...Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή, πολύ μακρινή χώρα, σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι, ζούσε μια οικογένεια..ο μπαμπάς, η μαμά και τρία αδελφάκια.
Δεν είχαν πολλά χρήματα, αλλά αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Τα αδελφάκια λάτρευαν το ένα το άλλο και περνούσαν ατέλειωτες ώρες παίζοντας, γελώντας και σκαρώνοντας φάρσες στους γονείς τους αλλά και στους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Όλοι είχαν να λένε πάντα τα καλύτερα λόγια γι'αυτά τα αδελφάκια, ένα αγοράκι και δύο κοριτσάκια και οι γονείς τους ήταν τρομερά περήφανοι για αυτά..
Η μητέρα της οικογένειας ήταν κι αυτή ανέμελη και διέθετε όλη την ημέρα της στην οικογένειά της και ο πατέρας είχε ένα μικρό μαγαζάκι όπου πουλούσε μικρούς θησαυρούς από τη θάλασσα. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι ο πατέρας πάντα είχε κάτι στο βλέμμα του..κάτι να τον επισκιάζει, να τον μελαγχολεί...εκεί που γελούσε με όλη του την ψυχή, ξαφνικά σαν κάτι να τον καθήλωνε στη στεναχώρια και την περισυλλογή..Ο πατέρας κάτι έκρυβε...η μητέρα μάταια προσπαθούσε να τον κάνει να την ομολογήσει τι ακριβώς του συνέβαινε, δεν της έλεγε τίποτα.
Μια μέρα λοιπόν, μια όμορφη ηλιόλουστη ημέρα, τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε, η μητέρα αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο κατά μήκος της ακροθαλασσιάς και με την ευκαιρία να περάσει από το μαγαζάκι του άντρα της να του πει μια γλυκιά καλημέρα και να φύγει. Φτάνοντας όμως στο μαγαζάκι, βρίσκει την πόρτα σφαλιστή. Χτυπάει δειλά δειλά το τζάμι, καμία απάντηση. Το μαγαζάκι ήταν κλειστό, οι θησαυροί έλειπαν και ο άνδρας της άφαντος.
Άρχισε να περπατάει γοργά, σχεδόν τρέχοντας, στην ακροθαλασσιά, φωνάζοντας τον άντρα της, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Τρέχει στην προβλήτα μήπως τον είχε πάρει ο ύπνος μέσα στο βαρκάκι που είχε για να μαζεύει τους θησαυρούς από τη θάλασσα και βλέπει το βαρκάκι διαλυμένο σαν καρυδότσουφλο να το χτυπάει άτσαλα στους βράχους η παλίρροια..
η φτωχή μητέρα, ένιωσε να ραγίζει η καρδούλα της..έκατσε αποκαμωμένη, κλαίγοντας ώσπου σε κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος..έπεσε σε βαθύ λήθαργο και τότε είδε ένα όνειρο..ήταν λέει, ένα θαλάσσιο τέρας, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί...αυτό το τέρας ήταν πολύ δυνατό και όλο καμωμένο από νερό..οδηγούσε ένα άρμα το οποίο έσερναν τέσσερα γιγάντια άλογα, επίσης καμωμένα από νερό...όπου περνούσαν σκόρπιζαν το φόβο και εξαπέλυαν πλημμύρες...το τέρας της είπε στον ύπνο της ότι ο άνδρας της ήταν καταραμένος..ότι πριν πολλά χρόνια είχε χαρίσει τον εαυτό του σε αυτό το παντοδύναμο τέρας και ότι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να τον πάρει μαζί του, στο βυθό της θάλασσας..θα τον ξαναέβλεπε μετά από δύο χρόνια, για μια ώρα κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης πανσελήνου της χρονιάς..
Η μητέρα ξύπνησε έντρομη...κοιτούσε ολόγυρα αλλά το μόνο που κατάφερε να δει μέσα στη θολούρα ήταν κάτι σκοροφαγωμένοι γλάροι οι οποίοι αναζητούσαν το μεσημεριανό τους γεύμα. Έπειτα αναρωτήθηκε "τι ώρα να είναι? τα παιδιά μου???? τα αθώα μου παιδάκια, ποια μάνα αφήνει τα παιδάκια της μόνα τους τόση ώρα???"...τρέχοντας επέστρεψε στο σπίτι που μέχρι τότε ήταν "το σπιτάκι τους"...αυτό το σπιτάκι που για λίγα ευτυχισμένα χρόνια είχε φιλοξενήσει τις χαρές τους, τις λύπες τους, τους τσακωμούς τους τα παιχνίδια τους..αυτό το σπιτάκι πλέον της φαινόταν μοχθηρό, παγερό, πλημμυρισμένο...βρήκε τα παιδάκια της να παίζουν ήρεμα..τα δύο κοριτσάκια με τις κούκλες τους και το αγοράκι με κάτι ασταφτερά βότσαλα που του είχε χαρίσει το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας..τα τράβηξε κοντά της και τα έσφιξε με όση δύναμη μπορούσε στην αγκαλιά της..έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι οι τέσσερις τους για πολλή ώρα ώσπου κάποια στιγμή ο μικρός αδερφός ρώτησε δειλά δειλά "ο πατέρας μας γιατί δεν ήρθε στο σπίτι μας ?"...
