Ουσιαστικά όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου 15 χρόνια. Δευτέρα Γυμνασίου εγώ Τρίτη εκείνος. Ερωτευτήκαμε, αγαπηθήκαμε, ονειρευτήκαμε. Και ξαφνικά ήρθε το τέλος του κόσμου: οι γονείς μου μου ανακοίνωσαν πως μετακομίζουμε στην Γερμανία. Πολύς ο πόνος, το κλάμα και η στεναχώρια. Μείναμε μαζί άλλα 2 χρόνια από απόσταση. Μιλούσαμε καθημερινά στο τηλέφωνο, βρισκόμασταν 3 φορές το χρόνο καμία φορά και 4. Κάπου στα 15 μου κάτι γύρισε μέσα μου και ένα βράδυ που ήμουν για διακοπές στην Ελλάδα φιλήθηκα με ένα φίλο του σε ένα μπαράκι. Το έμαθε έγινε έξαλλος και μου ζήτησε να μείνει μόνος του. Μετά από μερικές μέρες ήρθε η συγχώρεση. Ξανά μαζί. Επόμενες διακοπές στην Ελλάδα, άλλη μία στροφή στις εσωτερικές μου βίδες. Είχα τη φαενή ιδέα πως αν το σκάσω και δεν γυρίσω στη Γερμανία θα μπορώ να είμαι μαζί του για πάντα. Βρήκα ένα γνωστό γνωστού με σπίτι σε μία άλλη πόλη που δεν έμενε κανένας. Κανονίζω τα πάντα. Εκείνος αρνείται να με αφήσει να φύγω. Δεν θέλει να πληγώσω έτσι τους γονείς μου. Αποφασίζω να τα παίξω όλα για όλα και αν με αγαπάει θα καταλάβει αυτό που κάνω. Του λέω πως με τον τύπο που θα φύγω είμαστε μαζί. Θέλω να χωρίσουμε. Πάντα με την ελπίδα πως αν μείνω στην Ελλάδα θα μπορέσω να τον πείσω αργότερα πως τα έκανα όλα για εκείνον. Τελικά το σχέδιο καταρέει. Εγώ δεν φεύγω μέσα στη νύχτα, αλλά μία μέρα μετά για Γερμανία. Με τον Χ. χωρίζουμε. Δεν θέλει ούτε καν να με ακούσει. Εβδομάδες περνάνε και εγώ βρίσκομαι βυθισμένη στην απόγνωση.
Ο καιρός όμως είναι γιατρός και έτσι αρχίζω σιγά – σιγά να ξεπερνάω. Οι γονείς μου με στέλνουν ταξίδια όπου θέλω για να με βοηθήσουν να ξεχαστώ. Κάνω τρία χρόνια να γυρίσω στην Ελλάδα. Γυρίζω στα 18 μου φοιτήτρια πια σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Επιδιώκω την επαφή μαζί του. Μιλάμε –όχι για το παρελθόν, αλλά για το παρόν. Είναι σε μία σχέση και είναι καλά. Απομακρύνομαι. Χανόμαστε πάλι. Άλλα 3 χρόνια περνάνε. Με παίρνει μία μέρα τηλέφωνο και χάνω τον κόσμο γύρω μου από τη χαρά μου. Μιλάμε συχνά πια στο τηλέφωνο, δεν μένουμε στην ίδια πόλη. Μου λέει πως δεν με ξεπέρασε ποτέ. Φοβάμαι να του πω πως ούτε κι εγώ τον ξεπέρασα. Έχει μπλέξει με άσχημες παρέες. Έχει αρχήσει να καπνίζει χασίς. Εδώ και πολλά χρόνια. Φοβάμαι να ανοιχτώ. Φοβάμαι που θα μπλέξω. Αλλά η αγάπη μου για εκείνον είναι τόσο δυνατή. Βρισκόμαστε μια Πρωτοχρονιά που έχω πάει στην πόλη μας. Το ξημέρωμα μας βρίσκει μαζί στο σπίτι του. Εκείνος είναι ακόμα στη σχέση του. Δεν είναι ευτυχισμένος. Τίποτα δεν τον κάνει ευτυχισμένο αν δεν έχει να κάνει με μένα. Με παρασύρουν τα ωραία του λόγια, τα λόγια αγάπης. Ξεχνάω τα πάντα. Την επαγγελματική αβεβαιότητα που νιώθει, τις τύψεις που παράτησε το σχολείο και δεν έκανε τίποτα στη ζωή του, το χασίς, το άσχημο παρελθόν. Θέλω να είμαι μαζί του. Φεύγω πάλι για την Αθήνα.
Πριν 3,5 χρόνια τελικά υποκείπτω παρότι ξέρω πως τα ζόρια τώρα θα ξεκινήσουν που θα είμαστε μαζί. Οι πρώτοι 6 μήνες θυμίζουν άλλοτε ρομαντική ταινία του Χόλιγουντ και άλλοτε ψυχολογικό θρίλερ. Η προδοσία που ένιωσε πριν δέκα χρόνια στη σχέση μας τον έχει σημαδέψει βαθιά απέναντί μου. Ζηλεύει, δεν μπορεί να ξεχάσει το παρελθόν. Αρχίζει να πίνει αλκόολ. Κάποια βράδυα γυρίζουμε σπίτι του και με χτυπάει. Όχι για κάτι που έκανα εκείνη τη στιγμή αλλά για ότι έκανα στο παρελθόν. Υπομένω. Νιώθω πως μου αξίζει αυτό που παθαίνω. Εξαιτίας μου καταστράφηκε η ζωή του. Αυτό που κάνει εκείνος σε μένα δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που του έκανα εγώ. Αρχίζει να παθαίνει κρίσεις πανικού. Καταλήγουμε 3 φορές στα εκτακτα του κέντρου υγείας. Την τρίτη φορά το ασθενοφόρο τον πηγαίνει στην ψυχιατρική. Ο γιατρός του γράφει αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά. Τον αφήνει να βγει και του ζητάει να παει για θεραπεία εξωτερικά. Κόβει το ποτό. Άρχιζει τα φάρμακα που του έδωσε ο γιατρός. Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. Δεν με χτυπάει πια. Μόνο φωνάζει που και που. Με βρίζει και ουρλιάζει. Μετά τον πιάνουν τύψεις και κλαίει. Δεν πάει ποτέ για θεραπεία. Πριν λίγους μήνες κόβει τα φάρμακα. Αρχίζει να μαλώνει με τον κόσμο γύρω του. Μπλέκει σε καβγάδες. Δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον έξω κόσμο. Κλείνεται στο σπίτι και δεν θέλει να βλέπει κανέναν. Με χτυπάει ξανά. Ανήμερα τα Χριστούγεννα. Κλαίει πάλι. Απειλεί να κάνει κακό στον εαυτό του αν τον αφήσω, πως θα με χτυπήσει όπου με βρει. Φοβάμαι. Φοβάμαι να τον αφήσω. Φοβάμαι και να μην το αφήσω. Βλέπω τη ζωή μου να καταστρέφεται, να περνάει και να χάνεται. Δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα από φόβο μήπως τον εξοργίσω και καταλύξουμε πάλι άσχημα. Και από την άλλη τον αγαπώ αρκετά ακόμα ώστε να μην θέλω να τον πληγώσω, αρκετά ώστε να θέλω να τον βοηθήσω. Θέλω κάτι που είναι αδύνατο, να είμαι πάλι ευτυχισμένη δίπλα του. Πως μπορώ να τον βοηθήσω; Πως μπορώ να τον κάνω να δει την αλήθεια, τη ζωή όπως της αξίζει;