που τρέχαμε να μαζέψουμε παραμονή του επιταφίου από τις αυλές, προσφορές αγάπης στο θείο σώμα.
καθώς βολτάρω συναντώ το μικρό μαγαζάκι του κύριου Μηνά εκεί έτρεχα κρατώντας ένα κέρμα σφιχτά στην μικρή μου παλάμη με γόνατα γεμάτα γδαρσιματιές και αχτένιστα μαλλιά για να αγοράσω αφρόζα! μου άρεσε η αφρόζα! έβαζα λίγο νερό και πλημμύριζε άφριζε...και βούταγα μέσα στο ποτήρι να προλάβω πρίν χυθεί όλη... ο κύριος Μηνάς ήταν πολύ αγαπητός.
παρακάτω βλέπω την εκκλησιά μικρή παλιά αλλά καλοστεκάμενη... με την μικρή πλατεία γύρω γύρω εκείνη την μικρή πλατεία την τόσο μεγάλη. το σημείο συνάντησης των εφήβων τα έναστρα καλοκαιρινά βράδια... απο εκεί ξεκινούσε ο μεγάλος περίπατος... σαν ειρηνική διαδήλωση μάζευε κόσμο από παντού... μπροστάρηδες οι έφηβοι και πίσω χωριανοί ... βαδίζαμε ξεκούραστα γεμάτοι ενέργεια και πάθος στην οδό του έρωτα που πέρναγε από τον δρόμο με τα κυπαρίσσια και φανέρωνε την μαγεία του έναστρου ουρανού... έχουμε να λέμε από εκείνο το καλοκαίρι που κάποιοι γάλλοι μελετητές ήρθαν να καταγράψουν το φαινόμενο του ουρανού μας... περπατούσαμε τα βράδια μέχρι ένα κοντινό χωριό περίπου 10χλμ και πίσω. συνήθεια που κρατήσαμε μέχρι και τις μέρες μας.
στο χωριό όταν λέμε πρωινό ξύπνημα εννοούμε κοντά στις 4-5 το ξημέρωμα. ναι τότε θυμάμαι να γίνονται όλα τα καλούδια ... το ζύμωμα, ο τραχανάς, ο σουτζούκος, οι φλαούνες, οι κρεατόπιτες, τα κουλουράκια και τόσα άλλα. ο κόκορας με το κόκκινο λυρί ήταν ο "καλός" μας. αυτός έδινε το σύνθημα, το εγερτήριο για ξεκινήσουν οι δουλειές, η ζωή... η πρωινή δροσιά καθόταν μέσα στην ψυχή σου, ερχόταν να την δροσίσει ,να την ηρεμίσει.. να ρίξει τις εντάσεις.
και το νερό...το δροσερό και καθαρό νερό, αυτό μαρτυρεί όλα όσα μπορείς να μοιραστείς εδώ με τους χωριανούς και τα δέντρα.. τα ζώα και τα λουλούδια όλοι κουβαλάνε την ίδια "τρέλα" αφού ξεδιψάνε με το ίδιο νερό. ο ήλιος φωτίζει τα σπαρμένα χωράφια, τα σταχιασμένα και τους αμελώνες... πράσινες κίτρινες και βαθυκόκκινες αντάυγειες στον αέρα... από εκεί που απλώνει το βλέμμα και πίσω από το βουνό συνεχίζει ετούτο το στενό χωμάτινο δρομάκι. μοιάζει με ποτάμι που κουβαλά ιστορίες χρόνων και τις αφήνει να χυθούν στις λαόνες , στον κάμπο. στον ανάντι ετούτου του μικρού ποταμού άγρια λουλούδια , κάπαρη, χρισταγκάθια και μικρές κτυπημένες πέτρες. υπάρχει μαγεία! η μουσική απ'τους αυλούς και τα σουραύλια ακόμη αντηχεί. το κουδούνισμα απ'τα κοπάδια μοιράζει ξέχωρες νότες σε τούτο τον σκοπό. πάντα ο ίδιος σκοπός, κτυπά ανάμεσα στα βουνά, πετάγεται στ'αμπέλια κι από εκεί πέρνει φόρα κι ανεβαίνει στις χαρουπιές κι έπειτα στα αυτιά μας... τέτοιο παιχνίδι όμορφο είναι αυτό της ηχούς.ονομασίες περίεργες έδωσαν σε τούτους τους τόπους οι χωριανοί πλασμένες μέσα από την καθημερινότητα. τα Τοιχάρκα είναι μια τοποθεσία όπου μπορείς να βρεις διάσπαρτες συκιές με πράσινα κ μαβιά σύκα ... μελωμένα έχω αρπάξει 3-4 συγχωρέστε με κι όποιος διαμαρτύρεται ας έρθει να τον πλερώσω με βανίλιες που έχω στην αυλή. τέτοια δώρα ανταλάσουν στο χωριό γεμάτα υγεία γλύκα και ανθρωπιά.
