Έχω αφρίσει από τη ζήλεια μου πάλι.
Έχω λυσσάξει πάλι σήμερα. Πήγα για ιδιαίτερα το μεσημέρι στην σπιτάρα με τα πολλά φράγκα. Έχω εκεί τρεις μαθητές και μια μαμά χοντρή που χριστοπαναγιάζει, τζογάρει 24 ώρες την ημέρα και πίνει πανάκριβες μπύρες με θυμάρι στην δερμάτινη καναπεδάρα της. Τα πιτσιρίκια με γουστάρουν και στο μάθημα μιλάμε για τον ολυμπιακό ή για τα γκομενικά τους. Σήμερα όμως δεν μπορούσα. Λύσσαξα. Πως γίνεται ο θεός να μοιράζει τόσα φράγκα σε κάποιους ανθρώπους και σε άλλους δεν δίνει τίποτα; Koιτούσα το σπίτι όσο περίμενα το ένα πιτσιρίκι να τελείωσει με τον άλλο καθηγητή. Αναρωτιόμουν πόσα χιλίαρικα κάνουν όλα αυτά τα έπιπλα και τα κρύσταλλα. Στο μυαλό μου ξεπρόβαλαν εικόνες από το κωλόσπιτο το οποίο νοικιάζω. Έχω μόνο 2 καρέγκλες, ένα στρώμα, ένα ψυγείο, και 1.354 βιβλία, τα οποία κάθε φορά που μετακομίζω με τα πόδια(γιατί δεν έχω λεφτά για μεταφορική πάντα) τα κουβαλάω με τα δύο μου χέρια μέσα στις κούτες.
Έκανα τράκα ένα τσιγάρο στην φακλάνα που καθότανε και πήρα και μια μπύρα με θυμάρι να πιω. Εξαιρετική. Θα θέλα να πλακωθώ εκεί χάμω με δαύτην αλλά έπρεπε να δουλέψω. Και με άρχισε στο μπίρι μπίρι. Για τον παπαγάλο της που της κόστισε 400 ολόκληρα ευρά και ο οποίος άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού και το έσκασε. Για αυτό έπινε μπύρες. Και μόνο που κλειδώνει τα πουλιά μέσα σε κλουβιά απλά για να αρέσκεται η ίδια καταλαβαίνετε την ιδιοσυγκρασία της σαν άτομο. Ήθελα να ξεχυθώ έξω στο μπαλκόνι και να ανοιξώ με λύσσα όλες τις πόρτες και να βγουν έξω τα πανάκριβα και σπάνια πουλιά που αιχμαλώτιζε εκεί μέσα. Αλλά δε πρόλαβα, μου σκασε το πακέτο με μιας. Moυ είπε οτι παίρνω πολλά την ώρα και ότι πάνω από 10 ευρώ δεν μπορεί να μου δίνει. ΑΥτό ήταν. Έφτασα στο peak της οργής μου. Αυτή η τύπισσα ισχυρίστηκε σε μένα οτι έχει οικονομικό πρόβλημα, η οποία έχει εργοστάσιο. Ντράπηκα και με έπιασε απροετοίμαστη. Δέχτηκα στην τιμή που μου πρότεινε. Έφυγα μετά από εκεί, διασχίζοντας τον επιβλητικό κήπο του σπιτιού της. Έβριζα και άφριζα από μέσα μου.
Αύριο θα πάω και θα την ακυρώσω. Θα της τρίψω στην μούρη την προσφορά της και στα αρχίδια μου τα δυό. Είπα να το γράψω μπας και ξεθυμάνει η οργή μου, αλλά μάταια. Συνεχίζω να αφρίζω μέσα στο κωλόσπιτο του 7ου ορόφου. Είμαι στην ταράτσα της πολυκατοικίας και έχω την ευκαιρία να παρατηρώ όλες τις ταράτσες των αλ΄λων πολυκατοικιών, να τσιρίζω και να στέλνω μούτσες στον ουρανό. Τον χειμώνα το σπίτι μου μπάζει νερά από το ταβάνι και οι σοβάδες σκάνε στο κεφάλι μου καμιά φορά. Ενοίκιο 100 ευρώ. Και είμαι φίνα γκομενάκι. Θα μπορούσα να αρμέγω κανά γέρο, να κάνω τα γυναικουλίστικα κολπάκια και να ζω στη χλίδα, αλλά δεν μπορώ να θυσιάσω ξανά την ελευθερία του πνεύματος. Τίποτα. Αυτά. Ανάβω ξανά τσιγάρο. Να σκάσω να τελειώνει αυτή η ιστορία. Γαμώ.