Quote:
Originally posted by ex_hus
To βρήκα στο ιντερνετ. Σας το παραθέτω αυτούσιο
Ο Ήρωας κι ο Φόβος
Κρατούσε την ασπίδα με ανοιχτό το δεξί χέρι έχοντας τον αντίστοιχο ώμο γερμένο προς τα εμπρός. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε σφικτά το σπαθί. Το κεφάλι, ενδιάμεσα του σπαθιού και της ασπίδας γερμένο προς τα εμπρός στρατηγικά να βλέπει κάπου ενδιάμεσα προς τα κάτω, για να μπορεί να κοιτάζει παντού. ‘Άφησε τη δεξιά του πατούσα να γλιστρήσει αργά προς το πλάι ανοίγοντας ένα μικρό αυλάκι στη σκόνη.
Τώρα πια δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο ο μουντός ήχος κάθε φορά που έσταζε σταγόνα-σταγόνα το αίμα του κάτω στη σκόνη από το σπαθί και την ασπίδα του, που ολοένα γινόταν γρηγορότερος.
Ακίνητος με τα μάτια του τώρα γουρλωμένα κοίταζαν με κοφτές κινήσεις μία κάτω, μία αριστερά, μία μπροστά, μια δεξιά...
Σήμερα είναι η μέρα που πρέπει να τον νικήσει, να τον αποτελειώσει, να τον σκοτώσει...μία και καλή.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκαν αντίκρυ. Ήταν τότε που μόλις είχε χάσει τον σύντροφό του και παιδί τότε, αμάθητος απ τη ζωή, τον εμπιστεύθηκε και δεχόταν την καθοδήγησή του και χωρίς να το καταλάβει, υποτάχθηκε σ’ αυτόν. Χωρίς να το καταλάβει, του είχε ανοίξει την πόρτα του μυαλού του και θρονιάστηκε μέσα κυβερνώντας τα πάντα, μέχρι και την όρασή του. Έβλεπε τα πάντα μέσα από το μάτι του...το μάτι του Φόβου.
Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Πήρε το σπαθί και την ασπίδα με τα μυώδη μπράτσα του και με τα σανδάλια που του χάρισε ο Ερμής πέταξε εκεί που θα τον έβρισκε...
Στο παλάτι του φόβου τον υποδέχτηκε μια γοητευτική γυναίκα με μεθυστικό άρωμα και του πρόσφερε κρασί. Το άρωμά της γινόταν ολοένα και πιο μεθυστικό, και με γλυκόλογα τον σαγήνευε. Στη συνέχεια πήγε πιο κοντά του να τον χαϊδέψει μα μόλις ένιωσε το κρύο άγγιγμά της την έσπρωξε μακριά του. Τότε κατάλαβε ότι είχε μπροστά του την αμφισβήτηση και με αστραπιαίες κινήσεις της έκοψε το κεφάλι. Στη συνέχεια πάλεψε και σκότωσε και την μικρότερη αδελφή της την αβεβαιότητα και ελευθέρωσε τις 2 φυλακισμένες. Την αυτοπεποίθηση και την ξαδέλφη της τη σιγουριά που αφού του έδειξαν τον δρόμο για να βρεθεί αντιμέτωπος με το φόβο τον προειδοποίησαν για τη μνήμη.
Αφού στον δρόμο του αντιμετώπισε τέρατα και γίγαντες, βρήκε μια γριά να κάθεται μπροστά από μία μεγάλη πόρτα, σαν να τον περίμενε. Τότε αυτός κοντοστάθηκε μα δίχως να προλάβει να σκεφτεί ποια ήταν τότε η γριά άνοιξε αμίλητη την πόρτα όπου χιλιάδες λυσσασμένα σκυλιά όρμησαν επάνω του να τον κατασπαράξουν. Πάλευε για ώρες, μετά έγιναν εβδομάδες, που μετά έγιναν μήνες, μέχρι που οι κραυγές του πόνου του ξύπνησαν τη λογική του, που τον βοήθησε να καταλάβει ότι τα σκυλιά αυτά ήταν οι μνήμες του και ότι δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να τις σκοτώνει, έπρεπε να βρει τον τρόπο να συμφιλιωθεί μαζί τους και να τις χρησιμοποιήσει υπέρ του. Να τον βοηθήσουν για το μέλλον.