τα μεσημέρια στο χωριό είναι τα πιο φουριόζικα. τρεχάματα να φτιαχτεί το τραπέζι καθ'ότι τρώνε οι άνρωποι όλοι μαζί. πάνω στο καθαρό τραπεζομάντηλο κρασί αλάτι πιπέρι λάδι και ελιές είναι τα πρώτα που τοποθετούνται στην μέση του τραπεζιού. έπειτα όταν τα καπάκια από τις κατσαρόλες ανοίξουν μετά την ευχή και την πρόσκληση ο άρτος μοιράζεται και το φαγητό σερβίρεται. εκείνη την ώρα δεν ακούγονται φωνές και φασαρίες... είναι μια ώρα βλογημένη , επιβράβευση του καθημερινού μόχθου που με σέβος και περίσσα ευγνωμοσύνη κάθε μπουκιά θεωρείται ιερή. το κρασί πάντα με μέτρο κάνει τα μάγουλα ροδαλά και τα χαμόγελα γλυκά ... ετοιμάζει το σώμα για τον μεσημεριάτικο ύπνο. τα καλοκαίρια συνήθως έξω στις αυλές κάτω από τις καρυδιές. τις αγαπάμε τις καρυδιές στο χωριό. εκτός από τον δυνατό ίσκιο έχουνε να διαγωνίζονται οι νοικοκυρές για το ποιά θα φτιάξει το πιο τραγανό και ζουμερό γλυκό καρυδάκι. όταν ο καιρός είναι άσχημος και το κρύο δεν αφήνει να ανασάνεις... στα δωμάτια μας περιμένουν τα μάλλινα σεντόνια και οι κουβέρτες οι πλεχτές πατανίδες ή τα κιλίμια. κι είναι βαρύς ο ύπνος και ξέγνοιαστος... και τα ονείρατα έρχονται να ζωντανέψουν και οι φιγούρες των παραμυθιών που λένε οι γιαγιάδες στήνουν το δικό τους γλέντι.
η υγρασία ύπουλο κατακάθι στο σώμα μου...
αγγίζω το δέρμα και το χέρι κολλάει...
ο ιδρώτας λούζει την πλάτη και το πρόσωπο... κυλάει από το σβέρκο και το μετώπο
το τσιγάρο καίγεται μόνο του σιωπηλό στο μικρό σταχτοδοχείο,
ενώ εκεί μέσα μπορείς να μετρήσεις τις σκέψεις μου... στάχτες....
κάτω από το μπαλκόνι μου απέμεινε μια κρυφή αλάνα
εκεί κλωτσάνε την μπάλα κάτι σχολιαρούδια παιδιά μεταναστών...
Αντρούσκα Αντρούσκα !!! φωνάζει ο πατέρας από το απέναντι διαμέρισμα... κι ο μικρός τρέχει σαν σφαίρα.
