Συνέχισε να περπατά στην παραλία,
παρ όλη την ψύχρα του δειλινού έπειτα από λίγο η κοπέλα μας αναρωτήθηκε:
Ποιος ή τι μέσα μου νιώθει όλες αυτές τις διαβαθμίσεις των αισθημάτων και καταστάσεων;
Μπορεί η σκέψη να κάνει αυτή τη δουλειά; Αποκλείεται. Είναι πολύ άκαμπτη, πολύ λογική,
αγαπάει πολύ τις αποδείξεις, τα απτά γεγονότα.
Μ’ άλλα λόγια είναι κολλημένη στην ύλη. Θέλει να δει, να ακούσει, να πιάσει, να γευτεί.
Ότι δεν έχει σχέση με τις αισθήσεις δεν το δέχεται, το απορρίπτει σαν μη-πραγματικό.
Νάναι το συναίσθημα; Μμμ! Δεν αποκλείεται, αν και το συναίσθημα έχει κι αυτό τα δικά του αξιώματα,
τις δικές του απαιτήσεις. Θέλει να διαχέεται, ζητάει ανταπόκριση, ζεστασιά και τα παρόμοια.
Αλλά εγώ ζω ακριβώς το αντίθετο. Άρα αποκλείεται και το συναίσθημα. Νάναι οι αισθήσεις;
Αλλά αυτές μοιάζουν πολύ με τη λογική, μόνο που δεν φτιάχνουν θεωρίες και συστήματα.
Πιστεύουν μόνο στο χειροπιαστό. Εγώ όμως δεν ζω χειροπιαστές καταστάσεις. Νάναι η διαίσθηση;
Μου φαίνεται πολύ πιθανό διότι η λεγόμενη διαίσθηση δεν στηρίζεται στην απτή πραγματικότητα των αποδείξεων.
Είναι έξω-αισθητηριακή, έξω-λογική, έξω-συναισθηματική. Όταν όμως δεν λειτουργεί η διαίσθηση
ούτε τίποτα άλλο μέσα μου και απλώς παρακολουθώ με κρυστάλλινη καθαρότητα και απόσταση τα γεγονότα.
Τι είναι αυτό που λειτουργεί και καταγράφει; Είναι σκέφτηκε μια κατάσταση διαφάνειας, κρυσταλλικής καθαρότητας,
που παρακολουθεί και καταχωρεί τα πάντα, είτε αυτά έχουν σχέση με τις αισθήσεις, είτε με τη λογική,
είτε με το συναίσθημα, είτε με τη διαίσθηση. Έχει μια γενική εποπτεία του συνόλου θα έλεγα.
Τι είναι αυτό; Ένας καθαρός, απρόσωπος, αμέτοχος φακός, ένα μάτι που παρακολουθεί αντικειμενικά κι αδέκαστα.
Πως να το ονομάσω αυτό το κάτι; Δεν φαίνεται να εξαρτάται από καμιά λειτουργία
και ενεργοποιείται είτε όταν βρίσκεται σε δράση κάποια λειτουργία είτε όταν όλες οι λειτουργίες βρίσκονται σε απραξία.
Είναι φανερό ότι έχω να κάνω μ’ έναν εντελώς ανεξάρτητο παράγοντα. Ωστόσο, όταν θαμπώνει το γυαλί του,
νιώθω να στενεύω και να γίνομαι ή μόνο σκέψη, ή μόνο συναίσθημα, ή μόνο διαίσθηση, ή μόνον αισθήσεις.
Καμιά φορά μάλιστα διχάζομαι ανάμεσα στη σκέψη και το συναίσθημα και περνώ από βίαιες συγκρούσεις,
λες και είναι ανάγκη να επικρατήσει ο ένας από τους δυο αντιπάλους μέσα μου.
Όταν ανοίξει πάλι ο φακός και το κρύσταλλο ξεθαμπώσει, τότε παρατηρώ τους δύο αντιπάλους να παλεύουν
και έχω σαφή αντίληψη των διαφορών και των επιδιώξεών τους.
Πως να ονομάσω αυτή την εποπτική λειτουργία, αλήθεια; Με τον καιρό ίσως να βρισκόταν η απάντηση.
____________________________________
Εκείνος είχε μπροστά του το Σαββατοκύριακο, η Δευτέρα που θα την ξανάβλεπε στο γραφείο ήταν μακριά. Δεν θέλω να δω κανέναν, σκέφτηκε.
Ξαναπήγε προς τη θάλασσα. Κάθησε στο καφενεδάκι. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν ροδίσει. Καθώς τα έσπρωχνε ο άνεμος άλλαζαν σχήμα.