Τότε άφησε τα χέρια του να κρεμαστούν κάτω και πέταξε με τα σανδάλια του Ερμή τόσο ψηλά, όσο χρειαζόταν για να κοιτάει από ψηλά τα σκυλιά χωρίς να μπορούν να του επιτεθούν. Τότε τα σκυλιά άλλαξαν μορφή, έγιναν στιγμές, αναμνήσεις, άρχισε και τα αναγνώριζε, έβλεπε στιγμές της ζωής του όμορφες, όταν έπαιζε με τους φίλους του στους κάμπους, είδε τα χάδια της μάνας του, τις νουθεσίες του πατέρα, τις αδικίες των αγνώστων, τα πισώπλατα κτυπήματα των «φίλων», τον θάνατο του αγαπημένου του συντρόφου. Είδε την ζωή του όλη να τον κοιτάζει κατάματα. Είδε τον εαυτό του να μεταλλάσσεται στην πορεία της ζωής του. Είχε πλέον τη δύναμη του Ηρακλή, το πανούργο μυαλό του Οδυσσέα την αποφασιστικότητα και την αθανασία του Αχιλλέα, ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει.
...Σήμερα είναι η μέρα που πρέπει να τον νικήσει, να τον αποτελειώσει, να τον σκοτώσει...μία και καλή.
Τώρα πλέον σχεδόν άκουγε τις ανάσες του σε όλες τις κατευθύνσεις σαν το σφύριγμα του ανέμου, ένιωθε την παρουσία του με το ρίγος που διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά του. Εξακολουθούσε να κοιτάει προς τα κάτω και προσπαθούσε να αισθανθεί που είναι. Με αστραπιαίες κινήσεις κτυπάει το βαρύ σπαθί του για να τον πετύχει, μα μάταια. Μέρες ολόκληρες πάλευε χωρίς αντίπαλο, χωρίς κτυπήματα σε σάρκα, μόνο σε πέτρες και τοίχους...
Το ρίγος και τα σφυρίγματα όλο κι άλλαζαν κατευθύνσεις...η μάχη αυτή τον εξουδετέρωνε, άρχισε να νοιώθει αδύναμος...σε ένα γύρισμα του σπαθιού του έπεσε στο έδαφος και σωριάστηκε στις λάσπες από το αίμα του. Τώρα πια δεν μπορούσε να σηκωθεί από την εξάντληση και σωριασμένος όπως ήταν στη γωνία.
Ήταν τότε που ο φόβος βρήκε την ευκαιρία και εμφανίστηκε...φορούσε ένα μαύρο μανδύα και έβλεπες μόνο τα μάτια του...τα λευκά διαπεραστικά μάτια του που κοιτούσαν κατ ευθείαν στη ψυχή σου... και όμως, δεν τον κοίταζε, απλά τον έβλεπε...
Τότε ο ήρωας σωριασμένος στο έδαφος όπως ήταν, αντιμέτωπος με το φόβο για δεύτερη φορά στη ζωή του, ξαφνικά τα κατάλαβε όλα. Κατάλαβε ότι δεν μπορεί να σκοτώσει το φόβο, θα πρέπει να τον υποτάξει, θα πρέπει να τον υποτάσσει κάθε φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι, θα πρέπει να τον νικάει κάθε φορά, για πάντα. Τότε μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο δεξί του μάγουλο, κάτι σαν ένα στραβό χαμόγελο, σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας το σπαθί και την ασπίδα να πέσουν στο έδαφος και κοίταξε τον φόβο κατευθείαν στα μάτια με βλέμμα που έβγαζε φωτιές. Για πρώτη φορά είδε τον φόβο να φοβάται, να μικραίνει, να γίνεται ένα παιδάκι αβοήθητο, έγινε ο ίδιος ο φόβος του φόβου του!
Ξαφνικά καθάρισε το μυαλό του από όλα τα αρνητικά, όλες τις φοβίες, όλες τις αμφισβητήσεις που είχε για τον εαυτό του, για τη ζωή του. Ήξερε τι να κάνει...
Δε το σχολίασε κανείς το κειμενάκι......