εκεί τα παιδιά παίζουν ακόμα με βόλους και σφεντόνες...
τι βλακεία που πήρα δώρο στον βαφτιστικό μου playstation...
νιώθω την νύχτα να κουράζεται και να ακουμπά στο κεφάλι μου να ξαποστάσει... βαραίνει....
οι φωνές χάθηκαν όσο περνούσε η ώρα ...
τώρα πια ο ήχος μιας μισοκαμένης λάμπας ακούγεται απ΄τον δρόμο
και κάποια τζιτζίκια που τρικλίζουν άχαρα...
μάζεψα τα καθαρά ρούχα απ'το σχοινι και σκέφτηκα ότι κι απόψε δεν έχω όρεξη να βγω.
όταν αποκάμει και γεράσει ο διάολος γίνεται καλόγερος....
με γέρασαν κάτι λαθραία όνειρα τα έναστρα καλοκαιρινά βράδια...
αύριο το μυαλό μου θα γεννήσει ένα καινούργιο όνειρο...
καληνύχτα.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
Θά πενθώ πάντα -- μ?ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ?άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν?ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ?τίς ξερολιθιές,πίσω άπ?τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ?αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ?αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ?έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ?αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ?αγαπώ καί σ?αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ?ουρανού με τ?άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν?αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ?αλλού φερμένο
Δέν τ?αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ?ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ?ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ?ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ?ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ?ακούς
Είμ?εγώ,μ?ακούς
Σ?αγαπώ,μ?ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ?ακούς
Πού μ?αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ?ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ?τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά?ρθει μέρα,μ?ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ?ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν?ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ?ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ?ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ?ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ?ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ?ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ?ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ?ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ?ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν?ανθίσει αλλιώς,μ?ακούς
Σ?άλλη γή,σ?άλλο αστέρι,μ?ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ?ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ?άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ?ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ?ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ?ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ?ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
ʼκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ?εγώ πού φωνάζω κι είμ?εγώ πού κλαίω,μ?ακούς
Σ?αγαπώ,σ?αγαπώ,μ?ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ?αντάρτες απόμαχους
Από τί νά?ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά?ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ?αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ?όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ?άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν?όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ?αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές?απ?τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ?έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά?χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν?ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ?άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ?εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ?ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ?άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
μες τα μάτια σου αγνάντεψα τρεις θάλασσες τρεις ήλιους και τρεις άγκυρες
μα πουθενά λιμάνι και στεριά...
μες τα κόκκινα τα δειλινά βυθίστηκα.
κι εσύ μου έλεγες "μην φοβάσαι"...
το ρολόι στον τοίχο απέναντί μου έχει σταματήσει!
κάτω από το μικρό ξύλινο ραφάκι ένα κουτί πούρα partagas
και στην άκρη του τραπεζιού 2 φωτογραφίες με την παγωμένη θάλασσα της Φιλανδίας
εκεί που αντάμωσα τον άσπρο ορίζοντα...
και όλο θα πάω... αν
θα φύγω ξανά... αν
υποθέσεις άκρως υποθετικές!
Μετά το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ του Ελύτη τι ν'ακολουθήσει παρά μόνο σιωπή...
Α ρε Νεφέλη...τι μου έκανες Παρασκευοβραδιάτικα...
Ποιοί άραγε αξιώθηκαν να βιώσουν κάτι τόσο θεϊκό
κι ας μην μπόρεσαν ποτέ να το εκφράσουν τόσο άρτια...
