Πριν πολλα χρονια, καποια καθαρα Δευτερα, ειχαν μαζευτει ολα τα πρωτευοσιανικα πιτσιρικια σε μια απομερη ταβερνα καπου στο Λαγονησι, με τους γονεις τους.
3-4 σπιτια σκορπισμενα και γυρω γυρω αγροι και περιφραγμενα οικοπεδα.
Καπου στη μεση, μια παραγκα, ξεχαρβαλωμενη, ξυλινη, βρωμικη.
Διπλα, ενα υποτυπωδες κοτετσι.
Και κει...ο θησαυρος!
κοτοπουλακια.

Μικρα, χρυσιζανε στον ηλιο και τιτιβιζανε με χαρα ενω σκαβανε το χωμα.
Διπλα τους ενας αξυριστος κοκκαλιαρης βρωμικος γερος.

Η μικρη, δεν μπορουσε να αντισταθει.Λατρευε τα ζωα και η μοναξια στην μεγαλη πολη γινοταν λιγοτερο αφορητη οταν κατα καιρους μαζευε σαλλιγκαρια, ακριδες, και οτι αλλο ζωντανο της επιτρεπαν να κρατησει οι γονεις της.

-\"παππου, να μπω να τα χαιδεψω;\"
-\"και δεν μπαινεις.\"

Ανοιξε την πορτα(4 ξυλα καρφωμενα με συρμα αναμεσα τους) και βρεθηκε στο λασπωδες εδαφος μπροστα στο σπιτι του.
Γυρισε απορημενη στα υπολοιπα παιδια.
\"δεν θα ερθετε;\"

Δεν καταλαβαινε πως μπορουσανε να αντισταθουν σ\'αυτα τα πουλακια.
Σηκωσε τους ωμους της και ετρεξε να πιασει ενα.


Μετα απο 10 λεπτα ευχαριστησε τον παππου και βγηκε εξω.
-\"γιατι δεν ηρθατε?\"
-\"Τον αφησε η γυναικα του.\"
-\"και?\"
Δεν καταλαβαινε τι σχεση ειχε αυτο με τα κοτοπουλακια της.
Απαντηση δεν πηρε γιατι απλα αναπαρχθηκε κατι που ακουστηκε στο τραπεζι απο τους μεγαλους.
Οταν εισαι 7,8,9, λιγα πραγματα εχουν σημασια.
Και ενα απο αυτα ηταν τα κοτοπουλακια.

Συνεχισανε το παιχνιδι τους.

Την επομενη Κυριακη, ετρεξε, μονη της πια, στο χαμοσπιτο με τα κοτοπουλακια.
χαιρετησε τον παππου με ενα φιλι στο μαγουλο, και εσκυψε να παιξει.
Καποια στιγμη προς το τελος βρεθηκανε στην ανακουφιστικη σκια του σπιτιου.
Ηταν πολυ σκοτεινο και ειχε βαρεθει.
Εκεινος ηταν καθισμενος και τον πηρε αγκαλια να τον φιλησει για να φυγει.

Σηκωθηκε και κεινη ασυναισθητα και απο συνηθειο, οπως εκανε και με τον μπαμπατης και τους φιλους του, τυλιξε τα ποδαρακια της γυρω του για να μην ειναι βαρια.

Ενιωσε το δαχτυλο του να την πιεζει... εκει.
Τρομαξε αλλα ως εκ θαυμα καταλαβε οτι θα ηταν πιο φρονιμο να μην το δειξει.
Εκλεισε τα ποδια της γρηγορα γρηγορα και του ζητησε να την κατεβασει.
Εκει πηρε το προσωπο της στα χερια του και προσπαθησε με ελαφρα πιεση να την κρατησει ισια για να την φιλησει στο στομα.
Εβλεπε εκεινα τα σουφρωμενα χειλια, που κρυβανε τα ξεδοντιασμενα ουλα.
Βρωμουσε κρασι.
Του χαμογελασε και του ειπε
\"οχι παππουλη, δεν θελω.\"

Μετα γρηγορα γρηγορα βγηκε εξω, στην ασφαλεια.
Ετρεξε, ελαφρως σοκαρισμενη στην μητερα της.

\"Μην το πεις στον μπαμπα σου γιατι θα τον σκοτωσει.
Μην ξαναπας εκει\"
Εννοειται οτι δεν θα ξαναπηγαινε.

Ενιωσε μια λυπη.
Για τα κοτοπουλακια που εχασε.
Αλλα και για κατι αλλο, πολυ πιο σημαντικο που δεν καταλαβαινε ακριβως τι ητανε.