Και η μητέρα, με λυγμούς απάντησε :"ο πατέρας σας αγαπημένα μου παιδάκια έπρεπε να φύγει, θα ξαναέρθει όμως σύντομα κοντά μας, μέχρι τότε εμείς θα τον περιμένουμε και θα τον κάνουμε περήφανο...αχ μικρούλια μου δε θα σας ξαναφήσω ποτέ, θα σας αγαπάω με όλη μου τη δύναμη, δε θα αφήσω ποτέ κανέναν να σας βλάψει"...έτσι κι έγινε. Περνούσε ο καιρός και η μητέρα περίμενε με ανυπομονησία ανα δύο χρόνια τον άντρα της...τα παιδάκια της τα φρόντιζε σαν τα μάτια της..σταδιακά τα απομάκρυνε από το υπόλοιπο χωριό..φοβόταν ότι μπορούσαν να τους κάνουν κακό οι χωρικοί..δεν τα άφηνε να παίζουν με τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού, φοβόταν ότι μπορεί να πάθαιναν κάτι την ώρα του παιχνιδιού..κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαινε και τα έπαιρνε, γυρνούσαν στο σπίτι και τα έστρωνε στη μελέτη..προσπαθούσε πολύ αυτή η γυναίκα αλλά δυστυχώς είχε να παλέψει με τόσες δυσκολίες που κάποιες φορές τρελαινόταν και ξεσπούσε πάνω στα παιδιά βρίζοντας τα και χτυπώντας τα..αυτά υποστήριζαν το ένα το άλλο αλλά μπροστά στη δύναμή της υποχωρούσαν...
Η πιο ευτυχισμένη στιγμή ήταν πάντα εκείνη η μία ώρα που συναντούσαν τον πατέρα τους στην προβλήτα...τους φανερωνόταν μέσα από τους αφρούς της θάλασσας, κουβαλώντας μαζί τους αμέτρητα δώρα..η μητέρα τους ήταν πολύ ευτυχισμένη, τους έπαιρνε όμορφα ρούχα για να υποδεχτούν τον πατέρα τους και όλοι γελούσαν όπως όταν ήταν μαζί στο σπιτάκι τους πριν ξεσπάσει η κατάρα του θαλάσσιου τέρατος..
Η μία ώρα βέβαια κρατούσε ελάχιστα οπότε η ζωή γυρνούσε πίσω στους κανονικούς της ρυθμούς..η θλίψη και η παγωνιά έπαιρνε πάλι πίσω τα ηνία..
Περνούσαν τα χρόνια...η παγωμάρα πλέον είχε αρχίσει να θρονιάζει και στις ψυχές των παιδιών...τα δύο κορίτσια συνέχιζαν να παίζουν και να λένε η μία τα μυστικά τους στην άλλη..το αγόρι όμως είχε απομακρυνθεί πολύ. Σπάνια μιλούσε πλέον με την οικογένειά του, τις αδερφές του τις κακομεταχειριζόταν και στις συναντήσεις με τον πατέρα την τελευταία χρονιά δεν είχε έρθει...διαρκώς έλεγε ότι τους μισούσε όλους και ειδικά τον πατέρα του που είχε φύγει και τους είχε αφήσει..μάταια η μητέρα προσπαθούσε να τον πείσει ότι έφταιγε η κατάρα κι ότι ο πατέρας τους αγαπούσε πολύ. Το αγόρι δεν πειθόταν με τίποτα...καθημερινά γυρνούσε από το σχολείο όλο πιο διαφορετικός και όλο και πιο αργά...κάποιες φορές κλεινόταν κατευθείαν στο δωμάτιό του, άλλες χτυπούσε και έβριζε τις αδερφές του και τη μητέρα του...
Η μεγαλύτερη αδερφή είχε γλιτώσει....είχε φύγει μακριά από το σπίτι με το βασιλόπουλο μιας πολιτείας πολύ μακρινής και δεν την έβλεπαν συχνά πια...Η μητέρα όμως και η μικρότερη αδερφή είχε μείνει πίσω...η μάνα είχε χάσει πλέον το δυναμισμό της..είχε μαραθεί..είχε σταθεί "ανίκανη να προστατεύσει τα παιδιά της" έλεγε και ξαναέλεγε..όλες οι προσπαθειες της να πειθαρχήσει τον γιο είχαν πέσει στο κενό...