έτσι είναι όταν αγαπά κάποιος τις σκέψεις του τα συναισθήματα του τον εαυτό του!!! τότε αγαπά και τις σκέψεις των άλλων τα συναισθήματα και τους άλλους κι ας μην μπορεί να το εκφράσει γραπτώς τοσο άρτια... έτσι πρέπει να ερωτευόμαστε όλες τις στιγμές μας με τέτοια ένταση και τέτοιο πάθος κι όχι να πνιγόμαστε σε ανάξιους βυθούς δακρύων και απαισιοδοξίας!!!! έχουμε τόσα δώρα γύρω μας κι εμείς από την "μανιοκατάθλιψή" μας δεν τα ξετυλίγουμε!!!! :)
"Είμ?εγώ πού φωνάζω κι είμ?εγώ πού κλαίω,μ?ακούς
Σ?αγαπώ,σ?αγαπώ,μ?ακούς."
Ένα δάκρυ μπορεί να ελευθερώνει όσα δε χωρούν σε λέξεις...Όσα κλείνει ένα αγάπης βλέμμα...ένα καρδιοχτύπι έρωτα...
Όλο το μεγαλείο που ντύνει ένα συναίσθημα και το σώμα αυτό το τρωτό αδυνατεί αλλιώς να εξωτερικεύσει...
Τα βαρύγδουπα "σ'αγαπώ" έχουν πια ξεφτίσει...και τα σώματα έχουν πια αποξενωθεί...Το άγγιγμα μηχανικό,το φιλί στεγνό...
Δεν είναι μόνο πικρά τα δάκρυα...είναι οι χυμοί της ψυχής που ξεχυλίζουν μια που το σώμα αυτό είναι πολύ πεπερασμένο να τους χωρέσει...
Πότέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,
όπως εκείνο το δέιλι που σε άφησα
με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,
ψυχή μου,
που πάνω του, στα δυτικά,
κρέμονταν κιόλας
χλωμά τα άστρα.
Γέλασα αρκετά,
καρδιά μου,
γιατί συγκρούστηκα παίζοντας
με το σκυθρωπό πεπρωμένο
την ίδια ώρα
μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους
αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.
Εκείνο το μοναδικό σούρουπο
όλα ήταν τόσο γλυκά
όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν
αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι
μόνο πουλιά μεγάλα
που το δείλι
πετούν πεινασμένα στον
σκοτεινιασμένο ουρανό
Hδονή (ΚΑΒΑΦΗΣ)
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
Γιὰ τὴ ζωή
Nâzim Hikmet (1902-1963): Τοῦρκος ποιητὴς καὶ πεζογράφος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.
Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ' ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
Nâzim Hikmet
Το Γαλάζιο Kιόσκι
Το γαλαζιο κιοσκι, ποιημα του Εμμανουηλ Καισαρ (1902-70)
Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι.
Γύρω απ' αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι
τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι
δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ' ωριμασμένους ήλιους.
Το δείλι, όταν το σχήμα του βυθίζεται στους ίσκιους,
βρίσκουν εκεί καταφυγή φιλέρημα παιδιά,
που επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου
αφήνουν βάρκες χάρτινες να φεύγουν σιωπηλά.
Εκεί το αγιόκλημα άλλοτε με την πολύοσμη κόμη
παλαιών εμύρωνε κυριών την ανθηρή ομιλία,
καθώς στο θάλπος των νυκτών του Αυγούστου η ωχρή σελήνη
στάλαζε φίλτρα ερωτικά από μια ανάερη κρήνη.
Τώρα το κιόσκι το παλιό με την εράσμια φρίζα
θρυμματισμένη απ' τη σκληρή της χειμωνιάς αξίνη,
όταν οσιώνεται το φως το ακόλαστο της μέρας,
περνάει στη νύχτα παίρνοντας το μύρο απ' την αιφνίδια
μελαγχολία των σιωπηλών, φιλέρημων εφήβων,
που με το δείλι χάνουνε τις βάρκες, τις ψυχές τους
επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου.
ένα μικρό κύμβαλο πάλλεται δυνατά και σταθερά στο δεξί μου μάτι
κι απο εκεί φουσκώνει τον κρόταφο και ψάχνει διέξοδο
σαν μικρός δαίμονας που έχει εγκλωβιστεί μέσα στο βλέμμα μου.
