Quote:
Ένας γέρος μυλωνάς κι ο δεκαπεντάχρονος γιος του ξεκίνησαν μιαμέρα να πάνε στο παζάρι για να πουλήσουνε το γαϊδούρι τους.Για να’ ναι πιο ζωηρό, πιο ευκίνητο και πιο σβέλτο το γαϊδούρι,πατέρας και γιος δέσανε τα μπροστινά και πισινά πόδια, περάσανε έναμακρύ πάσαλο και το μεταφέρανε στους ώμους τους, όπως ένα κρεμαаσμένο πολυέλαιο.аΤαλαίπωροι άνθρωποι. Ανόητοι. Αγράμματοι κι αμόρφωτοι, τουςφώναξε ο πρώτος που τους είδε να σηκώνουν περασμένο στο πάσαλο τογαϊδούρι. Κι έσκαγε στα γέλια.а Ποια φάρσα ετοιμάζουν αυτοί εδώ οι άνθρωποι; Πιο γάιδαρος απότους τρεις δεν είναι αυτός που σηκώνουν ανάσκελα;Καθώς άκουσε τα λόγια του περαστικού, ο μυλωνάς κατάλαβε τηνανόητη πράξη του. Κατεβάζει το γαϊδούρι, το βάζει στα πόδια του καιτο κάνει να βαδίζει ολοταχώς. Το γαϊδούρι όμως, που του άρεσε πολύ ο
Page 40
41 άλλος τρόπος, δηλαδή να το πηγαίνουν σηκωτό, άρχισε να παραπονιέаται, στη δική του βέβαια γλώσσα. Ο μυλωνάς όμως αδιαφορούσε για ταπαράπονα του γαϊδουριού και ανεβάζει στη ράχη του το δεκαπεντάχροаνο γιο του και κείνος ακολουθούσε το γαϊδούρι φορτωμένο το γιο του.Κατά τύχη περνούσαν το δρόμο τρεις καλοί έμποροι. Το θέαμα, νακαβαλικεύει ο γιος και να ακολουθεί ο πατέρας, δεν τους άρεσε καθόаλου. Και ο πιο γέροντας από τους τρεις γύρισε και φώναξε όσο πιοδυνατά μπορούσε στο αγόρι:а Ε! Ε! Ε! Κατέβα κάτω νεαρέ, που μεταχειρίζεσαι τα γκρίζα μαλλιά σανυπηρέτη. Εσύ οφείλεις να ακολουθείς κι ο γέροντας να είναι καβάλα στοζώο. Ο γιος του μυλωνά κατάλαβε την απρέπεια του, κατέβηκε από τοζώο και σε λίγο ανέβηκε ο γέροντας πατέρας του.Κάποια στιγμή καθώς προχωρούσαν, τους αντάμωσαν τρία κορίаτσια. Το ένα κορίτσι γυρίζει και λέει: а Είναι μεγάλη ντροπή να βλέπειτο γιο του να βαδίζει κουτσαίνοντας κι αυτός ο αγαθιάρης να πηγαίνεικαβάλα στο γαϊδούρι, νομίζοντας ότι είναι κανένας σοφός. Και τα κορίаτσια, το ένα μετά το άλλο, συνέχιζαν να πειράζουν και να γιουχαΐζουντο γέροντα μυλωνά.Ύστερα από πολλά γιουχαΐσματα, ο άνθρωπος πίστεψε πως είχεάδικο κι έβαλε το γιο του στα καπούλια του γαϊδουριού.Δεν είχαν όμως προχωρήσει ούτε τριάντα βήματα και συναντούνμια ομάδα από πέντε άντρες, κι ο ένας της ομάδας γυρίζει και λέει: аΑυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. Το γαϊδούρι δεν αντέχει άλλο. Θαψοφήσει από τα χτυπήματά τους. Για να φορτώσουν έτσι το ταλαίπωρογαϊδούρι, δεν έχουν καθόλου λύπηση και συμπόνια για το γέροντα υπηаρέτή τους. Σίγουρα στο παζάρι που πάνε θα πουλήσουνε το δέρμα τουγαϊδουριού και όχι το ζώο.Ο μυλωνάς, ακούγοντας τα λόγια αυτά, συλλογίστηκε και λέει: аΠρέπει θεότρελος να’ ναι, όποιος πιστεύει ότι ευχαριστεί όλο το κόσμο.Ας δοκιμάσουμε να βρούμε μια άκρη. Και κατεβαίνουν από τη ράχη τουγαϊδουριού πατέρας και γιος.Το γαϊδούρι τότε, με άνεση και ικανοποίηση προχωρούσε γοργάμπροστά τους κι ο μυλωνάς και ο γιος του ακολουθούσαν πεζοί (με ταπόδια).Πιο κάτω όμως τους συναντά ένας τύπος και λέει:
Page 41
42 а Μήπως είναι της μόδας, ο γάιδαρος να πηγαίνει ξεφορτωμένος, με τηνάνεσή του κι ο μυλωνάς να ταλαιπωρείται; Ποιος, ο γάιδαρος ή τı αφεаντικό, είναι φτιαγμένος για να κουράζεται; Συμβουλεύω αυτούς τουςανθρώπους να το σκεφτούν καλά. Φθείρουν τα παπούτσια τους και διαаτηρούν το γαϊδούρι τους. Ωραία τριάδα γαϊδουριών.Ο μυλωνάς τότε αποκρίθηκε και είπε:а Στο εξής, ξέρω, οι άνθρωποι είτε με κατακρίνουν είτε με επαινούν, είτελένε κάτι είτε δεν λένε, εγώ θα κάνω του κεφαλιού μου. Οι άνθρωποι,έτσι κι αλλιώς, πάντα θα σχολιάζουν.
Ελπιζω να μη ριχνω το επιπεδο:)...παιδικο αλλα μουυυυυυυυυυυυυυ αρεσει:)