Το μόνο στήριγμά της ήταν η μικρότερη κόρη..ήταν η μοναδική πηγή αισιοδοξίας στο σπίτι..προσευχόταν καθημερινά για όλους και παρακαλούσε να γυρίσει ο πατέρας στο σπίτι...
Πίστευε ότι μόλις γυρνούσε ο πατέρας θα ήταν ξανά ευτυχισμένοι και όλα τα προβλήματά θα τελείωναν..
Ένα πρωινό, η μικρή κόρη γύρισε νωρίτερα στο σπίτι...κάτι την έσπρωχνε καιρό τώρα να μπεί στο δωμάτιο του αδερφού της..κατά καιρούς τα βράδια, της ερχόταν μια περίεργη μυρωδιά από το δωμάτιο του..κάτι της έλεγε μέσα της ότι αυτή η περίεργη μυρωδιά δεν ήταν για καλό...
Αποφάσισε λοιπόν να μπει στο δωμάτιο και να ερευνήσει από που ερχόταν αυτή η μυρωδιά..κοιτώντας κάτω από το κρεβάτι βρήκε διάφορα αντικείμενα και κάτι περίεργα αποξηραμένα φυτά...
Η καλύτερή της φίλη, προ ημερών της είχε πει ότι αυτά τα φυτά τα χρησιμοποιούν τα παιδιά που συχνάζουν στην κακόφημη πλευρά του χωριού..εκεί μένει η γριά μάγισσα και κάνει ξόρκια σε όποιον την επισκέπτεται...και ότι σε αυτά τα παιδιά καλύτερα να μη μιλάνε..η μικρή κόρη ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει όπως ακριβώς είχε νιώσει η μαμά της πριν καιρό , όταν είχε δει το βαρκακι του άνδρα της σαραβαλιασμένο..δεν μπορούσε να το πιστέψει..ο αδερφός της, που κάποτε γελούσαν μαζί, έστηναν φάρσες, που της είχε υποσχεθεί όταν είχε χαθεί ο πατέρας τους ότι θα την προσέχει για πάντα, ο αδερφός της σύχναζε στην κακή πλευρά του χωριού, τον είχε καταραστεί η μάγισσα!...Τις σκέψεις της διέκοψε ένα βίαιο τράβηγμα...ο αδερφός της είχε γυρίσει νωρίτερα στο σπίτι...της τραβούσε τα μαλλιά με όλη του τη δύναμη..το άτυχο κορίτσι έκλαιγε με λυγμούς αλλά δεν ήταν κανείς εκεί να την ακούσει..
"θα το πω στη μητέρα" τον απειλούσε "θα πω ότι συχνάζεις στην κακή πλευρά του χωριού" ...ο αδερφός την άφησε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι φουρκισμένος...
Το κορίτσι το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε την επόμενη μέρα κιόλας να το ομολογήσει στη μητέρα...θα πήγαινε να πιάσει τη διαβολική μάγισσα και θα έσωζε τον αδερφό της που είχε πέσει στα δίχτυα της...το ίδιο βράδυ, ενώ κοιμόταν, το μικρό κορίτσι αισθάνθηκε κάποιον από πάνω της...ανοίγει τα μάτια της και αντικρύζει τον αδερφό της...είχε σκύψει από πάνω της και την άγγιζε βίαια στα "κοριτσίστικα" σημεία της..."αν τολμήσεις και το πεις στη μητέρα, θα σε κάνω να υποφέρεις"...
Το μικρό κορίτσι δεν άντεξε άλλο...τον μισούσε πλέον ήταν σίγουρη..είχε κάνει τη ζωή τη δική της και της μητέρας της μια κόλαση και ήθελε να τον πονέσει "εύχομαι να πεθάνεις γιατί δε σου αξίζει να ζεις" του ξεστόμισε...το αγόρι έφυγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα...
Την επόμενη μέρα είχε βουίξει όλο το χωριό...ο μεγάλος αδερφός είχε βρεθεί πεθαμένος μέσα στο καζάνι της γριας μάγισσας στην κακόφημη πλευρά του χωριού...
Η κόρη σε αυτό το άκουσμα πάγωσε..."εγώ φταίω" ούρλιαξε..."εγώ σκότωσα τον αδερφό μου, είμαι κακιά"...από εκείνη την ημέρα πέτρωσε...μάταια προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν...η μικρή κόρη είχε πετρώσει για πάντα...