μια περίεργη μυρωδιά λιβάνι και κάρβουνο καίει τα ρουθούνια
καθώς ανασαίνω...
Eυχαριστώ! :)Quote:
Ανταποδίδω:http://www.youtube.com/watch?v=9EcZH_9bZYE
-Θέλω να μου χαρίσεις κάτι
-Ό,τι θες.
-΄Ο,τι θέλω; Τ? ορκίζεσαι;
-Στ? ορκίζομαι.
-Είναι δύσκολο.
-Δεν πειράζει.
-Είναι ακριβό.
-Δε με νοιάζει.
-Είναι σπάνιο.
-Τόσο το καλύτερο.
-Είναι επικίνδυνο.
-Δε φοβάμαι.
-Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
-Θα γίνω νερό να σβήσω τη φωτιά.
-Μπορεί να σου γλιστρήσει από τα χέρια και να φύγει.
-Θα το ξαναπιάσω.
-Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
-Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
-Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
-Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
-Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
-Θα περιμένω τα χαράματα.
-Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
-Θα φέρω τ? άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
-Είναι τόσο μικρό, δε θα μπορέσεις να το πιάσεις.
-Θα ζητήσω ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
-Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
-Θα φέρω γερανό.
-Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
-Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
-Υπάρχει;
-Θα τον φτιάξω.
-Πού ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
-Δεν ξέρω.
-Τότε;
-Τότε θα μάθω.
-Από πού;
-Από τα βιβλία.
-Κι αν δε το λένε τα βιβλία;
-Θα βρω το γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
-Κι αν έχει πεθάνει;
-Θα βρω τον άλλο γέροντα.
-Ποιον άλλο γέροντα;
-Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
-Όλα τα βότανα;
-Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
-Και πώς θα φέρει εκείνος το βουνό;
-Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιώ, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να σηκώσω το βουνό.
-Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
-Πάντα.
-Τώρα.
-Τώρα. Θέλεις;
-Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
-΄Ο,τι θέλεις.
-Ό,τι ό,τι θέλω; Τ? ορκίζεσαι;
-Στ? ορκίζομαι.
-Θέλω,? θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.
-Να το φτιάξουμε.
-Με τι;
-Με τι θέλεις;
-Δεν ξέρω.
-Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
-Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
-Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
-Όχι, όχι δε θέλω κλειδί.
-Γιατί;
-Μπορεί να το χάσω.
-Θα στο κρεμάσω στο λαιμό.
-Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
-Θα έρθω να σε βρω.
-Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
-Θα μπορέσω.
-Κι αν είναι σκοτάδι;
-Θ? ανάψω κερί.
-Κι αν λιώσει το κερί;
-Ως τότε θα σ? έχω βρει.
-Κι αν όχι;
-Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
-Πόσο θα ψάχνεις;
-ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
-Τι θα πει για πάντα;
-Ότι Σ? ΑΓΑΠΩ.
-Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
-Μπορείς να κοιμηθείς.
-Πού;
-Κάτω από μια μυρσινιά.
-Πού έχει μυρσινιές;
-Παντού.
-΄Εχει λιοντάρια παντού;
-Όχι.
-Πού έχει λιοντάρια;
-Στη ζούγκλα.
-Είναι κοντά η ζούγκλα;
-Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου?
-Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
-Ποτέ.
-Τ? ορκίζεσαι;
-Στ? ορκίζομαι.
-Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
-Θα πει ότι σ? αγαπώ.
-Πόσο;
-Ως τον ουρανό.
-Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
-Ναι.
-Θα με πάρεις αγκαλιά;
-Ναι.
-Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
-Ό,τι θέλεις.
-Ό,τι ό,τι θέλω, τ? ορκίζεσαι;
-Ναι.
εκεί που λαμπυρίζει το θαλάσσιο χιόνι
μες τα αβυσσικά τα βάθη
κείτονται δυο κουφάρια...
