Ρουφούσα λαίμαργα ήλιο, γεμίζοντας μία απ’τις αναπαυτικές καρέκλες της πρωινής Κυριακάτικης καφετέριας. Το μυστήριο που κάλυπτε την ύπαρξη μου θα πρέπει να ήταν αισθητό από μακρυά, όσο πυρπολούσε τον νου μου η φράση «όταν ψάχνεις στο βάθος, ίσως χάνεις την μαγεία»..
Απλωσα σαν φρεσκοπλυμένα ρούχα στις ηλιαχτίδες τις πολύπλοκες σκέψεις μου, χρησιμοποιώντας για μανταλάκια τις λέξεις εκείνης κι ένοιωσα τόσο έντονα την ανάγκη να αφεθώ στην απλότητα της που ξαφνιάστηκα!

Ηταν τόσο φιλικός ο ήλιος μαζί μου σήμερα.. Είχα καιρό να νοιώσω τους ανέμους μου τόσο ανίσχυρους στη θέρμη του.. Αναψα τσιγάρο.. Κοίταξα γύρω μου.. Ηξερα ποιός είμαι. Ενας ολόκληρος μαγικός κόσμος ανάμεσα σε μαγικούς κόσμους, που για ν’ανακαλύψω τις ουσίες μου, προσπαθούσα να ξεπεράσω το τοίχος της απλότητας τους.. Ενα σύνορο γεμάτο απ’την απλότητα των ματιών εκείνης...

Ηξερα πως όταν το μυαλό του ανθρώπου τεντώνεται προς μια ιδέα, δεν ξαναγυρίζει ποτέ στην αρχική του διάσταση.. Ο ζωντανός νους μόνιμα πλαταίνει.
Με μάτια που σφιχτά κρατούσαν το βλέμμα μου στο πουθενά, ξύπνησα τότε στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου μου εκείνη την φράση που κάποιος είπε κάποτε, μα όλοι τ’όνομα του είχαν ξεχάσει..
«Τείνουμε να ξέρουμε όλο και περισσότερα πράγματα για όλο και πιο περιορισμένα προβλήματα. Κάποτε θα φτάσει η στιγμή που θα ξέρουμε τα πάντα για το τίποτα...»
Μια νέα πρόκληση για την διψασμένη μου φύση..
Η απλότητα...μελωδία από νότες γραμμικές.

Στιγμή, που νοιώθεις πως κάποιος σε κοιτάζει, ενώ γνωρίζεις πως κανείς δεν υπάρχει τριγύρω.. Είχε νυχτώσει πια κι όλες μου οι ερινύες είχαν συνομωτήσει με κείνο το ξωτικό στο αριστερό μου μπράτσο, σ’έναν ψίθυρο που βούιζε επίμονα στο συναισθηματικής αξίας ιδιόρυθμο σκουλαρίκι μου. Το βλέμμα μου συνήθιζε να αφομοιώνεται στο απόλυτο σκοτάδι, όπως η ηλιαχτίδα στο καταμεσήμερο. Ετσι οι αισθήσεις μου σαν σκιές απλώθηκαν και πάλι σε κόσμους μυστικούς...
- Σ’αγαπώ! ..είπα, σ’ότι κι αν ήταν αυτό που έβλεπα εκείνη την στιγμή, κι αυτό μου χαμογέλασε γλυκά..
- Δεν σκοπεύω να σ’απατήσω ποτέ, κι αν το κάνω στιγμές, είναι γιατί η σιωπή σου είναι πλημμυρισμένη παράπονα!..
Το βήμα μου αόριστα καθορισμένο με οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια κυκλική πορεία, λες κι άλλος δρόμος δεν υπήρχε, μα κάθε φορά που περνούσα απ’τα ίδια μέρη, καινούρια μου’μοιαζαν.. Το χειρότερο ή το καλύτερο ήταν πως προσπαθούσα να κωδικοποιήσω τα ίχνη μου μήπως κάποιος πατήσει επί των πτωμάτων τους και μολύνει την αγάπη μου γι’αυτά, ή κάποιος ερεθιστεί απ’την γοητεία του μυστηρίου τους κι αποκτήσω απρόσμενα παρέα..!

Μοσχοβολούσα ακόμα, σαν το λευκό πουκάμισο στο παληό κρεβάτι, που είχε ακουμπήσει η Μυρτώ περιμένοντας με αγωνία τον καλό της να εκτιμήσει τις ικανότητες της.. σαν το νυχτολούλουδο που επέμεινε να σκορπά την γύρη του ανοιχτό στο φως του ήλιου.. σαν το φρασκοκομμένο γρασίδι στα δόντια της μηχανής που το κατάπινε.. σαν το χορτασμένο χώμα στην άκρη της καταιγίδας...
Σαν κιβωτός που ταξίδευε στους υπονόμους προς την θάλασσα, ερευνούσα τα πάντα μέσω των θολών φίλτρων του υγρού μου κόσμου, ο οποίος κάθε φορά που γέμιζα ξεχείλιζε στο βλέμμα....
- Μην με ξεχνάς!
- Μα, λες να υπάρχει τίποτ’άλλο που θυμάμαι..;

- Να μεταφράζεσαι! ..μου είπαν.
Ομως μία γλώσσα έχω που να πάλεται της αρέσει. Μία, κι εκείνες τις χορδές της ξεχασμένης μου κιθάρας. Μα, είναι πολλά που όσο κι αν πόνεσαν, ποτέ τραγούδι δεν θα γίνουν.. μόνο για μένα μέσα μου θα ζουν πεθαίνοντας παντοτεινά..και θ’ανασταίνονται για να με ψάξουν πάλι...

Κι οι σκιές, αποκαλυπτόμενες στο τρεμάμενο φως του κεριού, κυνηγιόντουσαν πάνω στο βαρύ ξύλινο γραφείο σε κάθε μου εκπνοή, με τα φαντασματάκια που ο καπνός του τσιγάρου συναντούσε στο μικρό ταξιδάκι του μέσα μου.. Ο πάγος γινόταν ένα με το αλκοόλ φλερτάροντας τα σωθικά μου και το μελάνι χόρευε, ζωντανεύοντας μουντζούρες πάνω στα λευκά παιδικά μου όνειρα.
Και το ένα πόδι το άλλο ακολούθησε...το ένα χέρι έμεινε πίσω και τ’άλλο έτρεξε μπροστά...πέντε τρίχες στον άνεμο καθώς το κεφάλι πετάχτηκε όρθιο. Οι μύες εκτονώθηκαν κι όλα άρχισαν να κινούνται γύρω μου..
Το Ταξίδι είχε ξεκινήσει..................



Μ->

=================================

Για όλους μας υπάρχει ένα .. τ α ξ ί δ ι

Το θέμα είναι πως,
πριν μπορέσει κανείς να πετάξει, ωφείλει να έχει θάρρος αρκετό
για το πρώτο βήμα, στο κενό ..