Ο Νίτσε γιάτρευε τη μελαγχολία του παρατηρώντας τη ζωή των ματαιόδοξων, τη ζωή τη δική τους και τη ζωή πλάι τους. Ο Κονδύλης έβρισκε συγκλονιστικό ότι τα ανθρώπινα όντα αλληλοεξοντώνονται επικαλούμενα κατά προτίμηση άρθρα πίστεως και θεωρίες. Εμείς πώς αισθανόμαστε ακούγοντας τους πολεμοχαρείς να επαίρονται για τη νίκη των ισχυρών Αμερικανών;

Προφανώς νιώθουμε απέχθεια απέναντι σε όλα αυτά. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαστε ικανοί να διοχετεύσουμε δημιουργικά τούτη την απέχθεια. Ο μικρόκοσμος είναι μία κάποια λύσις, είναι όμως ικανός να αποτρέψει τη θλίψη, την αγανάκτηση, την οργή, τη μελαγχολία; Ή και αυτός εξωραΐζει τον καθημερινό θάνατο; Τα πολιτικά κόμματα θα ήσαν μια ετέρα λύσις (ποια. Ο πολιτισμός μήπως; Η παιδεία, πιθανώς;

Αλλά, όλα αυτά, φαντάζουν, για τους πολλούς, ανούσια ερωτήματα. Ο Στάινερ επιμένει εν τούτοις ότι, ακόμη και μες στο παράλογο, η ποίηση μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Αλλά, πού είναι η ποίηση; Παντού, θα μπορούσε να απαντήσει ένας αισιόδοξος (ή ένας βαθιά απαισιόδοξος, το ίδιο είναι).
Να ζήσουμε ποιητικά, να ξεφύγουμε από την πεζότητα, λοιδορώντας την ή ερμηνεύοντάς την πολιτικά, όπως έκανε ο Ζαρατούστρα λόγου χάριν. Η ποίηση, ο έρωτας, η ομορφιά θα μας σώσουν (θα εμποδίσουν την παρανόηση να εισβάλει εντός μας). Κυρίως, όμως, εκείνο που θα μας σώσει (εάν...) είναι η μύησή μας στην αμφισβήτηση, την κριτική, την αντίσταση, την εξέγερση, τέλος. Διότι ο θάνατος δεν μας περιμένει, είναι μέσα μας.