το πρώτο είναι της νιότης μου
το δεύτερο της ύστερης μου νιότης...
εκεί συνταίριαξε η μοίρα τα κομμάτια μου
έτσι αποκοιμισμένα στο αιώνιο σκότος
να διαλύονται μαρτυρικά
να θρυψαλίζονται και να σκοπριούνται.
δυο πλάσματα ονειρικά μες το άδειο μου κρανίο
να ερωτεύονται και να ξυπνούν έναν μύθο.
--->ΚΛΕΟ, ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΕΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ...
Καληνύχτα...
...Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα,
δεν ξέρω αν βγήκε τελικά από το σπίτι.
Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά.
Και στις γωνιές του δωματείου
το ραδιόφωνο συνεχίζει.
Οι σκιές σφίγγονται
από μιαν αβάστατη μετάνοια,
σχεδόν οργή,όχι τόσο για τη ζωή,
όσο για την άχρηστη εξομολόγηση...
μες τα σταχιασμένα χωράφια, κάτω από το λιοπύρι
ορθώνονται τα μικρά καλύβια...
δίπλα από κάθε μοναχικό δέντρο στην μέση κάθε κάμπου...
εκεί οι μικρές αυτοσχέδιες κούνιες νανουρίζουν το βρέφος τους.
η κάθε μάνα σηκώνει το βλέμμα κι εύχεται από κει που΄ναι ... να'ναι καλά το παιδί.
σιγά σιγά τον κάμπο τον αγοράσανε όλο....
μήτε σπαρμένο χώμα μήτε ζιζάνιο... μόνο τσιμέντο.
απέμεινε ο σουρεαλισμός να κλαίει μονάχος πάνω απο τα χλωμά πρόσωπα
την ομορφιά περασμένων καιρών έστω κι αβέβαιων...
ξεχασμένες πορσελάνινες κούκλες με κοτσίδες και μπούκλες τα πλούσια μαλλιά
με σατεδένιους φιόγκους και δαντελωτά μανίκια
με παγωμένο βλέμμα εξετάζουνε τους καλεσμένους μες το σαλόνι του Λουδοβίκου.
ολες έχουν το ίδιο ύπουλο χαμόγελο όμως λίγες είναι εκείνες που περιμένουν ένα χάδι.
όλες έχουν ένα στήριγμα όμως μία ελπίζει πως το πόδι που θα σκοντάψει στο σκαλιστό τραπεζάκι...
θα την λυτρώσει...
ο γλάρος Νέηθαν
Λένε ότι κανένα δώρο, δεν αξίζει πιο πολύ, από το δώρο της ζωής.
Aν είναι έτσι, τότε εγώ, σου δωρίζω τη ζωή μου! Ίσως να μην είναι κάτι που κοστίζει, μα σίγουρα είναι κάτι που αξίζει! Και να ξέρεις μονάχα ένα, θα το 'χεις για σήμερα, για αύριο, για πάντα! Ναι, για πάντα! Μέχρι να σβήσουν τ' αστέρια, μέχρι η γη να σταματήσει να γυρνά, μέχρι οι θάλασσες να στερέψουν,
μέχρι τα ρολόγια να σταματήσουν το τικ- τακ και ο χρόνος πάψει πια να κυλά, εγώ θα είμαι εκεί!
Όταν θα ερωτευτείς και η καρδούλα σου σα τρελή θα χτυπήσει και χρώματα και λουλούδια, η καρδιά σου γεμίσει, εγώ θα είμαι εκεί, για να στα ποτίσω! Και αν αυτός που ερωτευτείς, κάποια μέρα σε προδώσει, θα σκουπίσω τα δάκρυα σου, με μεταξένιο χαρτομάντηλο από τη καρδιά μου. Εγώ θα είμαι εκεί! Όταν πια σε άντρα, το σώμα σου δώσεις, και ίσως νιώσεις λίγο πιο φθηνή, θα σου θυμίσω ότι η αγνότητα κατοικεί μόνο στη καρδιά και όχι στο κορμί. Εγώ θα είμαι εκεί!