Αιχμαλωτισμένος παρακολουθούσε τις αλλαγές τους. Ένα σύννεφο τράβηξε την προσοχή του. Ναι δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχε σχήμα δράκου.
Να, λοιπόν, ο δράκος, ήταν αρσενικός. Το στοιχείο του ήταν ο βυθός της θάλασσας. Ένας κόμπος βάραινε το στομάχι του. Άρχισε να του μιλάει φωναχτά:
«Εμπρός γέρο δράκε, βγες στην επιφάνεια, στη στεριά φαντάζεις σπουδαίος και φοβερός όσο είσαι κρυμμένος στο νερό, αλλά όταν βγεις από αυτό, μπορεί να μη είσαι παρά ένα βατράχι.
Εμπρός, λοιπόν, αν είσαι παλικάρι, βγες έξω να κονταροχτυπηθούμε, και τότε βλέπουμε ποιος θα νικήσει».
Μόλις τελείωσε την πρόκλησή του, ξέσπασε σε γέλια. Φωτίστηκε.
Είδε πως ο δράκος ήταν ο θάνατος. Πως το είδε; Από το ότι ο ίδιος για μια στιγμή είχε πάρει τη θέση του Διγενή Ακρίτα ενώ ο δράκος τη θέση του Χάροντα. Έπειτα από το πρώτο σάστισμα
κάτι άστραψε μέσα του. Αυτή τη στιγμή ήταν ταυτισμένος με τους φόβους του, τα άγχη του, την ανάγκη του να ακουμπήσει κάπου για να ξεχάσει το κενό του.
Αυτός ο φόβος ήταν ανάγκη να θανατωθεί, επειδή του ψιθύριζε στο αυτί: “ Και πως θα περάσεις τη ζωή σου μέσα στην κατάσταση του τίποτα;”
Τόσο μαυλιστικά ήταν τα λόγια του δράκου των φόβων του. Πόση ανακούφιση ένιωθε ύστερα από αυτές τις διαπιστώσεις.
Ένα μεγάλο κομμάτι του δράκου διαλύθηκε κιόλας αφήνοντας μια τρύπα στη θέση του. Ένα χαμόγελο καράβισε στα χείλη του και άραξε εκεί αρκετή ώρα.
Θυμήθηκε ένα απλό σχεδιάγραμα του ανθρώπινου εγκέφαλου...εξωτερικά, ήταν ο σύγχρονος εγκέφαλος το πρόσφατο επίτευγμα της εξέλιξης του είδους. Στη μέση,
ήταν ο μεσεγκέφαλος και στο πίσω μέρος ο πιο αρχαίος και πιο πρωτογενής εγκέφαλος, η παρεγκεφαλίδα. Ώστε ο άνθρωπος είχε τρεις εγκεφάλους, τον ένα πάνω στον άλλον.
Κι όμως λειτουργούσε συνειδητά μόνο σ’ ένα μέρος του πρόσφατου εγκεφάλου θυμόταν το σχήμα που συνόρευε με το μεσεγκέφαλο είχε σχήμα δράκου ή ιππόκαμπου
κι αυτός είχε τώρα την έντονη αίσθηση ότι οι τυφλοί φόβοι του η ενστικτώδης ανάγκη του να ψάξει να βρει ασφάλεια, η εξάρτησή του από τους άλλους ανήκαν σ’ αυτό
το ζωόμορφο μέρος του εγκεφάλου. Θάλεγε κανείς ότι ο ιππόκαμπος ήταν ένα είδος μήτρας που κρατούσε τα παιδιά της δεμένα σ’ αυτήν με τα σχοινιά της επιθυμίας και του φόβου.
Η εξέλιξη είχε σπρώξει τον εγκέφαλο να αναπτυχθεί περισσότερο και τον άνθρωπο να εξελιχθεί ψυχολογικά πέρα κι από την ενστικτώδη μήτρα του ψυχολογικού ιππόκαμπου
και να βγει στη ζωή που σφύζει έξω από την προαστατευτική του μήτρα, και αφού κερδίσει τον κόσμο και δεν θα έχει πια να πάρει τίποτα από αυτόν,
ίσως να μπορέσει να επιστρέψει στη μήτρα του ιππόκαμπου για να ξεναγεννηθεί..
Έτσι πάει πολύ μακριά το πράγμα κατέληξε. Και γιατί όχι; Ή φτάνει κανείς μέχρι το τέλος του ταξιδιού ή δεν ξεκινά καθόλου το ταξίδι.
..Aπάντησε μονό εσύ... :)