Θεωρώ πως αν αυτό το γραπτό μπορούσε να κραυγάσει, θα έσπαγε ακαριαία τις γυάλινες οθόνες των κινητών και των υπολογιστών σας κι εσείς ολότελα αποσβολωμένοι θα κοιτούσατε το αποτέλεσμα. Έχουν περάσει γύρω στις 80 μέρες όπου αποπειρώμαι για μια ακόμη φορά να πετάξω το δηλητηριώδες αλκοόλ από την ψυχή μου. Στο πρόγραμμα Ερμιόνη η χοντρή Κυρία με τα ογκώδη γυαλιά μυωπίας με συμβούλεψε με τσιριχτή φωνή : « Ο στόχος είναι μια μέρα Κυρία μου. Κάθε μέρα μια μέρα. Όχι ποτό μια μέρα άρα νίκη για μια μέρα». Συμφώνησα σιωπηλά γνέφοντας καταφατικά στις συμβουλές της. Έφυγα σκυφτή.
Τις ώρες που δεν πίνω, βγαίνω έξω στους δρόμους και περιπλανιέμαι σαν την τρελή της γειτονιάς. Κάθε μέρα περπατάω γύρω στις 4 ώρες. Τα παπούτσια μου έλιωσαν. Μετά τις 4 ώρες, στο σπίτι ξεψυχισμένη πια, χτυπιέμαι στο σχοινάκι μέχρι ο ιδρώτας να τσούξει τα μάτια μου. Κάποια στιγμή πέφτω στον καναπέ. Στρέφω το βλέμμα στην λεμονιά έξω που φωτίζεται από τον φανοστάτη και περιφέρεται από την δίνη του ανέμου. Κι έτσι, αγκομαχώντας μένω σιωπηλή. Δεν τρώω πολύ. Δεν καπνίζω πολύ. Δεν υπάρχω πολύ. Το μόνο που κάνω είναι να σκέφτομαι πολύ. Καμιά φορά χτυπάω με την παλάμη μου τα μηνίγγια μου διατάζοντας δυνατά τον εαυτό μου «ΣΤΑΜΑΤΑ».
Χθες βγήκα έξω στην βροχή κατά τις εννιά. Πήρα την ομπρέλα μου αλλά μετά από κανα δίωρο ‘τα φτύσε’ κι έτσι την πέταξα στην άκρη του πεζοδρομίου συνεχίζοντας ακάθεκτη τον περίπατο μου μέσα στην βροχή. Σύντομα τα ρούχα μου μούσκεψαν. Νερό έσταζε από το πρόσωπο μου και παραχώνονταν μέσα την μπλούζα μου. Δεν υπήρχε κίνηση στους δρόμους. Μόνο μερικά αμάξια. Φαντάζομαι πως θα με λυπήθηκαν όσοι οδηγοί με συναπάντησαν τυχαία στο δρόμο. Κάποια στιγμή έστρεψα από όσο ενθυμούμαι, τη ματιά μου στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Η μάσκαρα από τα μάτια μου είχε κυλίσει ως χαμηλά στα μάγουλα. Την σκούπισα με την αναστροφή του χεριού μου μουτζουρώνοντας ακόμη περισσότερο εκείνη τη γελοία φάτσα. Γέλασα δυνατά καγχάζοντας. Μια νεαρή δεσποινίδα προσεγμένα ντυμένη άλλαξε πεζοδρόμιο αντικρίζοντας με. Την κοίταξα επίμονα, μόνο και μόνο για να την αγχώσω. Με κοίταξε έντρομη και σε μια στροφή εξαφανίστηκε.
Καμώνοντας μερικές ακόμη φούρλες μέσα στα στενά της τσιγγανογειτονιάς μου πέρασα έξω από το προπατζίδικο για 20η φορά εκείνη την ημέρα γιατί ξέρετε, κάνω συνεχώς τις ίδιες διαδρομές αυστηρά και απαράκλητα. Δεν γνωρίζω τον λόγο. Μην με ρωτήσετε. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι τρελαίνεται ο άνθρωπος. Παρατήρησα έναν ξερακιανό, ρακένδυτο, ψαρομάλλη που έβριζε την οθόνη του Κίνο, καπνίζοντας νευρικά. Ακριβώς παραδίπλα κάτω από τον νέον “Pizza Ravenna” ένας ντελιβεράς, κοντός με κουκούλα κοιτούσε το νερό της βροχής να καταπίνεται με λύσσα από τις αποχευτεύσεις της ασφάλτου. Είχε μιαν απερίγραπτη θλίψη το πρόσωπο του. Σκέφτηκα πως εκείνου η φάτσα είναι πιο θλιβερή από την δική μου. Ένιωσα προς στιγμήν καλύτερα με τον εαυτό μου.