Όταν οι φίλες σου πισώπλατα σε χτυπήσουν, και πληγωθείς βαθιά,
αίμα από τις φλέβες μου θα στάξω, τις πληγές σου να γιατρέψω ξανά. Εγώ θα είμαι εκεί! Και όταν τελειώσεις το σχολείο
και δεις ότι η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι, θα απογοητευτείς
και η ζωή σου ξανά από την αρχή θα ξεκινήσει. Θα νιώσεις σα μωρό που μαθαίνει ακόμα, τα πρώτα του βήματα, μα μη φοβάσαι, θα' χεις εμένα να σου κρατώ το χέρι, για να μη πέσεις. Εγώ θα είμαι εκεί!
Όταν πια νύφη ντυθείς, τα πιο όμορφα λουλούδια στεφάνι θα σου πλέξω, να το βάλω στα μαλλιά σου και θα σου τραγουδώ χορεύοντας,
γύρω απ' το λευκό σου νυφικό, αγγέλων τραγούδια, που ταιριάζουν σε αγγέλους σα και 'σένα. Εγώ θα είμαι εκεί! Και όταν από πόνο στη γέννα θα κλάψεις, το δικό μου χέρι να σφίγγεις κι ας με πονέσεις, αντέχω. Μόνο για 'σένα, γιατί ο πόνος σου, είναι και δικός μου πόνος. Εγώ θα είμαι εκεί!
ʼν κάποια μέρα δυστυχισμένη νιώσεις, τα δάκρια σου σε ποτήρι θα βάλω να τα πιω, να τελειώσουν, ώστε να μην έχεις αλλά και να πάψεις να κλαις. Εγώ θα είμαι εκεί! Και αν πάλι χαρά σε πλημμυρίσει, το γέλιο μας θα γίνει ένα και θα είναι τόσο δυνατό,
που ο κόσμος θ' αναρωτιέται "πως και ανέτειλλε ο ήλιος τη νύχτα;"
Εγώ θα είμαι εκεί! Όταν πια γριά με μπαστουνάκι θα 'σαι, τσαγάκι θα σου φτιάχνω και θα σου τραγουδώ νανούρισμα να κοιμηθείς.
Και αν δε μπορείς να περπατήσεις, στήριγμά σου εγώ θα γίνω και μαζί θα περπατήσουμε, το τελευταίο μονοπάτι της ζωής. Εγώ θα είμαι εκεί! Και όταν έρθει η μέρα, τα μάτια μου να κλείσω και φύγει η ψυχή, μη κλάψεις! Θα φύγω ευτυχισμένος, γιατί είχα εσένα,
που μου έκανες υπέροχη τη ζωή. Μα και πάλι, θα είμαι ακόμα εκεί!
Και όταν η ψυχούλα σου πετάξει μακριά, προς την αιώνια ζωή,
κόκκινο χάλι θα στρώσω. Θα ξαφνιαστείς όταν με δεις, στου Παραδείσου την Πύλη να σε περιμένω. Και τότε εγώ χαμογελώντας θα σου θυμίσω, μια υπόσχεση πολύ ακριβή που κάποτε, σαν ήμασταν παιδιά σου είχα πει "σου το 'χα πει "εγώ θα είμαι εκεί." Έτσι καρδιά μου, για χθες, για σήμερα και για όλα σου τα αύριο, υπόσχεση σου δίνω "Θα είμαι εκεί, αυτό πάει να πει, αδελφή ψυχή!"
αυτά τα κόκκινα δειλινά...
η προοπτική του ταξιδιού...
τ'ονειρολόγιο...
ομορφιές...