Η συναγρίδα ξύπνησε άλλη μια μέρα στην αγκαλιά του ροφού. Γύρισε, τον κοίταξε και δυο στεγνά δάκρυα έτρεξαν στα ζουμερά μάγουλα της.
«Άλλη μια μέρα δίπλα του, άλλη μια μέρα χωρίς νόημα και χαρά».
«Γιατί δεν φεύγεις»; Τη ρώτησε η φωνούλα μέσα της.
«Δεν έχω που να πάω», σκέφτηκε για χιλιοστή φορά.
«Άνοιξε τα πτερύγια σου και κολύμπα, είναι τόσο μεγάλος ο Ωκεανός, κάποιος, κάπου θα υπάρχει για σένα», είπε η φωνούλα, αλλά η συναγριδα έκανε πως δεν την άκουσε και πήγε στη μεγάλη τραπεζαρία των κοραλλιών να βρει τις φίλες της να πάρουν μαζί το πρωινό τους.
-Χώρισε τον, ούρλιαξε η σμέρνα μες στο αυτί της.
-Τον αγαπώ, είπε η συναγρίδα.
-Αν τον αγαπάει πρέπει να μείνει μαζί του είπε ο ξιφίας.
-Δε τον αγαπάει, φώναξε η σμέρνα. Αν δεν βρει άλλον δεν θα τον χωρίσει ποτέ και επειδή ο αμέσως επόμενος είσαι εσύ, θα μείνει για πάντα μαζί του!
Ο καιρός περνούσε και η συναγρίδα γινόταν όλο και πιο δυστυχισμένη κοντά στο ροφό. Κοιτούσε με παράπονο μακριά, πέρα από τα κοράλλια και σκεφτόταν πως κάπου εκεί βρίσκεται αυτός που θα αγαπούσε πραγματικά, που θα γινόταν το άλλο της μισό, αλλά έδιωχνε αμέσως τη σκέψη της από το φόβο για το άγνωστο.
Το χαμόγελο είχε χαθεί από τα χείλη της και η μόνη χαρά της ήταν οι ώρες που περνούσε με τη σμέρνα, που της μιλούσε άσχημα, της φώναζε, την έσπρωχνε και μερικές φορές τη δάγκωνε μήπως την αναγκάσει να φύγει.
Ένα μελαγχολικό απόγευμα έπεσε μούρη με μούρη πάνω σε ένα μπαρμπούνι. Το μπαρμπούνι φοβήθηκε πως θα το φάει, αλλά η συναγρίδα του χαμογέλασε: «μη φοβάσαι, είσαι πολύ μικρός και αβοήθητος για να σε φάω. Δεν είμαι κακό ψάρι».
Το μπαρμπούνι την εμπιστεύτηκε και της είπε την ιστορία του. Είχε χαθεί από τους φίλους του, είχε πάρει λάθος κατεύθυνση, είχε τραυματιστεί στην προσπάθεια του να γλιτώσει από την επίθεση ενός κολιού και έτσι έφτασε να βρίσκεται στο πιο επικίνδυνο μέρος του Ωκεανού, απ όπου τώρα δεν θα γλίτωνε, γιατί στην επόμενη πέτρα θα μπορούσε να τον φάει ακόμη και ο πιο μικρός μπακαλιάρος.
«Μη σε νοιάζει», του είπε η συναγρίδα, «μαζί μου δεν κινδυνεύεις, μείνε για λίγο εδώ μέχρι να γίνεις καλά»
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η συναγρίδα και το μπαρμπούνι έγιναν αχώριστοι. Περνούσαν όλες τις ώρες τους μαζί, γελούσαν, έλεγαν ιστορίες, μάθαιναν ο ένας από τον κόσμο του άλλου. Δεν πέρασε λίγος καιρός και η συναγρίδα χώρισε με το ροφό. Το μπαρμπούνι ήταν τελικά ο μεγάλος της έρωτας, ακόμη και αν ήταν τόσο μικρός.
«Θα γίνει καλά και θα σε αφήσει», της έλεγε η σμέρνα. «Γελάει όλος ο βυθός μαζί σου, δεν το βλέπεις?» συνέχιζε. «Είστε τόσο αταίριαστοι». Ο Ξιφίας σήκωνε με σκεπτικισμό τη μυτη του, αλλά δεν μιλούσε.
«Με αγαπάει, δεν θα φύγει ποτέ», «η αγάπη δεν μετριέται με το μέγεθος και τη δύναμη», έλεγε η συναγρίδα με βεβαιότητα. Ήταν σχεδόν σίγουρη για την αγάπη του μπαρμπουνιού. Της τραγουδούσε, χόρευε πάνω της ευτυχισμένο, κολυμπούσαν ώρες ατελείωτες μες στο βυθό και η συναγρίδα ήταν πια σίγουρη πως βρήκε την πραγματική της αγάπη. Έπρεπε όμως να σιγουρευτεί και για τη δική του.
«Δεν πρέπει να πας να βρεις τους δικούς σου?» το ρώτησε.
«Θες να με διώξεις?» είπε το μπαρμπούνι.
Η καρδιά της σφίχτηκε, έπρεπε όμως να συνεχίσει. Έπρεπε να ανακαλύψει αν το μπαρμπούνι την αγαπά πραγματικά.
«Ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους, κάποια στιγμή πρέπει να χωρίσουμε, δεν γίνεται αλλιώς», είπε η συναγρίδα και από μέσα της έταζε κερί στον Ποσειδώνα να γονατίσει το μπαρμπούνι και να τη ζητήσει σε γάμο.
«Οκ, της είπε το μπαρμπούνι, αύριο φεύγω».
Και έφυγε...