Κινήθηκα ψηλά. Πέρα από την Αγιά Τριάδα κι ακόμη πιο πέρα από τα Προσφυγικά. Χώθηκα στα περιβόητα Γύφτικα. Εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα σπίτια ήταν καμωμένα για νάνους. Οι άνω των 1, 80 ύψους φαντάζομαι πως έσκυβαν για να περάσουν μα και για να παραμείνουν σε εκείνα τα «σπίτια». Καμία καμινάδα δεν άχνιζε. Κανένα Χριστουγεννιάτικο λαμπιόνι δεν έκαιγε. Αμυδρό φως ξεχύνονταν από τα σπασμένα βιτρό εισόδου που καθώς παρατήρησα, καλύπτονταν από φθαρμένα και σχισμένα παραπετάσματα. Ήξερα που εξυπηρετούσαν. Όπως κι εσείς. Δρόμοι δεν υπήρχαν εκεί. Μόνο ασφυκτικά στενά σοκάκια που καθώς περνούσες, το σακάκι σου έγλυφε τα τοιχώματα εκείνων των νανόσπιτων. Πράγματι ένας άλλος κόσμος ξεδιπλώθηκε μπρος στα μουτζουρωμένα μάτια μου. Όλως τυχαίως στριμώχτηκα σε ένα τέτοιο στενοσόκακο με έναν γύφτο. Κολλήσαμε τις πλάτες μας στο στενό σοκάκι ώστε να προσπεράσουμε ο ένας τον άλλο. Τα πρόσωπα μας πλησίασαν. Λίγο έλειψε οι μύτες μας να αγγιχτούν ανεπαίσθητα. Τα βλέμματα διασταυρώθηκαν παγωμένα. Μου χάρισε ένα σιδερένιο χαμόγελο. Από ευγένεια κι εγώ με την σειρά μου, ένα γλυκόπικρο νεύμα γεμάτο σεβασμό, το οποίο εκπορεύοταν από έναν ενδόμυχο φόβο. Επιτάχυνα τον βηματισμό μου. Ο άνεμος λυσσομανούσε. Παράσερνε συρφετούς από πεσμένα φύλλα σχηματίζοντας στροβίλους που χόρευαν ακανόνιστα έμπροσθεν μου. Έστριψα γρήγορα στην Ιωνίας και βγήκα από τον βούρκο της απέραντης κι απερίγραπτης φτώχειας και δυστυχίας. Δεν θα αποπειραθώ να περιγράψω τα σκηνικά φτώχειας και δυσωδίας εκείνης της μικρούλας συνοικίας που αντίκρισα.
Κι έτσι με διάχυτες σκέψεις οδηγήθηκα στο σπίτι μου για να συνεχίσω τον αγώνα μου με το σχοινάκι αυτή τη φορά. Στον δρόμο προς την επιστροφή το μόνο που με απέσπασε από τις βαθιές σκέψεις μου ήταν ο ήχος από μια κούνια μιας παιδικής χαράς που κινούντο άδεια από το στροβίλισμα του ανέμου. Την κοίταξα αδειανή να σαλεύει. Οι μουριές που πλαισίωναν το σκηνικό, σχεδόν γυμνές, ανέπαυαν τα τελευταία φύλλα τους στο έδαφος της γης. Κι εκείνη μου φάνηκε έτοιμη να τα καταπιεί για να τα γεννήσει ξανά την Άνοιξη. «Τι αδηφάγος κόσμος ετούτος!» ψέλλισα μέσα από τα ξερά χείλη μου.
Ολοκληρώνοντας ετούτο το ηλίθιο γραπτό σκέφτομαι πως αν συνεχίσω να πίνω θα χάσω την ψυχή μου. Μα αν συνεχίσω να μην πίνω μάλλον θα χάσω το μυαλό μου. Υπάρχει κάποια συνάφεια μεταξύ αυτών, φίλοι μου; Αυτή η απορία δημιουργήθηκε καθώς κοίταξα για μιαν στιγμή τον εαυτό μου στον καθρέφτη του σαλονιού καθώς ανέβαζα το φερμουάρ του παντελονιού μου, προτού το εναποθέσω στο ηλεκτρονικό χαρτί. Μολαταύτα δεν έλαβα απάντηση. Το μόνο που παρατήρησα ήταν μια κηλίδα αίματος στην δεξιά γκρι κάλτσα του ποδιού μου.