Originally Posted by
elisabet
Τελικα η ζωή είναι πολύ *******. Κάνει πάντα κάτι τρελά σενάρια που σε στέλνει αδιάβαστο.
10 μήνες αγώνας. 10 μήνες κλάμα, αγωνία, άγχος, άσχημα νέα συνεχώς αλλά και γέλια, συζητήσεις που ανέβαλες καιρό και καιρό, ανακούφιση και πολλή μα πάρα πολλή αγάπη. Τόση που να νομίζεις πως θα πνιγείς από αυτή.
Μας την έφερες κανονικά. Έκανες στην αρχή τον ανήξερο, ότι τάχα δεν ξέρεις, με άφησες άφωνη μια μέρα που μου τα είπες μόνοςσου χαρτί και καλαμάρι, τα ήξερες από την αρχή μου είπες, πριν από όλους, σου τα είπε κάποιος μαλάκας γιατρός απτην πρώτη στιγμή. Τζάμπα πήγαν τα καραγκιοζιλίκια μου.
Κι ύστερα μπαίνεις σε αυτόν τον δρόμο και είναι λες και όλο το σύμπαν περιστρέφεται γύρω από αυτό και μόνο. Τι ώρα πήγε; Είναι ώρα για τα χάπια, ώρα για το τηλεφώνημα στον γιατρό, ώρα για τις βιταμίνες, ώρα για την ένεση, ώρα για να μετρήσω την πίεση, την θερμοκρασία..να ναι όλα καλά, να σιγουρευτώ πως όλα είναι καλά πριν πέσω για ύπνο. "Θα το κερδίσουμε κι αυτό" σου έλεγα, " όσο έχω εσάς δεν φοβάμαι τίποτα" μου απαντούσες και τραγουδούσες. Περήφανος. 10 μήνες χημειοθεραπεία χωρίς διάλειμμα και δεν είπες ένα ωχ, ένα γιατί σε μένα, ένα παράπονο. Δεν τα καταδέχτηκες ποτέ. Μόνο για μας πάλευες, είμαι σίγουρη. Για να μην μας χαλάσεις ούτε αυτό το χατήρι. Ήθελες να μας αποδείξει πως μπορείς να το κερδίσεις. Και μόλις έκανες το αδιανόητο κι άφησες τους γιατρούς άφωνους....λές τώρα κάντε και σεις το δικό μου χατήρι κι αφήστε με να φύγω. Ορθιο και περήφανο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να καταδεχτεί να πέσει στο κρεβάτι ο πατέρας μου. Ούτε να μας ταλαιπωρήσει με νοσοκομεία. Λες και τα είχε όλα σχεδιασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια για να μας το κάνει πιο εύκολο, πιο ανώδυνο. Περίμενε να μαζευτούμε όλοι , να φάμε, να πιούμε, να γελάσουμε με την καρδιά μας και την μέρα της Ανάστασης να μας αποχαιρετήσει. Με το όνομα της μάνας μου στο στόμα του. Αχώριστοι πάντα. Και κοίτα τι μέρα διάλεξε ο μπαγάσας για μένα που μισώ τις κηδείες και τα πένθιμα. Μέρα με χαρμόσυνες μελωδίες αναστάσιμες.
Νόμιζα πως δεν θα μπορέσω να είμαι στον αποχαιρετισμό. Δεν αντέχω να βλέπω νεκρούς. Κοκαλώνω, με μαζευουν, ούτε ήθελα να τον θυμάμαι με τέτοια όψη τελευταία φορά. Κι όμως...όσο τον κοιτούσα ηρεμούσα, γαλήνευε η ψυχή μου. Είχε τέτοια ηρεμία και ευτυχία το πρόσωπο του που δεν μπορούσα να ξεκολήσω τα μάτια μου από πάνω του ή να σταματήσω να τον χαιδεύω. Μου ψιθύριζε η μάνα μου από δίπλα "μήπως το βλέπουμε μόνο εμείς; Μήπως είναι ιδέα μας πως είναι τόσο όμορφος και χαρούμενος; Μήπως να ρωτήσουμε και τους άλλους;" Και ρωτούσαμε σαν τις τρελές κι όλοι απαντούσαν το ίδιο.
Α ρε πατέρα μου την έφερες! Όσα ξενύχτια κι αν έριξα, όσο τρέξιμο, όσους γιατρούς, όσα φάρμακα και ματζούνια , όσες προσευχές εσύ ήθελες να φύγεις. Σε παραδέχομαι. Περήφανος μέχρι την τελευταία σου ανάσα. Ξέρεις μπορεί να φαινόμουν λίγη και δειλή και ενώ στο υποσχέθηκα πως θα σε κρατήσω όρθιο και χωρίς πόνους να λέγα "λίγο ακόμα, λίγο ακόμα...". Όμως σε παραδέχομαι. Ακόμα κι εκεί δεν με άφησες να κάνω αυτό το λάθος. Στο χα υποσχεθεί. Μόλις θα μου πεις στοπ, θα ναι στοπ. Εγώ κράτησα τον λόγο μου και συ τον δικό σου.